Δεν είναι δα μυστικό ότι ο Βόρειος και ο Νότιος Πόλος αποτελούν δυο από τα πλέον επικίνδυνα και αφιλόξενα στον άνθρωπο μέρη του πλανήτη Γη, με τον κατάτι θερμότερο Βόρειο Πόλο να λογίζεται διαχρονικά ευκολότερος στόχος από την εξερεύνηση της Ανταρκτικής. Δεν είναι μόνο το δριμύ ψύχος που πνίγει τα πάντα στο παγωμένο πέπλο του, αλλά και οι ξαφνικές χιονοθύελλες που καταπίνουν το σύμπαν εντός τους. Οι μανιασμένοι άνεμοι που πνέουν και η έλλειψη φυσικών καταφυγίων και βλάστησης κάνουν ακόμα και σήμερα τις αποστολές στους Πόλους πανδύσκολες και επικίνδυνες, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τις αρχές του 20ού αιώνα! Αν μάλιστα προσθέσουμε τους κινδύνους που καραδοκούν διαρκώς σε κάθε βήμα, οι αποστολές στους Πόλους λογίζονται σωστές αυτοκτονίες. Παρά το εντελώς εχθρικό περιβάλλον όμως, ο άνθρωπος θέλησε να κατακτήσει τα παγωμένα σύνορα του πλανήτη μας εδώ και αιώνες, αν και το πλήρωσε με έναν ζοφερό φόρο αίματος…
Η Αποστολή της Νέας Γης
Γεννημένος το 1868 στην Αγγλία, ο Ρόμπερτ Φάλκον Σκοτ ήταν στη θάλασσα ήδη από 13 ετών, όταν υπηρετούσε ως ναυτικός δόκιμος πάνω σε καράβια. Εκεί θα περάσει τα εφηβικά χρόνια και την πρώτη νιότη του, αποκομίζοντας τέτοια εμπειρία που όταν η Βασιλική Γεωγραφική Εταιρία σκάρωσε την Εθνική Αποστολή στην Ανταρκτική του 1901-1904 τον έχρισε αυτομάτως επικεφαλής! Ο Σκοτ, στην αποστολή του οποίου ήταν μέλος και ο Έρνεστ Σάκλετον, έφτασε πράγματι εκεί που κανείς δεν είχε διανοηθεί ότι θα μπορούσε να φτάσει. Κι έτσι στη δεύτερη εκστρατεία του στην Ανταρκτική θέλησε να αγγίξει τον Νότιο μαγνητικό Πόλο, ως ο πρώτος ποτέ άνθρωπος που θα έκανε κάτι τέτοιο. Ο Σκοτ και το πολύπειρο πλήρωμά του επιβιβάστηκαν λοιπόν στο φαλαινοθηρικό «Terra Nova» και απέπλευσαν τον Ιούνιο του 1910, φτάνοντας τον Οκτώβριο στις ακτές της παγωμένης ηπείρου πλήρως εξοπλισμένοι με μηχανικά έλκηθρα, άλογα και σκυλιά. Έλκηθρα και άλογα επέστρεψαν βέβαια άμεσα στη βάση, καθώς δεν μπορούσαν να αντέξουν τις κακουχίες και μέχρι τον Δεκέμβριο την αποστολή εγκατέλειψαν και τα σκυλιά, αφήνοντας πέντε άντρες μόνους και αβοήθητους να παλεύουν με το ακατόρθωτο. Όταν έφτασαν μάλιστα στον Νότιο Πόλο στις 17 Ιανουαρίου 1912, έμαθαν από πρώτο χέρι ότι ένας νορβηγός εξερευνητής τους είχε προλάβει κατά 34 ημέρες! Ήταν ο Ρόαλντ Αμούνδσεν που είχε κόψει πρώτος το νήμα της κατάκτησης. Αποκαρδιωμένοι, πήραν τον μακρύ και δύσκολο δρόμο του γυρισμού, αν και κανείς τους δεν θα τα κατάφερνε. Μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου είχε ήδη χαθεί ο πρώτος της τραγικής πεντάδας και στα μέσα Μαρτίου ο δεύτερος αποφάσισε να εγκαταλείψει την ομάδα, καθώς τα κρυοπαγήματά του αποτελούσαν φρένο για την αποστολή: αποχαιρέτισε τους συντρόφους του και τράβηξε μόνος προς τον σίγουρο θάνατό του. Στις 29 Μαρτίου 1912, λιγότερο από 20 χιλιόμετρα μακριά από τη βάση τους, ο Σκοτ και οι δύο άντρες του άφησαν την τελευταία τους πνοή καταβεβλημένοι από την πείνα και τις ανείπωτες κακουχίες. Οι σοροί τους και το ημερολόγιο του Σκοτ ανασύρθηκαν κάπου 8 μήνες μετά τον θάνατό τους…
Πού πάει ο νορβηγός ζωολόγος;
Ήταν το 1898 όταν ένας 28χρονος νορβηγός ζωολόγος ονόματι Νικολάι Χάνσον απέπλευσε από την Αγγλία με κατεύθυνση την Ανταρκτική. Ο νεαρός επιστήμονας έπεσε βαριά άρρωστος στο ταξίδι, όταν ωστόσο το καράβι έδεσε κοντά στις ακτές της Ανταρκτικής συνήλθε μαγικά και πήρε έτσι μέρος στην επιστημονική αποστολή. Όσο έπεφτε όμως ο βαρύς χειμώνας, τα προβλήματα της υγείας του πολλαπλασιάστηκαν, αν και ο ίδιος δεν σκεφτόταν καν την επιλογή να εγκαταλείψει την εκστρατεία. Κατάφερε μάλιστα να επιβιώσει μέσα στο καταχείμωνο και να τη βγάλει καθαρή όλο το καλοκαίρι, αφήνοντας τα εγκόσμια στις 14 Οκτωβρίου 1899. Η δική του πρωτιά θα ήταν μακάβρια: ήταν πράγματι ο πρώτος άνθρωπος που θα ενταφιαζόταν στην Ανταρκτική. Ο τάφος του μάλιστα, φιλοτεχνημένος από χαλαζία και έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό, χρησιμοποιήθηκε ως τροχιοδεικτικό από τις επόμενες εξερευνητικές αποστολές. Το μνήμα του ήταν το πρώτο ανθρώπινο μνημείο της παγωμένης ηπείρου…
Η χαμένη αποστολή του σερ
Γεννημένος στην Αγγλία το 1786, ο σερ Τζον Φράνκλιν εντάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό ήδη από τα 14 του και είδε πολεμική δράση κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους αλλά και αργότερα. Ο βαρύς τραυματισμός του το 1812 τον ανάγκασε όμως να στραφεί σε άλλες πιο ευγενείς δραστηριότητες και το γύρισε πια σε εξερευνητικές αποστολές. Αφού όργωσε τον καναδικό Αρκτικό Κύκλο και έψαξε για καιρό το μυθικό Βόρειο Πέρασμα, πήρε μέρος σε αναρίθμητες αποστολές και χαρτογράφησε απάτητες περιοχές της Αρκτικής. Πριν φτάσουμε στη δεκαετία του 1820, ο ευγενής έχασε το ενδιαφέρον του ως εξερευνητής, αν και η μοίρα δεν είχε πει ακόμα τον τελευταίο της λόγο: λίγο πριν από τα 60 χρόνια ζωής, αποφάσισε να πάρει μέρος σε μια τελευταία αποστολή ολοκλήρωσης του χάρτη του Βορειοδυτικού Περάσματος της Αρκτικής, καθώς έμεναν ανεξερεύνητα και αχαρτογράφητα καμιά 500αριά χιλιόμετρα από τα βόρεια του Καναδά ως την Αρκτική, μια περιοχή που κανείς δεν ήξερε σαν τον Φράνκλιν. Κι έτσι στις 19 Μαΐου 1845 ο Φράνκλιν και οι 134 άντρες του επιβιβάστηκαν σε δύο καράβια και ξεκίνησαν για τη στερνή αυτή περιπέτειά τους. Τελευταία φορά που τους είδε μάτι Δυτικού ήταν κάτι φαλαινοθηρικά στα ανοιχτά του Καναδά. Ό,τι ακολούθησε έγινε γνωστό από αποσπασματικές διηγήσεις των Ινουίτ, απ’ όπου πληροφορήθηκε ο πολιτισμένος κόσμος με αποτροπιασμό ότι η αποστολή είχε επιδοθεί σε κανιβαλισμούς για να επιβιώσει. Μόλις το 1980 ανασύρθηκαν τρία πτώματα της αποστολής, τα οποία περιείχαν εντός τους υψηλές συγκεντρώσεις μολύβδου, απ’ όπου συμπέραναν οι αναλυτές ότι πρέπει να πέθαναν από δηλητηρίαση που προκλήθηκε από τις κονσέρβες των τροφίμων. Η καναδική κυβέρνηση εξουσιοδότησε γιγαντιαία επιχείρηση το 2014, από την οποία εντοπίστηκε το ένα από δύο πλοία στα ανοιχτά καναδικού νησιού…
Ο Σάκλετον και οι όχι και τόσο τυχεροί προμηθευτές του
Η Αυτοκρατορική Δια-Ανταρκτική Αποστολή του σερ Έρνεστ Σάκλετον παραμένει ένα από τα ορόσημα της λεγόμενης «ηρωικής εποχής των εξερευνήσεων», ένας υπεράνθρωπος άθλος δηλαδή που δεν έχει όμοιό του στην ιστορία των αρκτικών αποστολών. Ο περίφημος εξερευνητής ξεκίνησε την 1η Αυγούστου 1914 για τη νέα του αποστολή στην Ανταρκτική, που τώρα έψαχνε να τη διασχίσει από θάλασσα σε θάλασσα περνώντας από τον Νότιο μαγνητικό Πόλο, αν και το πλοίο του παγιδεύτηκε στον πάγο, ο οποίος το συνέθλιψε κυριολεκτικά. Η ομάδα των 28 αντρών εγκατέλειψε το καράβι τον Οκτώβριο του 1915 και ζούσε τώρα πάνω σε ένα κομμάτι πάγου που επέπλεε αδέσποτο στο νερό. Εκεί παρέμειναν μέχρι τον Απρίλιο του 1916(!), όταν ο Σάκλετον χώρισε την ομάδα του σε τρεις σωσίβιες λέμβους και αποβιβάστηκαν μία εβδομάδα αργότερα στο ακατοίκητο και αφιλόξενο Νησί του Ελέφαντα. Ξέροντας ότι κανείς δεν θα καταφτάσει σε βοήθεια, ο Σάκλετον και μια χούφτα άντρες θαλασσοδάρθηκαν για 16 μέρες μέσα στη σωστική λέμβο, αγγίζοντας τελικά τη Νήσο South Georgia, αφού κάλυψαν περισσότερα από 1.500 χιλιόμετρα, όπου και μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τον ασύρματο φαλαινοθηρικού σταθμού. Στις 25 Αυγούστου 1916, ο Σάκλετον επέστρεψε στο αφιλόξενο Νησί του Ελέφαντα για να σώσει και την υπόλοιπη αποστολή της Ανταρκτικής, έχοντας πια τη βοήθεια της κυβέρνησης της Χιλής. Εντελώς αναπάντεχα, στις 21 Μαΐου 1916 και οι 28 άντρες βγήκαν ζωντανοί από την απίστευτη περιπέτεια των δύο ετών! Και πού είναι η τραγωδία εδώ; Την ώρα που κανένας από την αρχική αποστολή του Σάκλετον δεν πέθανε, άλλοι άνθρωποι που συμμετείχαν στην εκστρατεία υποστηρίζοντάς την υλικοτεχνικά την δεν θα αποδεικνύονταν τόσο τυχεροί. Η δεκαμελής ομάδα που ανέλαβε τον ανεφοδιασμό της αποστολής του Σάκλετον, οι γενναίοι του Aeneas Mackintosh δηλαδή, κατέφτασαν τον Ιανουάριο του 1916 στα ανοιχτά της Ανταρκτικής με σκοπό να φυτέψουν τόνους εφοδίων ανά 100 χιλιόμετρα. Και το δικό τους καράβι εγκλωβίστηκε όμως στους πάγους και αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Κι αυτό γιατί μην ξέροντας πως η αποστολή του Σάκλετον είχε ματαιώσει τον στόχο της μένοντας εγκλωβισμένη στους πάγους, η υποστηρικτική ομάδα έβαλε σκοπό ζωής να αφήσει τις προμήθειες στα προκαθορισμένα σημεία πιστεύοντας πως οι ζωές των αντρών του Σάκλετον εξαρτιόνταν από αυτούς. Η ομάδα κατάφερε έπειτα από απίστευτες περιπέτειες στο έσχατο αυτό σύνορο του κόσμου να αφήσει τις προμήθειες ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο σημείο της διαδρομής, αν και θα το πλήρωνε με τη δική της ζωή. Χτυπημένη από σκορβούτο αλλά και τις απίστευτες κακουχίες του παγωμένου τοπίου, τρία από τα μέλη της άφησαν την τελευταία τους πνοή στις ερημιές της Ανταρκτικής. Οι υπόλοιποι εφτά κατέφτασαν μαγικά στη Νέα Ζηλανδία στις 9 Φεβρουαρίου 1917, μόνο και μόνο για να μάθουν ότι ο Σάκλετον και η αποστολή του δεν είχαν καν αποβιβαστεί στην Ανταρκτική, κάνοντας τη θυσία τους μάταιη…
Ο Ντάγκλας Μόσον και η ασύλληπτη περιπέτειά του
Ο αυστραλός γεωλόγος Ντάγκλας Μόσον, ένας από τους τέσσερις βασικούς εξερευνητές της Ανταρκτικής κατά την ηρωική εποχή της ανθρώπινης κατάκτησής της (τους άλλους τρεις τους είδαμε ήδη: Ρόμπερτ Φάλκον Σκοτ, Έρνεστ Σάκλετον και Ρόαλντ Αμούνδσεν), αφού απέρριψε την ευκαιρία να συμμετέχει στη μοιραία αποστολή του Σκοτ το 1910(!), ξεκίνησε με τη δική του ομάδα τον Δεκέμβριο του 1911 και έδεσε σε ένα εντελώς απάτητο και δύσβατο σημείο της ηπείρου τον Ιανουάριο του 1912. Ο γεωλόγος χώρισε την ομάδα του στα τέσσερα και ο ίδιος ηγήθηκε δύο αντρών με σκοπό να παρατηρήσουν τους παγετώνες (όλη η αποστολή είχε επιστημονικό χαρακτήρα). Ο Μόσον, ένας βρετανός υπολοχαγός και ένας ελβετός δικηγόρος με κανένα προσόν για την αλπική αυτή περιπέτεια ξεκίνησαν στις 10 Νοεμβρίου 1912 με 16 σκυλιά, με τα οποία κάλυψαν περισσότερα από 500 χιλιόμετρα μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου, όταν άρχισαν τα αναπάντεχα προβλήματα. Ο άγγλος αξιωματικός έπεσε σε ένα βαθύ χαντάκι με τη μία από τις δυο ομάδες των σκυλιών και το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών, κι έτσι οι δύο άλλοι δεν είχαν επιλογή παρά να επιστρέψουν στη βάση καλώντας σε βοήθεια. Στον δρόμο της επιστροφής έφαγαν μερικά σκυλιά, χτυπήθηκαν από αλλεπάλληλες χιονοθύελλες και μαστίστηκαν από πολλές αναποδιές. Στις 5 Ιανουαρίου 1913, ο Μόσον έγραψε στο ημερολόγιό του ότι κομμάτια του δέρματός του έβγαιναν από τα πόδια του. Αν και για τον δικηγόρο τα πράγματα ήταν σαφώς χειρότερα: έπαθε ντελίριο και πέθανε τελικά από τις κακουχίες στις 8 του μήνα. Ο Μόσον συνέχισε μόνος και χωρίς σοβαρές προμήθειες την οδύσσεια της επιστροφής, φτάνοντας την 1η Φεβρουαρίου σε ένα καταφύγιο κάπου 15 χιλιόμετρα μακριά από τη βάση. Εκεί αντίκρισε τρία πορτοκάλια και έναν ανανά και, όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, έκλαψε από τη χαρά του που έβλεπε κάτι που δεν ήταν άσπρο εδώ και αρκετές βδομάδες. Όταν έφτασε στις ακτές στις 8 Φεβρουαρίου, είδε το πλοίο να φεύγει. Και καθώς ήταν αδύνατο να γυρίσει πίσω, ο Μόσον πέρασε άλλον έναν χειμώνα στην Ανταρτική με τους έξι πια άντρες του πριν διασωθούν τελικά τον Δεκέμβριο του 1913!