Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να κυβέρνησε στις ΗΠΑ μόλις τέσσερα χρόνια, αλλά σχεδόν εδώ και μία δεκαετία εκείνος ορίζει τις πολιτικές εξελίξεις, ακόμα και όταν δεν το επιδιώκει, αφού οι μισοί Αμερικανοί τον λατρεύουν.

Το να υποστηρίξει κανείς ότι η λατρεία στο πρόσωπο του Τραμπ σχετίζεται με τα περί ρατσισμού, ξενοφοβίας και μισογυνισμού θα ήταν μάλλον υπεραπλούστεση, από τη στιγμή που ο πρώην πρόεδρος ορίζει την ατζέντα και με ένα νεύμα του. Εφαρμόζοντας αντίστροφα το ρητό του Μπιλ Κλίντον «οι Δημοκρατικοί θέλουν να τους ερωτευτείς, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί να τους υπακούσεις», εκμεταλλεύεται τη μοναδική ιστορική ευκαιρία που παρουσιάστηκε.

Παράγει πολιτική από τον λαό για το κράτος και όχι το ανάποδο, όπως γίνεται εδώ και μισό αιώνα στην Αμερική. Αυτό, φυσικά, έχει θετικά και αρνητικά, αλλά πετυχαίνει, επειδή επενδύει στους κατάλληλους τομείς, κάτι που γνωρίζει εκ πείρας, ως επιχειρηματίας.

Αρχικά, διαθέτει ισχυρή βάση που εκφράζεται και κομματικά, λόγω του συστήματος εκλογής υποψηφίων προέδρων. Στις εκάστοτε προκριματικές εκλογές, ο πρώτος και τελευταίος λόγος βρίσκεται στους ψηφοφόρους και όχι στους κομματικούς μηχανισμούς. Έτσι, ικανοποιεί τα θέλω των ψηφοφόρων, από τη στιγμή που οι πρώτοι θα διαμορφώσουν την επόμενη μέρα στο κόμμα.

Κάτι αντίστοιχο επιχείρησε στους Δημοκρατικούς η αριστερή πτέρυγα του Μπέρνι Σάντερς το 2016 και 2020, εντούτοις η προσπάθεια απέτυχε, έπειτα από εμπόδια που έβαλε η παραδοσιακή ηγεσία του κόμματος, καθώς προτίμησε να χάσει ψηφοφόρους, παρά την εξουσία.

Η γλώσσα του λαού

Πέρα από τον έλεγχο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ο Τραμπ φροντίζει να μιλάει τη γλώσσα του λαού, χωρίς ίχνος ντροπής ή καθωσπρεπισμού, σε αντίθεση με τους αντιπάλους του -εντός ή εκτός κόμματος- που κωλύονται.

Παραδείγματος χάριν, το 2016 επέτρεψε σε συγκεντρώσεις του να εμφανίζονται λαϊκά σκίτσα του, memes ή ανάλογες εικόνες, επειδή «αυτό ήθελε το κοινό του». Ανάλογες απόπειρες στους Δημοκρατικούς σταμάτησαν άμεσα, ύστερα από αντιδράσεις για λαϊκισμό και υποβάθμιση της πολιτικής ζωής.

Επίσης, οι επιθέσεις στους εχθρούς του γίνονται με επιχειρήματα και εκφράσεις που θα χρησιμοποιούσε ο ψηφοφόρος του. Αυτό τον φέρνει ακόμη πιο κοντά στο κοινό του, καθώς δεν μένει στο χάιδεμα αυτιών, αλλά χτίζει σχέση φιλίας μαζί του.

Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα των μεταναστών. Οι ΗΠΑ δεν είναι μόνο ένα τεράστιο κράτος, αλλά μια ήπειρος που κυβερνάται από μία κυβέρνηση. Κάτοικοι της χώρας που προέρχονται από μετανάστες που έφτασαν εκεί πριν από 30, 40 ή και 50 χρόνια περιγράφουν τους εαυτούς τους ως Αμερικανούς και όχι ως ξένους. Τι κάνει ο Τραμπ γι’ αυτό; Τους αποκαλεί Αμερικανούς πολίτες και τονίζει ότι τα προβλήματά τους είναι όμοια με εκείνα του υπόλοιπου λαού. Αντιθέτως, οι Δημοκρατικοί τους λένε μετανάστες που έχουν ζητήματα προσαρμογής.

«Κατάγομαι από οικογένεια Λατίνων, αλλά προσδιορίζομαι ως Αμερικανός. Μόνο η γιαγιά και η μαμά μου, που είναι μεγάλες σε ηλικία, θεωρούν ότι είμαστε ξένοι στη χώρα» είπε στο Reuters ένας νεαρός κάτοικος των ΗΠΑ, που δηλώνει υποστηρικτής του Τραμπ. Συνεχίζοντας, πρόσθεσε πως «οι δικοί μου θεωρούν ντροπή που ψηφίζω Τραμπ. Στις συγκεντρώσεις του, όμως, γνώρισα και άλλα άτομα σαν εμένα, που λέμε πως είμαστε Αμερικανοί. Εκεί μας βλέπουν έτσι, όχι σαν ξένους που μόλις πατήσαμε πόδι στη χώρα».

«Ο Τραμπ κάνει πολλούς Αμερικανούς να νιώθουν “ορατοί”» έγραψε ο «Economist» σε σχετικό άρθρο, αναφέροντας -μεταξύ άλλων- ότι δεν διστάζει, παρά τη μεγάλη περιουσία του, να φορέσει στολή οδοκαθαριστή ή εκείνη εργαζομένου στα McDonald’s.

Ο ελέφαντας στο δωμάτιο

Ο Τραμπ, πέρα από τις παραπάνω στρατηγικές, φροντίζει να χτυπάει το πολιτικό σύστημα στα ευαίσθητα σημεία του, που δεν είναι άλλα από τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Δηλαδή, τα προβλήματα που όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν, αλλά κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη.

Φυσικά, ούτε ο Τραμπ το κάνει, αλλά φροντίζει να τη φορτώσει αλλού, κάτι που δεν έκανε κανείς για δεκαετίες. Π.χ., από τη στιγμή που εκλέχτηκε ο Ομπάμα, ποτέ δεν κατηγόρησε έκτοτε ανοιχτά τον Μπους για το χάος στο Αφγανιστάν. Αντιθέτως, έκανε γαργάρα το μπάχαλο που παρέλαβε.

Ο Τραμπ, όμως, ευθέως επιτέθηκε στον Μπάιντεν όταν αποσύρθηκαν άτακτα τα στρατεύματα από τη χώρα της Μέσης Ανατολής, παρότι ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος υπέγραψε την άτακτη υποχώρηση. Έτσι, έθεσε το εξής δίλημμα στον αντίπαλό του: Είτε θα αποδεχόταν τις κατηγορίες του Τραμπ και ταυτόχρονα ότι η αμερικανική πολιτική απέτυχε εκεί είτε θα αναλάμβανε την ευθύνη για να μην πλήξει το κράτος, που έχει συνέχεια και δεν περιορίζεται σε αυτόν.

Ανεξάρτητα από τις αληθινές προθέσεις του, ο Τραμπ αντιμετωπίζεται ως Θεός από τους μισούς Αμερικανούς, επειδή συμπεριφέρεται όπως εκείνοι θα ήθελαν, αν είχαν την εξουσία. Παράλληλα, αδιαφορεί για τη συνέχεια του αμερικανικού κράτους και της αμερικανικής κοινωνίας, οπότε δεν δεσμεύεται να κρατήσει τις ισορροπίες.

Εν κατακλείδι, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο Τραμπ γεννήθηκε από τους Αμερικανούς που ανέθρεψε το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Τώρα, αν διεκδικεί ξανά την καρέκλα για τους άλλους ή τον εαυτό του, αυτό εναπόκειται στην προσωπική άποψη του καθενός. Ή στα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησής του.