Τη ρήξη με την κυβέρνηση με αφορμή τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος αποφάσισαν σήμερα τα βρετανικά συνδικάτα ανακοινώνοντας ότι θα προχωρήσουν σε διαβουλεύσεις με τα μέλη τους ενόψει μια «μακράς και σκληρής» απεργιακής κινητοποίησης.

Τα Unison, Unite και GMB, τα μεγαλύτερα συνδικάτα που εκπροσωπούν εκατομμύρια εργαζομένους, καθώς και το συνδικάτο των πυροσβεστών, γνωστοποίησαν ότι θα ζητήσουν τη γνώμη των μελών τους για την πιθανότητα να προκηρύξουν νέα απεργία εντός του φθινοπώρου.

«Δεν έχουμε πια χρόνο να συζητάμε, η διαβούλευση με τα μέλη μας πρέπει να ξεκινήσει αμέσως», είπε ο Μπράιαν Στράτον, ο εθνικός γραμματέας των δημόσιων υπηρεσιών του συνδικάτου GMB μιλώντας κατά την τελευταία ημέρα του συνεδρίου της συνομοσπονδίας των βρετανικών συνδικάτων TUC.

Ο Στράτον απείλησε με ένα «μακρύ και σκληρό» αγώνα, με πολυήμερη απεργία από τα τέλη Νοεμβρίου μέχρι και το καλοκαίρι του 2012.

«Αυτή είναι η μάχη της ζωής μας», εκτίμησε από την πλευρά του ο Ντέιβ Πρέντις, ο γενικός γραμματέας της Unison, του μεγαλύτερου δημοσιοϋπαλληλικού συνδικάτου. Η μεταρρύθμιση αφορά όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών και του νοσηλευτικού προσωπικού.

Στα τέλη Ιουνίου τέσσερα συνδικάτα προκήρυξαν απεργία με αφορμή τη μεταρρύθμιση αυτή αλλά η Unison δεν συμμετείχε, αναμένοντας το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση.

Είχε απειλήσει όμως ότι θα οργάνωνε το φθινόπωρο «τη μεγαλύτερη απεργία από το 1926». Οι δημόσιοι υπάλληλοι αντιδρούν στο σχέδιο αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 66 έτη μέχρι το 2020 (από 60 που είναι σήμερα για τους περισσότερους), αλλά και στο πάγωμα των μισθών τους και την κατάργηση τουλάχιστον 330.000 θέσεων εργασίας μέχρι το 2015 στο πλαίσιο της δρακόντειας πολιτικής λιτότητας που ακολουθεί η κυβέρνηση.

Ένας εκπρόσωπος του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον χαρακτήρισε «απογοητευτικό» το κάλεσμα των συνδικάτων σε απεργίες σε μια περίοδο που η βρετανική οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα.

Πάντως ο Μπρένταν Μπάρμπερ, ο γενικός γραμματέας της TUC, διαβεβαίωσε ότι «η πόρτα παραμένει ανοιχτή» για διαπραγματεύσεις σημειώνοντας όμως ότι οι υπουργοί θα πρέπει να παρουσιάσουν «νέες ιδέες» για να υπάρξει μια πιθανότητα επιτυχίας των συνομιλιών.