Οι νέες γενιές θα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν εντεινόμενες ανισότητες σε πιο προχωρημένη ηλικία, σε σύγκριση με τους σημερινούς συνταξιούχους, προειδοποιεί μια έκθεση του ΟΟΣΑ που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Στην έκθεση αυτή, που τιτλοφορείται «Πρόληψη της ανάπτυξης ανισοτήτων με την αύξηση της ηλικίας», ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει ότι οι αυριανοί ηλικιωμένοι θα ζουν περισσότερα χρόνια αλλά ταυτόχρονα μπορεί να βιώνουν περιόδους ανεργίας και χαμηλούς μισθούς «αν και ορισμένοι θα έχουν σταθερή και καλά αμοιβόμενη καριέρα».
Εκείνοι που γεννήθηκαν από τη δεκαετία του 1960 και μετά, «θα βιώνουν τη γήρανση με τρόπο ριζικά διαφορετικό» από τις προηγούμενες γενιές εξαιτίας «της επιμήκυνσης της διάρκειας της ζωής, της μίκρυνσης του πυρήνα της οικογένειας, του χάσματος των ανισοτήτων καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργούς ζωής τους και των μεταρρυθμίσεων που έχουν μειώσει τις συντάξεις».
«Ορισμένες ομάδες αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο φτώχειας στα γεράματά τους», υπογραμμίζει η έκθεση.
Το 1980, στη ζώνη των χωρών του ΟΟΣΑ σε κάθε 100 οικονομικά ενεργά άτομα αντιστοιχούσαν 20 ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών, κατά μέσο όρο. Ο αριθμός αυτός έφτασε τους 28 το 2015 και μέχρι το 2050 αναμένεται σχεδόν να διπλασιαστεί, στους 53.
Οι ανισότητες στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, την απασχόλησης και του εισοδήματος αρχίζουν να συσσωρεύονται πολύ νωρίς και έχουν συνέπειες στο προσδόκιμο ζωής και στο επίπεδο του εισοδήματος. Κατόπιν προστίθενται οι ανισότητες που σχετίζονται με το φύλο: στις χώρες του ΟΟΣΑ οι γυναίκες άνω των 65 ετών λαμβάνουν σύνταξη που είναι, σε ετήσια βάση, κατά 27% μικρότερη σε σύγκριση με εκείνη των ανδρών. Κατά συνέπεια, ο κίνδυνος φτώχειας στην τρίτη ηλικία είναι πιο αυξημένος για τις γυναίκες.
Ο ΟΟΣΑ προτείναι να αντιμετωπιστούν οι ανισότητες πριν αρχίσουν να συσσωρεύονται: να αποκτήσουν καλύτερη πρόσβαση στην ποιοτική εκπαίδευση τα παιδιά, να βοηθηθούν οι νέοι να μπουν στην αγορά εργασίας, να αυξηθούν οι δαπάνες υγείας για την πρόληψη.