Κάθε φορά που συναντιούνται χαιρετιούνται εγκάρδια και αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον. Όποιος βλέπει τον Peter Woolf και τον Will Riley, 55 χρονών και οι δύο, φαντάζεται πως πρόκειται για παλιούς φίλους. Αλλά η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και η δεκαετής φιλία τους είχε ένα εντελώς απρόσμενο, τραυματικό και ανορθόδοξο ξεκίνημα.
Ένα απόγευμα του Μαρτίου του 2002 ο Peter παραβίασε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι του Will στο Λονδίνο. Οι δύο άνδρες πιάστηκαν στα χέρια, ο Peter χτύπησε τον Will στο κεφάλι και κατρακύλησαν τις σκάλες. Παρά τον τραυματισμό του ο Will δεν άφησε τον Peter, που ήταν για τριάντα χρόνια εθισμένος στα ναρκωτικά και είχε μπει στο σπίτι για να κλέψει οτιδήποτε θα μπορούσε να πουλήσει για να εξασφαλίσει τη δόση του.
Ο Will κατάφερε να πετάξει τον Peter στο δρόμο φωνάζοντας «κλέφτης, κλέφτης». Ένας γείτονας που τον άκουσε κάλεσε την αστυνομία κι έπειτα από λίγο ο Peter είχε συλληφθεί.
Ομολόγησε την ενοχή του και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση στη φυλακή Pentonville στο Λονδίνο.
Ήταν η 34η φυλακή στην οποία οδηγείτο για να κρατηθεί ο Peter και παρότι είχε περάσει κρατούμενος 18 χρόνια από τη ζωή του, είχε ακόμα την ελπίδα πως θα κατάφερνε να «καθαρίσει», να σταματήσει τα ναρκωτικά και να έχει μία χρήσιμη ζωή.
Εντωμεταξύ ο Will προσπαθούσε να συνεχίσει τη ζωή του αλλά η διάρρηξη τον είχε επηρεάσει πολύ καθώς είχε φοβηθεί για τη σύζυγο και την 8χρονη κόρη του.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Will έλαβε μία κλήση από έναν αστυνομικό που του εξηγούσε ένα νέο πρότζεκτ για την επανένταξη καταδίκων. Το πρόγραμμα «Restorative justice (RJ)» δίνει στα θύματα εγκληματικών πράξεων τη δυνατότητα αν το επιθυμούν να συναντήσουν και να συνομιλήσουν με τον άνθρωπο που τους προκάλεσε κακό. Οι υπέρμαχοι του προγράμματος λένε πως η κίνηση αυτή μπορεί να βοηθήσει την αποκατάσταση του θύματος αλλά και να κάνει τον θύτη να ξανασκεφτεί πριν επαναλάβει την πράξη του. οι πολέμιοι λένε πως μία τέτοια συνάντηση μπορεί να οδηγήσει σε οπισθοδρόμηση τα θύματα και δίνει την ευκαιρία στους θύτες να πέσουν στα μαλακά ζητώντας συγγνώμη από τους ανθρώπους που έβλαψαν.
Ο Will αποφάσισε πάντως να συναντήσει και πάλι τον Peter. «Είμαι ένας κακομαθημένος της μεσαίας τάξης και ήμουν περίεργος για τον επικίνδυνο κόσμο του Peter», είπε. Έτσι, επτά εβδομάδες μετά τη διάρρηξη, ο Will και η σύζυγός του μαζί με άλλα δύο θύματα του Peter τον συνάντησαν στη φυλακή Pentonville.
«Ο Peter άρχισε να μιλά για τους λάθος δρόμους στη ζωή και εγώ δεν μπορούσα να κάτσω άλλο. Όταν είπε πως με “συνάντησε”, έγινα έξαλλος», θυμάται ο Will.
«Δεν συναντηθήκαμε σε κανένα μπαρ. Μπήκες στο σπίτι μου και κατέστρεψες το μόνο πράγμα που πίστευα πως μπορώ να πετύχω, την προστασία της οικογένειάς μου», φώναζε.
Ένα από τα άλλα θύματα του Peter ήταν ένας γιατρός. Ο Peter του είχε κλέψει το λάπ τοπ όπου είχε αποθηκεύσει τη δουλειά μιας ζωής. Καθώς οι συνέπειες της πράξης του άρχισαν να γίνονται εμφανείς, ο Peter άρχισε να τρέμει κι έχασε την αγέρωχη όψη του.
Ο Will και ο γιατρός ρωτήθηκαν τι περιμένουν από τον Peter και είπαν πως περιμένουν να τον δουν να σταματήσει τα ναρκωτικά και το αλκοόλ , να σπουδάσει ό,τι θέλει και να τους γράφει κάθε έξι μήνες για το τι κάνει.
Ο Peter σοκαρίστηκε από την απάντησή τους. «Περίμενα να πουν πως περιμένουν να με δουν κλειδωμένο σε ένα κελί με πεταμένο το κλειδί. Δεν περίμενα να ακούσω πως θέλουν για μένα μία καλύτερη ζωή», είπε. «Είχα δεχθεί να πάω στη συνάντηση μόνο και μόνο για να περάσω μία ώρα έξω από το κελί μου, με καφέ και μπισκότα».
«Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα ιδέα της ζημιάς που είχα προκαλέσει, όχι μόνο στο θύμα αλλά και σε ολόκληρη την οικογένεια. Η σύζυγος του Will επέστρεψε σπίτι και το βρήκε γεμάτο αστυνομικούς που της είπαν πως ο άνδρας της είναι στο νοσοκομείο. Η κόρη του τον είδε μέσα στα αίματα, να τον παίρνουν με ασθενοφόρο. Ήταν τρομερό, ο Will δεν ήταν το μόνο θύμα», λέει.
«Όλη μου η ζωή ήταν ανειλικρινής αλλά σε εκείνη τη φάση δεν νοιαζόμουν για τοη εαυτό μου κι έτσι δεν νοιαζόμουν και για τους άλλους. Ήταν αυτοκτονία. Την ημέρα πριν διαρρήξω το σπίτι του Will είχα ζητήσει από το γιατρό να με κλείσει σε ψυχιατρείο γιατί δεν τα έβγαζα πέρα», θυμάται.
Ο Peter ήταν πεπεισμένος πως κάτι σημαντικό είχε αλλάξει σε αυτή τη πρώτη συνάντηση αλλά δεν μπορούσε ακόμα να συνειδητοποιήσει τι.
Μέχρι τότε είχε υπάρξει μόνο ένας επικίνδυνος εγκληματίας. Μεγάλωσε πιστεύοντας πως οι παππούδες του ήταν γονείς του και η πραγματική του μητέρα, που τον έκανε στα 15, αδελφή του. Έμαθε την αλήθεια στα 30 του χωρίς ποτέ να γνωρίσει τον πατέρα του. «ο παππούς μου ξεκλείδωνε κλεμμένα χρηματοκιβώτια, η θεία μου είχε σχέση με γνωστό ληστή, η γιαγιά μου πλαστογραφούσε έγγραφα, με περιστοίχιζαν εγκληματίες. Η ζωή μου ήταν σε παμπ και μπαρ, υπάρχει φωτογραφία μου σε ηλικία 4 ετών να πίνω μπύρα και μία στα επτά να πίνω ουίσκι».
Ο Peter κάπνισε μαριχουάνα στα δέκα και στα 14 του έπαιρνε ήδη βαριά ναρκωτικά. Αποβλήθηκε από το σχολείο στα 12 όταν έσπασε μία πόρτα στο πρόσωπο του δασκάλου. Εγκατέλειψε το σπίτι του, στα 16 του πήγε για πρώτη φορά φυλακή. «Μου έφτιαχνε τη διάθεση να με χαρακτηρίζουν επαγγελματία κλέφτη οι εφημερίδες», λέει.
Για τριάντα χρόνια έμπαινε κι έβγαινε από τη φυλακή για ληστείες, κλοπές, πρόκληση σωματικής βλάβης, απόπειρα ανθρωποκτονίας (είχε μαχαιρώσει έναν άλλο εγκληματία σε καβγά).
Η ζωή του Will την ίδια ώρα ήταν εντελώς διαφορετική. Με καλούς γονείς, καλό σπίτι, απολάμβανε διακοπές το καλοκαίρι, έπαιζε τένις κι έκανε ιππασία.
Στο πρώτο γράμμα του ο Peter έγραφε πως έκανε μαθήματα ψυχολογίας, πως διάβαζε πολύ και πως δεν έκανε χρήση ναρκωτικών ούτε έπινε. Δεκαοκτώ μήνες μετά αφέθηκε ελεύθερος λόγω καλής συμπεριφοράς.
Έξι μήνες αργότερα οι δύο άνδρες συναντήθηκαν και πάλι. Αποφάσισαν να κρατήσουν αραιή επαφή. Εντωμεταξύ ο Peter παντρεύτηκε μία σύμβουλο ψυχικής υγείας, την οποία γνώρισε καθώς σπούδαζε. Έγραψε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «The Damage Done» και όλα τα έσοδα πήγαν για την ενίσχυση του προγράμματος «Restorative justice».
Σήμερα, ο Will και ο Peter εμφανίζονται μαζί στις συνεδρίες του προγράμματος, ως ομιλητές πλέον. Ο Peter ζει σε μία φάρμα στο Norfolk και κρατά γραπτή και τηλεφωνική επαφή με τον Will. Εργάζεται σε φυλακές για την ευαισθητοποίηση των κρατουμένων και ευχαριστεί τον Will γιατί του έσωσε τη ζωή.
«Λέω στον Will πως χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχα. Αν δεν είχαμε εκείνο τον καβγά στο σπίτι του, θα είχα πεθάνει δύο μήνες μετά από τα ναρκωτικά. Αυτό ήταν για μένα το σημείο-ορόσημο, όταν κατάλαβα πώς επηρέαζαν οι πράξεις μου τους άλλους ανθρώπους ένιωσα ντροπή».
Ο Peter έχει ζητήσει συγγνώμη από σαράντα θύματά του, αν και αναγνωρίζει πως είναι χιλιάδες… Τον ρωτούν «Γιατί εμένα;». «Σπάνια με ρωτούν για τα αντικείμενα που έχασαν, συνήθως θέλουν να ακούσουν τη λέξη συγγνώμη», λέει.
Παρά τις μεγάλες διαφορές τους, ο Will λέει πως η σχέση τους είναι πολύ δυνατή. «Είμαστε πολύ καλοί φίλοι, τα πάμε πολύ καλά, έχουμε ένα μοναδικό δεσμό και όταν συναντιόμαστε μιλάμε για όλα. Ο Peter είναι ένας καλός άνθρωπος», λέει.
Λόγια που δεν θα μπορούσε να είχε φανταστεί πως θα πει πριν δέκα χρόνια, όταν αιμόφυρτος στο πεζοδρόμιο έβλεπε να συλλαμβάνουν τον τότε διαρρήκτη και νυν φίλο του.