Ο τόνος της φωνής ενός πολιτικού μπορεί να αυξήσει τη δημοτικότητά του στο εκλογικό σώμα ή, αντίθετα, να την μειώσει. Σύμφωνα με μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα, οι ψηφοφόροι προτιμούν συστηματικά πολιτικούς που έχουν φωνή με χαμηλό τόνο και βαθιά χροιά, επειδή αυτή τους προσδίδει περισσότερη αξιοπιστία και μεταδίδει μεγαλύτερο αίσθημα εμπιστοσύνης και εξουσίας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογίας Ντέιβιντ Φάινμπεργκ του πανεπιστημίου ΜακΜάστερ του Οντάριο, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό για θέματα εξέλιξης και ανθρώπινης συμπεριφοράς «Evolution and Human Behavior» έβαλαν 125 εθελοντές να ακούσουν και να αξιολογήσουν μια σειρά από ηχογραφημένα αποσπάσματα ομιλιών αμερικανών προέδρων, στα οποία είχε, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, αλλοιωθεί η φωνή του κάθε πολιτικού, ώστε σε μερικές περιπτώσεις να έχει χαμηλό και βαθύ τόνο και σε άλλες υψηλό και οξύ.
Η έρευνα έδειξε ότι οι άνθρωποι έδειξαν μεγάλη προτίμηση στις χαμηλού τόνου φωνές και όχι στις οξείες. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η προτίμηση σε αυτές τις φωνές, που γίνονται αντιληπτές ως πιο κυριαρχικές και ηγετικές, έχει βαθιές εξελικτικές ρίζες. Ορισμένοι πολιτικοί, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, έφθασαν στο σημείο να έχουν ειδικό δάσκαλο για να εξασκηθούν κατάλληλα, ώστε να χαμηλώνουν τον τόνο της φωνής τους.
Οι ερευνητές διευκρίνισαν ότι προφανώς ο τόνος και η χροιά της φωνής δεν είναι οι μόνοι παράγοντες που επηρεάζουν ένα ψηφοφόρο, όμως αποδεικνύεται ότι παίζουν το δικό τους ρόλο κατά τη λήψη της απόφασης ψήφου. Οι λιγότερο οξείες φωνές μεταφέρουν μια υπόγεια αύρα εξουσίας, κάνοντας αυτούς τους πολιτικούς να μεταφέρουν στο υποσυνείδητο των πολιτών την εντύπωση ότι είναι καλύτεροι ηγέτες, σύμφωνα με τη βρετανίδα ψυχολόγο Σου Λαβγκρόουβ, ενώ αντίθετα, όπως είπε, όσοι ανεβάζουν πολύ υψηλούς τόνους, ακούγονται συναισθηματικοί και τελικά λιγότερο αξιόπιστοι. «Αν ο πολιτικός θέλει πραγματικά να περάσει το μήνυμά του, θα πρέπει στο τέλος της πρότασής του να κατεβάσει τον τόνο της φωνής του», τόνισε.