Στο βάλτο της οικονομικής ύφεσης βυθίζεται καθημερινά η Βρετανία, όπως αποκαλύπτουν πολιτικοί αναλυτές, καθώς εκφράζονται φόβοι ότι το ποσοστό των Βρετανών που ζουν στο όριο της φτώχειας έχει φτάσει στα επίπεδα εξαθλίωσης του 1974-77.
Τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Ερευνών την περασμένη βδομάδα και που δημοσιεύονται στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», δείχνουν ότι τα τελευταία δύο χρόνια 600 χιλιάδες επιπλέον παιδιά στη Βρετανία ζουν στο όριο της φτώχειας ή και κάτω από αυτό. Ποσοστό που εκτιμάται ότι θα αυξηθεί δραματικά έως το 2020, μεγαλώνοντας το χάσμα μεταξύ των πολύ φτωχών και των πολύ πλουσίων.
Ο υπουργός Εργασίας και Συντάξεων Ιαν Ντάνκαν Σμιθ παραδέχθηκε ότι «το χάσμα αυτό είχε μεγαλώσει σημαντικά την τελευταία πενταετία λόγω της μισθολογικής ανισότητας στη χώρα, η οποία είναι μεγαλύτερη από ποτέ».
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η δέσμευση της κυβέρνησης Κάμερον να μειώσει στο 5% το ποσοστό φτώχειας έως το 2020 είναι σίγουρο ότι θα αποτύχει. Αντί αυτού, υπολογίζεται ότι το 2013 περίπου 3,1 εκατομμύρια παιδιά, 2,5 εκατομμύρια γονείς, 4 εκατομμύρια ενήλικες χωρίς παιδιά και 2,1 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα ζουν στην απόλυτη φτώχεια. Ενας όρος που χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις όπου ο μισθός του εργαζομένου πέφτει κάτω από το 60% του μέσου εισοδήματος.
Το παράδοξο είναι ότι η κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον επιχειρεί, εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης των τελευταίων 80 χρόνων κι ενώ χιλιάδες εργαζόμενοι χάνουν καθημερινά τη δουλειά τους, να προωθήσει την πολιτική της λεγόμενης «γενικής αξιοπιστίας», η οποία βασίζεται στην ένταξη περισσότερων στην αγορά εργασίας.
Πρόκειται για εκατομμύρια Βρετανούς, ανάμεσά τους και ανύπαντρες μητέρες, που δεν έχουν εργαστεί ποτέ και ζουν έως σήμερα αποκλειστικά από κρατικά επιδόματα και σε εργατικές κατοικίες.
Οικονομολόγοι του Σίτι προειδοποιούν πάντως ότι η αύξηση στα ποσοστά ανεργίας είναι απλώς η αρχή μιας αναπόφευκτης χειροτέρευσης στη αγορά εργασίας.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αναμένεται να το αντιμετωπίσουν οι νέοι, καθώς ήδη το ποσοστό της ανεργίας ανάμεσά τους φτάνει το 21%, το μεγαλύτερο από το 1992.