Η κυβέρνηση των ΗΠΑ κάλεσε εκ νέου την Κίνα να ασκήσει περισσότερη διπλωματική και οικονομική πίεση για να συμβάλλει να χαλιναγωγηθεί η Βόρεια Κορέα και να διακόψει τα προγράμματά της για την απόκτηση πυρηνικών όπλων και βαλλιστικών πυραύλων κατά τη διάρκεια ενός γύρου συνομιλιών υψηλού επιπέδου στην Ουάσινγκτον, ανέφερε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Ρεξ Τίλερσον.
Η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας των δύο χωρών καταγράφηκε μία ημέρα μετά την κρίση που διατύπωσε ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ότι οι κινεζικές προσπάθειες αποτυγχάνουν, δημιουργώντας νέες αμφιβολίες για την πολιτική της κυβέρνησής του έναντι της Βόρειας Κορέας.
Ο θάνατος ενός αμερικανού φοιτητή αυτή την εβδομάδα, μετά την απελευθέρωσή του έπειτα από 17 μήνες φυλάκισης στη Βόρεια Κορέα, περιέπλεξε ακόμη περισσότερη την κατάσταση όσον αφορά μια από τις κορυφαίες προτεραιότητές του — σύμφωνα με συνεργάτες του — στο πεδίο της εθνικής ασφάλειας.
«Επαναλάβαμε (…) ότι η Κίνα έχει τη διπλωματική ευθύνη να ασκήσει πολύ μεγαλύτερη οικονομική και διπλωματική πίεση στο καθεστώς (στην Πιονγκγιάνγκ) αν θέλει να αποτρέψει την περαιτέρω κλιμάκωση στην περιοχή» της Ασίας, δήλωσε ο Τίλερσον σε δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον αμερικανό υπουργό Άμυνας Τζιμ Μάτις.
Πάντως ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ γνωστοποίησε επίσης ότι ο Τραμπ σχεδιάζει να επισκεφθεί επίσημα το Πεκίνο εντός του έτους, κάτι που αφήνει να εννοηθεί ότι ο ρεπουμπλικάνος θέλει τη βελτίωση των σχέσεων με την Κίνα παρά την ενόχλησή του για την αναποτελεσματικότητα των κινεζικών κινήσεων όσον αφορά τη Βόρεια Κορέα.
Η Βόρεια Κορέα βρέθηκε στο επίκεντρο του διμερούς διαλόγου για θέματα διπλωματίας και ασφάλειας, στον οποίο πήραν μέρος ο Τίλερσον, ο Μάτις, ο Γιανγκ Τζιετσί και ο στρατηγός Φανγκ Φενγκχούι, επικεφαλής του γενικού επιτελείου του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού.
Στις συνομιλίες ωστόσο εθίγησαν και ακανθώδη ζητήματα όπως οι διενέξεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. «Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να πετούν, να πλέουν και να επιχειρούν όπου τους το επιτρέπει το διεθνές δίκαιο», διεμήνυσε ο Μάτις, σηματοδοτώντας ότι η Ουάσινγκτον συνεχίζει να εναντιώνεται στις κινεζικές διεκδικήσεις στη στρατηγικής σημασίας θαλάσσια περιοχή αυτή.