Για πρώτη φορά μετά από 1.900 χρόνια, οι επιστήμονες κατάφεραν να διαβάσουν ένα αρχαίο κείμενο που χρονολογείται από την περίοδο ακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το ιστορικό αυτό κείμενο ήταν γραμμένο σε πάπυρο, ένα υλικό παρόμοιο με το χαρτί, φτιαγμένο από το «μεδούλι» του φυτού πάπυρος και βρέθηκε στην έρημο της Ιουδαίας.
Το κείμενο αποτελείται από 133 γραμμές στην αρχαία ελληνική γλώσσα και αφορά μια δικαστική υπόθεση περί «σύνθετης φορολογικής απάτης» που διαπράχθηκε από δύο Εβραίους κατά το πρώτο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ.
Στο κείμενο γίνεται αναφορά σε έναν από τους κατηγορούμενους, ο οποίος «μπορεί να εξαγοραστεί φθηνά» και έχει ιστορικό «βίας, στάσεων και ληστειών».
Ο συνεργός του φέρεται να είχε «παράγει πλαστά νομίσματα», ωστόσο μεγάλα τμήματα του παπύρου λείπουν ή είναι κατεστραμμένα.
«Το έγγραφο είναι πολύ κατεστραμμένο στο τέλος», δήλωσε η ιστορικός Δρ Άννα Ντόλγκανοφ από την Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών στην Daily mail. «Ωστόσο, έχουμε σαφή εικόνα της ποινικής υπόθεσης από την πλευρά της κατηγορίας και η φοροδιαφυγή είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η φορολογία στην ανθρώπινη ιστορία», συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, πρόκειται για την πληρέστερη νομική υπόθεση της Ρωμαϊκής περιόδου στην Ιουδαία, μετά τη δίκη του Ιησού.
Ο κοκκινωπός πάπυρος, περίπου στο μέγεθος σελίδας Α4, ανακαλύφθηκε το 2014, όμως η «περίπλοκη αποκρυπτογράφηση» του κειμένου διήρκεσε πάνω από μια δεκαετία.
«Αυτή είναι η πληρέστερη νομική υπόθεση από τη Ρωμαϊκή Ιουδαία, μετά τη δίκη του Ιησού», ανέφερε ο Δρ Άβνερ Άκερ από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο.
Παρά το μεγάλο κενό στο κέντρο, οι ειδικοί κατάφεραν να μεταφράσουν αρκετό κείμενο ώστε να ανασυνθέσουν με λεπτομέρεια τα γεγονότα.
Η υπόθεση αφορά μια δικαστική διαδικασία εναντίον δύο κατηγορουμένων, του Γεδαλία και του Σαούλ, οι οποίοι κατηγορούνται για πλαστογράφηση εγγράφων σχετικά με την πώληση και την απελευθέρωση δούλων.
Η πώληση αυτή δεν ήταν μόνο εικονική, χωρίς τη μεταβίβαση χρημάτων, αλλά και δεν είχε δηλωθεί σωστά.
«Αυτός ο πάπυρος καταγράφει μια ρωμαϊκή ποινική δίκη Εβραίων με φερόμενο ιστορικό στάσεων και ληστειών», δήλωσε η Δρ Ντόλγκανοφ.
«Ο Σαούλ οργάνωσε μια εικονική πώληση δούλων σε έναν συνεργό του και αργότερα απελευθέρωσε έναν από αυτούς, χωρίς να καταβάλει τους αντίστοιχους ρωμαϊκούς φόρους. Η πλαστογράφηση εγγράφων και η φοροδιαφυγή θεωρούνταν σοβαρά εγκλήματα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με ποινές καταναγκαστικής εργασίας ή ακόμη και εκτέλεσης», συμπλήρωσε.
Οι συνωμότες φαίνεται να είχαν βαθιά γνώση της ρωμαϊκής νομοθεσίας και διοίκησης, την οποία εκμεταλλεύτηκαν προς όφελός τους.
Η υπόθεση καταγράφεται στον πάπυρο από την πλευρά των Ρωμαίων κατηγόρων, οι οποίοι προετοίμαζαν τη δίκη και ανέλυαν τη δύναμη των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών των κατηγορουμένων.
Ο Γεδαλίας, που πιθανώς προερχόταν από μια αξιοσέβαστη οικογένεια και ίσως ήταν Ρωμαίος πολίτης, κατηγορούνταν επίσης για εγκλήματα όπως βία, εκβιασμό και υποκίνηση σε εξέγερση.
Ο «φίλος και συνεργός» του, Σαούλ, γνωστός για την παραχάραξη νομισμάτων, ενδέχεται να προσπαθούσε να αποφύγει φόρους για τους δικούς του δούλους.
Μπορεί ακόμη και να εμπλεκόταν σε παράνομο εμπόριο νεογέννητων δούλων ή σε μυστικό δουλεμπόριο πέρα από τα αυτοκρατορικά σύνορα.
Εναλλακτικά, η εξήγηση μπορεί να ήταν απλούστερη, με κίνητρο την αποφυγή φόρων και το κέρδος μέσω απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων από τους Ρωμαίους.
Όταν οι ρωμαϊκές αρχές υποψιάστηκαν, οι κατηγορούμενοι φέρεται να προσπάθησαν να δωροδοκήσουν το τοπικό δημοτικό συμβούλιο για προστασία.
Η ταυτότητα των κατηγόρων παραμένει άγνωστη, αλλά πιθανότατα ήταν αξιωματούχοι της ρωμαϊκής φορολογικής διοίκησης, σύμφωνα με τη Δρ Ντόλγκανοφ και τους συναδέλφους της.
«Το κείμενο αναφέρει επίσης έναν πληροφοριοδότη που κατήγγειλε τους κατηγορούμενους στις ρωμαϊκές αρχές», αναφέρεται στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Tyche.
Δυστυχώς, πολλές λεπτομέρειες της υπόθεσης παραμένουν άγνωστες, όπως η ακριβής τοποθεσία ή η τελική μοίρα του Γεδαλία και του Σαούλ, οι οποίοι αλληλοκατηγορούνταν.