Η μετακόμιση μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά κοπιαστική για κάποιον, το να μεταφέρεις όμως έναν καναπέ και μερικά κιβώτια είναι τίποτα μπροστά στη μετακίνηση ενός ολόκληρου σπιτιού!
Όπως κάνουν δηλαδή οι νησιώτες του Chiloé της Χιλής, μεταφέροντας τα σπίτια τους από στεριά και θάλασσα.
Εγκατεστημένο στα νότια της χώρας, το αρχιπέλαγος Chiloé είναι μια σωστή Ιρλανδία του νοτίου ημισφαιρίου, γεμάτη πρόβατα και άφθονο πράσινο. Τα σπίτια πάνω στους πασσάλους επιβλέπουν τους κόλπους, καθώς ο ωκεανός παρέχει άφθονο ψάρι και τη δυνατότητα να δεις φάλαινες, δελφίνια και πιγκουίνους.
Το Chiloé, ο «τόπος των γλάρων» στη διάλεκτο των γηγενών, είναι απομονωμένο από την ενδοχώρα και δεν συνδέεται με γέφυρες. Ο μόνος τρόπος να φτάσεις εκεί είναι με καΐκι ή μικρό αεροπλάνο. Και είναι αυτή η απομόνωση που έχει επιβάλει έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής, με τους ανθρώπους να παραείναι δεμένοι και να νιώθουν πρώτα κάτοικοι του νησιού και μετά πολίτες της Χιλής.
Κτηνοτρόφοι, ψαράδες και αγρότες είναι, νιώθοντας έναν άρρηκτο δεσμό με τον τόπο τους και τον γείτονα. Κάθε τόσο μάλιστα, εξαιτίας της έλλειψης καλλιεργήσιμων εδαφών, του διαρκούς κινδύνου των πελώριων κυμάτων και της πανταχού παρούσας παλίρροιας, οι νησιώτες αναγκάζονται να μετακινούνται, μεταφέροντας μαζί τους τα σπίτια τους!
Το πράγμα είναι μάλιστα σωστό υπερθέαμα, «minga» το λένε οι ντόπιοι, κάτι που σημαίνει συνάντηση της κοινότητας για εθελοντική κοινή εργασία. Μαζί μαζεύουν εξάλλου τις σπορές, μαζί ψαρεύουν και μαζί μετακινούν τα σπίτια τους, χωρίς να πληρώνει κανείς μία και χωρίς να περιμένει φυσικά ανταπόδοση της καλής του πράξης.
Πριν από το 1950 μάλιστα όλη η δουλειά γινόταν αποκλειστικά μέσω θαλάσσης, καθώς δεν υπήρχαν καν δρόμοι. Όταν άρχισαν να χαράζονται οι πρώτοι δρόμοι που συνέδεαν τα χωριά του νησιού, οι κοινότητες που μέχρι πρότινος στεγάζονταν αποκλειστικά στις ακτές ξεκίνησαν να μεταφέρουν τα σπίτια τους σε μέρη που θα ήταν ευκολότερο να περάσει ο δρόμος.
Αργότερα, εξαιτίας της έλλειψης καλλιεργήσιμων εδαφών, οι αγροτικές κοινότητες πήραν ξανά τα σπίτια στην πλάτη και μεταφέρθηκαν σε πιο εύφορες γωνιές του νησιού. Οι φτωχοί ντόπιοι τα βγάζουν πέρα με το τίποτα και το να αφήσεις το σπίτι σου πίσω δεν είναι μια καθόλου έξυπνη κίνηση. Και με όλη την κοινότητα στο πλευρό σου, ποιος φοβάται τη μετακόμιση;
Η μετακίνηση του σπιτιού έχει βέβαια αρκετή προετοιμασία. Η οικογένεια ορίζει μια μέρα που βολεύει όλους και κατόπιν αδειάζει το οίκημα από τα έπιπλα, τα παράθυρα και τις πόρτες. Αν δεν τα αδειάσει, θα πρέπει να τα ασφαλίσει ώστε να μην κοπανάνε στους τοίχους. Όταν φτάσει η μεγάλη μέρα, το σπίτι μεταφέρεται με τα ξύλινα θεμέλιά του πάνω σε κορμούς δέντρων, επιστρατεύοντας τη βοήθεια των ταύρων.
Κι αν η μετακίνηση από τη στεριά είναι όσο να πεις κοπιώδης, δεν συγκρίνεται φυσικά με τη μεταφορά από τη θάλασσα! Το σπίτι τραβιέται ως την ακτή και τοποθετείται εκεί που σκάει το κύμα, περιμένοντας υπομονετικά την πλημμυρίδα να ανεβάσει τη στάθμη των υδάτων. Άλλα τοποθετούνται πάνω σε σχεδίες και άλλα μεταφέρονται με φουσκωτά μέσα, καθώς τα σπίτια είναι μικρά και ξύλινα και παραμένουν σχετικά ελαφριά.
Όταν το πάρει το κύμα, το δένουν σε ένα καΐκι και το μεταφέρουν με σταθερή ταχύτητα στον προορισμό του. Όταν φτάσει στην άλλη ακτή, κορμοί προσαρμόζονται ξανά στα θεμέλιά του και τα βόδια επιστρατεύονται για άλλη μια φορά για την τελική μεταφορά.
Το πράγμα κρατά συνήθως αρκετές μέρες, όταν όμως η διαδικασία ολοκληρωθεί, είναι ώρα για γιορτές και πανηγύρια. Η οικογένεια κάνει το τραπέζι σε όλους τους εμπλεκόμενους, μετατρέποντας την ολική αυτή μετακόμιση σε χαρμόσυνο γεγονός για όλη την κοινότητα.
Σήμερα τα «minga» έχουν περιοριστεί αρκετά, κι έτσι κάθε τέτοιο γεγονός μετατρέπεται σε τουριστική ατραξιόν. Κάτι που δεν αρέσει καθόλου στους ντόπιους, που βλέπουν τις παραδόσεις τους να μετατρέπονται σε εμπορική δραστηριότητα.
Τώρα μάλιστα που προγραμματίζεται η κατασκευή της πολυπόθητης γέφυρας για το νησί, ο τουρισμός είναι η μεγαλύτερη απειλή για τους ντόπιους…