Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες φωτογραφίες του πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος-Καν, ιδρωμένου και με εμφανή τα σημάδια της κακουχίας στο πρόσωπό του, το βράδυ της Κυριακής, έξω από την Μονάδα Ειδικών Θυμάτων του αστυνομικού τμήματος της Νέας Υόρκης, κάποιοι το χαρακτήρισαν απολύτως αντιδημοκρατικό, σχολιάζει το Reuters.

Η πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της Γαλλίας, Ελιζαμπέτ Γκιγκού, χαρακτήρισε «απολύτως αηδιαστική» τη δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση πριν ακόμη από τη δίκη του Στρος-Καν. Και ένας άλλος γάλλος πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, ο Ρομπέρ Μπαντιντέρ, σχολίασε ότι ο πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ «θανατώθηκε από τα μίντια».

Σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές χώρες, η πολιτική της μεταφοράς με χειροπέδες ενός υπόπτου σε δημόσιο χώρο είναι σκληρή, λέει η Λόρι Λίβενσον, καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Loyola στο Λος Άντζελες. «Υπάρχουν όρια σε άλλες χώρες», προσθέτει.

Στη Βρετανία και τη Γαλλία, οι ύποπτοι συχνά μεταφέρονται στο δικαστήριο με οχήματα με σκούρα τζάμια, ώστε να είναι αδύνατο για τους δημοσιογράφους που περιμένουν να διακρίνουν ποιός βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο.

Ωστόσο, η μεταφορά υπόπτων ενώπιον των εκπροσώπων του Τύπου είναι στις ΗΠΑ μία συνήθης διαδικασία εδώ και χρόνια.

Κυβερνητικοί αξιωματούχοι από την εποχή ακόμα που επικεφαλής του FBI ήταν ο Έντγκαρ Χούβερ, τη δεκαετία του ΄20, χρησιμοποιούν αυτή την τακτική για να ενισχύσουν τη λαϊκή στήριξη προς τους εισαγγελείς. Ο Χούβερ, μάλιστα, είχε φροντίσει ώστε οι δημοσιογράφοι να είναι παρόντες τη στιγμή της σύλληψης των μαφιόζων Άλβιν Κάρπις και Χάρι Κάμπελ και να τους φωτογραφήσουν.

Στο πιο πρόσφατο παρελθόν, ο αμερικανός πρώην υφυυπουργός Δικαιοσύνης, Ρούντολφ Τζουλιάνι, και πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης, εξέλιξε αυτή την τακτική. Ο Τζουλιάνι γνώριζε την αξία που έχει για τις δημόσιες σχέσεις, τουλάχιστον για τους εισαγγελείς, η εμφάνιση των κατηγορούμενων με χειροπέδες ενώπιον των δημοσιογράφων κατά τη μεταφορά τους.

Διεφθαρμένοι τραπεζίτες, έμποροι ναρκωτικών και μαφιόζοι, είχαν αυτή τη μεταχείριση στη διάρκεια της θητείας του Τζουλιάνι. Όλοι θυμούνται ότι ο Τζουλιάνι είχε κατευθύνει τους αστυνομικούς το 1987 να εισβάλουν στο χώρο συναλλαγών της εταιρίας Kidder, Peabody & Co. και να περάσουν χειροπέδες στον χρηματιστή Ρίτσαρντ Ουϊνγκτον οδηγώντας τον εκτός κτιρίου περνώντας μπροστά από τους υπόλοιπους υπαλλήλους. Μάλιστα, οι φωτογράφοι που βρίσκονταν εκεί απαθανάτισαν τον Ουϊνγκτον να κλαίει κατά τη μεταφορά του.

Υπονομεύεται το τεκμήριο της αθωότητας

Το πρόβλημα με τέτοιου είδους σενάρια είναι ότι ενδεχομένως να υπονομεύουν το τεκμήριο της αθωότητας του υπόπτου. To Αμερικανικό Εφετείο έκρινε το 2000 τη συνταγματικότητα της υπόθεσης. Στην υπόθεση Λάουρο εναντίον Τσαρλς, το εφετείο έκρινε ότι η δημόσια μεταφορά με χειροπέδες του υπόπτου είναι νόμιμη.

«Είναι σαν να στέλνεις κάποιον στη λαιμητόμο», λέει ο Έρνεστ Λιτζ, καθηγητής Νομικής και μελετητής της συγκεκριμένης πρακτικής μεταφοράς υπόπτων στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου του Μέμφις και προσθέτει ότι «τουλάχιστον εκείνοι που οδηγούνταν στη λαιμητόμο είχαν ήδη καταδικαστεί».

Πράγματι, στην περίπτωση του Ουϊνγκτον, ο ύποπτος απαλλάχθηκε των κατηγοριών που τον βάραιναν 3,5 μήνες μετά την απαγγελία τους. Για τα επόμενα 2,5 χρόνια συνεχίστηκε να ερευνάται η υπόθεση μέχρι που τελικά μπήκε στο αρχείο. Ο Ουϊνγκτον πέθανε το 2007 σε ηλικία 77 ετών.

Για να εξασφαλίσουν φωτογραφίες του Στρος-Καν οι δημοσιογράφοι, οι φωτογράφοι, αλλά και οι απλοί πολίτες περίμεναν επί 15 ώρες έξω από το αστυνομικό τμήμα, όπου μεταφέρθηκε. Περίμεναν μέχρι να εμφανιστεί ο άνθρωπος ο οποίος μέχρι πριν από μερικές ημέρες θεωρούνταν ο πιθανός επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας. Η δημόσια μεταφορά του έγινε από αστυνομικούς του τμήματος της Νέας Υόρκης πριν από την απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του την επόμενη μέρα για σεξουαλική επίθεση και απόπειρα βιασμού καμαριέρας στο ξενοδοχείο Sofitel της Νέας Υόρκης.

Αφού οι φωτογραφίες του έκαναν τον γύρο του κόσμου, ορισμένοι γάλλοι πολιτικοί και κάποιοι άλλοι εξέφρασαν την οργή τους απέναντι στο αμερικανικό αυτό «έθιμο».

Δεν είναι όμως αποκλειστικότητα των Αμερικανών. Σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι αρχές υποχρεώνουν τους υπόπτους να ομολογούν την πράξη τους μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες.

Μεξικανοί αξιωματούχοι συχνά εμφανίζουν τους ύποπτους για εμπόριο ναρκωτικών περιστοιχισμένους από δεσμίδες χρημάτων, όπλων και ναρκωτικών.

Στην Ταϊλάνδη, όσοι κατηγορούνται για κάποιο έγκλημα συχνά αναγκάζονται να κάνουν και αναπαράσταση του υποτιθέμενου εγκλήματος που διέπραξαν ενώπιον κοινού ή να εμφανιστούν με τη λεία που υποτίθεται ότι απέσπασαν.

Η Κίνα έχει παράδοση στις δημόσιες εμφανίσεις υπόπτων ως μέσον αποτροπής του εγκλήματος.

Οι αρχές συχνά προβάλλουν τις φωτογραφίες τόσο των υπόπτων όσο και των καταδικασθέντων στην τηλεόραση για να δείξουν στο λαό πόσο σκληρά αντιμετωπίζουν το έγκλημα.

Ωστόσο, το υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας της Κίνας ανακοίνωσε ότι θα απαγορεύσει τη δημόσια μεταφορά υπόπτων μετά την “παρέλαση της ντροπής” κατηγορούμενων για πορνεία που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από ακτιβίστριες των δικαιωμάτων των γυναικών.

Στη Νότια Κορέα, η αστυνομία και οι εισαγγελείς εκθέτουν τους υπόπτους που είναι δημόσια πρόσωπα, αλλά και συχνά αφήνουν να διαρρεύσουν στον Τύπο πληροφορίες που αφορούν στην έρευνα, παρότι βάσει νόμου ακόμη κι οι καταδικασμένοι για κάποιο αδίκημα ή κακούργημα μπορούν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη αν θεωρούν ότι οι αποκαλύψεις έχουν σπιλώσει το όνομά τους.

Διαβάστε όλες τις εξελίξεις για τον Ντομινίκ Στρος Καν εδώ