Ο πρόεδρος της αυτοανακηρυγμένης δημοκρατίας της Νότιας Οσετίας, την οποία η Γεωργία θεωρεί πάντοτε επαρχία της, δήλωσε σήμερα ότι σχεδιάζει τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος κατά το υπόδειγμα εκείνου στην Κριμαία για την ένταξη της περιοχής στη Ρωσική Ομοσπονδία, προκαλώντας μια οργισμένη αντίδραση από το Τμπιλίσι, ενώ το ζήτημα αναμένεται να προκαλέσει νέα κρίση στις σχέσεις της Μόσχας με τη Δύση.
Ο Λέονιντ Τίμπιλοφ, ο πρόεδρος της Νότιας Οσετίας, είπε ότι έχουν αρχίσει προετοιμασίες για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος κατά τη διάρκεια μιας συνάντησής του με τον Βλάντισλαβ Σούρκοφ, έναν σύμβουλο του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, χθες Δευτέρα, παρά την έλλειψη ενθουσιασμού από μέρους του Κρεμλίνου.
Η εκπρόσωπός του, Ταμάρα Κελεχσάγεβα, δήλωσε σήμερα στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι «ο πρόεδρος (της Νότιας Οσετίας) ανέλαβε χθες πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος».
Ο Τίμπιλοφ, σύμφωνα με μια ανακοίνωση που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες το βράδυ, μετά τη συνάντησή του με τον Σούρκοφ, τόνισε πως «η σημερινή πολιτική πραγματικότητα είναι τέτοια που πρέπει να κάνουμε την ιστορική μας επιλογή και να επανενωθούμε με την αδελφή Ρωσία ώστε να εξασφαλίσουμε την ασφάλεια και την επιτυχία της δημοκρατίας μας και του λαού μας για πολλούς αιώνες».
«Το δημοψήφισμα, για το θετικό αποτέλεσμα του οποίου δεν έχω καμιά αμφιβολία, θα μας επιτρέψει να ενώσουμε τον λαό μας», ανέφερε ο ίδιος. Ο Τίμπιλοφ δεν προσδιόρισε την ημερομηνία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος κι επισήμανε ότι η απόφαση για το πώς θα μπορούσε να προχωρήσει μια διαδικασία ένωσης της Νότιας Οσετίας έπειτα από ένα δημοψήφισμα θα ληφθεί σε συνεννόηση με το Κρεμλίνο.
Η Γεωργία και η Ρωσία είχαν εμπλακεί σε έναν σύντομο πόλεμο για τη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία—άλλη μια περιοχή όπου επικρατούν οι αυτονομιστές—το 2008. Μετά το τέλος του πολέμου η Μόσχα, οι δυνάμεις της οποίας κατίσχυσαν, αναγνώρισε τις δύο περιοχές ως ανεξάρτητες χώρες, αν και οι περισσότερες άλλες χώρες σε διεθνές επίπεδο δεν το έχουν πράξει.
Η πρωτοβουλία του προέδρου της Νότιας Οσετίας καταγράφεται σε μια συγκυρία που οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση παραμένουν τεταμένες λόγω της κρίσης στην Ουκρανία και λόγω της απόφασης του Κρεμλίνου να εξαπολύσει μια εκστρατεία αεροπορικών πληγμάτων στη Συρία για να βοηθήσει το καθεστώς του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.
Η κίνηση αυτή θυμίζει εκείνη των αρχών της Κριμαίας πέρυσι, όταν διεξήχθη ένα δημοψήφισμα για την ένταξη της περιοχής στη Ρωσία μετά την κατάληψη της χερσονήσου από τις ρωσικές δυνάμεις σε μια ουσιαστικά αναίμακτη επιχείρηση, μετά την πτώση του φιλορώσου προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς έπειτα από την εξέγερση που ξέσπασε εναντίον του στο Κίεβο.
Τα επίσημα αποτελέσματα είχαν δείξει πως η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών της Κριμαίας τάχθηκαν υπέρ της ένωσης με τη Ρωσία. Η Δύση χαρακτήρισε το δημοψήφισμα εκείνο παράνομο και συνεχίζει να θεωρεί την Κριμαία τμήμα της Ουκρανίας.
Η κυβέρνηση της Γεωργίας καταδίκασε το σχέδιο αυτό της Νότιας Οσετίας, κάνοντας λόγο για μια «προκλητική» κίνηση της Ρωσίας, κρίνοντας ότι θα αφυπνίσει τους δυτικούς της εταίρους για μια παραβίαση, όπως σημείωσε, του διεθνούς δικαίου.
«Απλώς επιβεβαιώνει την προκλητική πολιτική που ακολουθεί η Ρωσία στη Νότια Οσετία. Αποτελεί συνέχιση της πολιτικής της Ρωσίας», η οποία προβλέπει την «επιβολή “αργής κατοχής”», ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Γεωργίας Γκίγκι Γκιγκιάτζε σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους.
Η Νότια Οσετία, μια κυρίως γεωργική περιοχή με πληθυσμό περίπου 50.000 ανθρώπων, ήδη έχει αρχίσει μια διαδικασία ενσωμάτωσης στη Ρωσία. Χρησιμοποιεί το ρωσικό ρούβλι, φιλοξενεί μια ρωσική στρατιωτική βάση και μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού της χρηματοδοτείται από τη Μόσχα.
Η κυβέρνηση της Γεωργίας θεωρεί τον Τίμπιλοφ εκπρόσωπο «του καθεστώτος της ξένης κατοχής» σε μια επαρχία της, θέση που τηρεί και σε ό,τι αφορά την Αμπχαζία, και καταδικάζει τις κινήσεις για την ολοκλήρωση της Νότιας Οσετίας με τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Ερωτηθείς σχετικά με τις δηλώσεις του Τίμπιλοφ, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ περιορίστηκε να δηλώσει πως «είναι γνωστό ότι υπάρχουν πολλοί υποστηρικτές της ένταξης της Νότιας Οσετίας στη Ρωσία», απέφυγε ωστόσο να απαντήσει ερωτηθείς πώς θα αντιδρούσε το Κρεμλίνο σε μια τέτοια ψηφοφορία.