Έναν χρόνο μετά την υπογραφή της συμφωνίας ειρήνης ανάμεσα στην κυβέρνηση του προέδρου Χουάν Μανουέλ Σάντος και την οργάνωση FARC, ιθαγενείς και πολίτες με αφρικανικές ρίζες συνεχίζουν να πέφτουν θύματα ένοπλων οργανώσεων στο βορειοδυτικό τμήμα της Κολομβίας, μια από τις φτωχότερες περιοχές της λατινοαμερικάνικης χώρας, τονίζει σε έκθεσή της η Διεθνής Αμνηστία.
Στο διαμέρισμα Τσοκό «συνεχίζονται τα κρούσματα εξαναγκαστικών ομαδικών εκτοπισμών, οι θάνατοι και οι τραυματισμοί εξαιτίας των ναρκών κατά προσωπικού και οι στοχευμένες δολοφονίες μετά την αποχώρηση των FARC από την περιοχή αυτή», τονίζει η ΜΚΟ υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην έκθεσή της, υπό τον τίτλο Τα χρόνια της μοναξιάς συνεχίζονται, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη στην Μπογοτά.
Μετά τον αφοπλισμό των 7.000 μαχητών της πιο ισχυρής οργάνωσης ανταρτών στη Λατινική Αμερική, το κενό κάλυψαν τα μέλη της οργάνωσης Στρατός Εθνικής Απελευθέρωσης (ELN), που διεξάγει ειρηνευτικές συνομιλίες με την κυβέρνηση, αλλά και οι παραστρατιωτικοί που αναδιοργανώθηκαν παρά την επίσημη διάλυση και τον αφοπλισμό τους το 2006, εξηγεί η Αμνηστία.
Η κυβέρνηση του Σάντος υπέγραψε την 24η Νοεμβρίου 2016 τη συμφωνία ειρήνης με την οργάνωση Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας, που μετασχηματίστηκε έκτοτε σε πολιτικό κόμμα διατηρώντας το ίδιο ακρώνυμο στα ισπανικά.
Όμως «μένουν ακόμη πολλά να γίνουν ώστε η διαδικασία ειρήνης να κάνει στ’ αλήθεια τη διαφορά στη ζωή του κόσμου», σχολίασε ο Σαλίλ Σέτι, ο γενικός γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας, ο οποίος ταξίδεψε στην Μπογοτά για την παρουσίαση της έκθεσης αυτής.
Μόνο μέσα στο 2017, ανέφερε η ΜΚΟ, έξι τοπικοί ηγέτες δολοφονήθηκαν στο Τσοκό, μια περιοχή γεμάτη ζούγκλες και φυσικούς πόρους σε αφθονία που όμως παραμένει η φτωχότερη της Κολομβίας. Το συγκεκριμένο διαμέρισμα θεωρείται στρατηγικής σημασίας διάδρομος για τη διακίνηση ναρκωτικών προς τον Ειρηνικό και από εκεί προς τις ΗΠΑ.
Συνολικά, μέσα στους τελευταίους εννιά μήνες έχουν δολοφονηθεί 92 ηγέτες κοινοτήτων και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κολομβία, κάτι που σημαίνει ότι η χώρα αυτή είναι μια από τις πιο επικίνδυνες στον κόσμο, μετά τη Βραζιλία, για τους ακτιβιστές, υπογράμμισε ο Σέτι.
Η πλειονότητα των 600.000 κατοίκων του Τσοκό είναι ιθαγενείς και αφροκολομβιανοί, ανήκουν δηλαδή στις κοινότητες που ιστορικά πλήρωσαν το πιο βαρύ τίμημα στον εμφύλιο πόλεμο που σπάρασσε την Κολομβία για μισό αιώνα και πλέον. «Δεν έχουν αισθανθεί την ειρήνη (…) είναι ανάγκη να δουν τα οφέλη», συμπλήρωσε ο γενικός γραμματέας της Αμνηστίας.
Η Διεθνής Αμνηστία συνέστησε στην κυβέρνηση της Κολομβίας να εξαρθρώσει το ταχύτερο δυνατόν τις παραστρατιωτικές οργανώσεις, να απογράψει τα θύματα, να εμποδίσει τη συνέχιση των καταναγκαστικών εκτοπισμών και να προστατεύσει τους ηγέτες κοινοτήτων και κινημάτων και τους ακτιβιστές, μεταξύ άλλων.
Τουλάχιστον το 60% των κατοίκων του Τσοκό έχει καταγραφεί στα θύματα της ένοπλης σύρραξης στη χώρα ενώ το 80% ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία.
Ο πόλεμος στην Κολομβία είχε αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πάνω από 260.000 άνθρωποι, άλλοι 60.000 να εξαφανιστούν και 7,4 εκατομμύρια άμαχοι να εκτοπιστούν.