Οι δημιουργοί της κάψουλας υποβοηθούμενης ευθανασίας Sarco αντιδρούν έντονα στις κατηγορίες περί «προμελετημένου φόνου» που αφορούν τον θάνατο της πρώτης γυναίκας που χρησιμοποίησε τη συσκευή, χαρακτηρίζοντας τις «γελοίες και παράλογες». Η The Last Resort και η Exit International, οι εταιρείες πίσω από τη Sarco, διαβεβαιώνουν ότι η γυναίκα εισήλθε εθελοντικά στην κάψουλα και ενεργοποίησε το κουμπί γεμίζοντας την κάψουλα με άζωτο, προκαλώντας τον θάνατό της.

Η εταιρεία δημοσίευσε σήμερα πλάνα μέσα και έξω από την κάψουλα, η οποία είχε τοποθετηθεί σε δάσος κοντά στην πόλη Merishausen της Ελβετίας στις 23 Σεπτεμβρίου. Τα πλάνα φέρεται να δείχνουν ότι η κάψουλα «λειτούργησε ακριβώς όπως είχε σχεδιαστεί» και ότι η γυναίκα πέθανε ειρηνικά από υποξία, λόγω αζώτου.

Ωστόσο, ο εισαγγελέας Peter Sticher από το Schaffhausen έχει εκφράσει υποψίες ότι η γυναίκα ίσως στραγγαλίστηκε, βασισμένος σε συνομιλία με ιατροδικαστή που ισχυρίστηκε ότι η γυναίκα είχε σοβαρούς τραυματισμούς στον λαιμό. Ο δρ Florian Willet, πρόεδρος της The Last Resort, ήταν το μόνο άτομο παρόν κατά τη διάρκεια του θανάτου της γυναίκας και είχε βιντεοκλήση με τον δρ Philip Nitschke, δημιουργό της Sarco. Ο Willet συνελήφθη από την Αστυνομία και παραμένει υπό κράτηση για πέντε εβδομάδες, καθώς οι Αρχές συνεχίζουν να ερευνούν τον θάνατο της 64χρονης Αμερικανίδας.

Ο εισαγγελέας Sticher δεν κατηγόρησε δημόσια τον Willet για «προμελετημένο φόνο», αλλά χρησιμοποίησε την «υποψία» του για να παρατείνει την κράτησή του. Επίσης, δεν έχει δημοσιευθεί επίσημη αναφορά αυτοψίας που να επιβεβαιώνει τα σημάδια στραγγαλισμού, ενώ η The Last Resort ισχυρίζεται ότι τα αποτελέσματα της αυτοψίας έχουν «κρατηθεί μυστικά» από τους δικηγόρους τους και άλλους εμπλεκόμενους στην υπόθεση.

Η 64χρονη γυναίκα είχε διαγνωστεί με οστεομυελίτιδα, μια ασθένεια που προκαλεί μόλυνση του μυελού των οστών και θα μπορούσε να ευθύνεται για τα σημάδια στον λαιμό που μοιάζουν με ίχνη στραγγαλισμού, σύμφωνα με πηγή κοντά στη The Last Resort που μίλησε στην ελβετική εφημερίδα NZZ. Ο Willet και ο Nitschke επιμένουν ότι η γυναίκα πέθανε από υποξία στην κάψουλα, αφού την ενεργοποίησε μόνη της, χωρίς εξωτερική βοήθεια.

Όπως αναφέρει η Daily Mail η The Last Resort είχε ειδοποιήσει την Αστυνομία, γνωρίζοντας ότι η ευθανασία υπόκειται σε έρευνα στην Ελβετία. Η αστυνομία έφτασε στο δάσος του Merishausen ώρες αργότερα και, σύμφωνα με την εταιρεία, το καπάκι της κάψουλας δεν ανοίχθηκε μέχρι να φτάσει η ιατροδικαστική ομάδα στις 19:22. Η γυναίκα φέρεται να έφτασε στην κάψουλα στις 15:47, συνοδευόμενη από τον Willet, ο οποίος αφαίρεσε την πράσινη τέντα από τη συσκευή, καθώς η γυναίκα ετοιμαζόταν να εισέλθει.

Όταν η γυναίκα ρώτησε τον Willet αν πρέπει να βγάλει τα παπούτσια της, εκείνος της απάντησε πως δεν χρειάζεται. Πριν ενεργοποιήσει το κουμπί, ο Willet τη ρώτησε αν θα ήθελε να μιλήσει με τον Nitschke, αλλά εκείνη αρνήθηκε, δηλώνοντας έτοιμη. Στις 15:54, η γυναίκα πίεσε το κουμπί για να προκαλέσει τον θάνατό της. Ο Willet παρακολούθησε την κατάστασή της μέσω iPad, καταγράφοντας τη μείωση του οξυγόνου από το 20% στο 0,6% και στη συνέχεια στο 0,3%. Στις 16:01, ένα ξαφνικό σήμα ακούστηκε από την iPad συσκευή, με τον Willet να λέει: «Είναι ακόμη ζωντανή». Στις 16:04 ανέφερε πως η γυναίκα δεν είχε κινηθεί για δύο λεπτά και περιέγραψε στον Nitschke πώς πέθανε, λέγοντας ότι «έκλεισε τα μάτια της, ανέπνεε βαθιά και μετά σταμάτησε».

Η γυναίκα, που σύμφωνα με μαρτυρίες είχε σοβαρές κεφαλαλγίες, εκμυστηρεύτηκε ότι «επιθυμούσε να πεθάνει εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια». Η οικογένειά της, συμπεριλαμβανομένων των δύο γιων της, επιβεβαίωσαν την επιθυμία της. Η κάψουλα Sarco -που σχεδιάστηκε για να προσφέρει ένα ανώδυνο τέλος, εισάγοντας άζωτο και μειώνοντας το οξυγόνο- είχε τοποθετηθεί σε σημείο που η γυναίκα μπορούσε να δει τα δέντρα και τον ουρανό.

Οι αρχές του Schaffhausen είχαν προειδοποιήσει τους δημιουργούς της κάψουλας να μην τη χρησιμοποιήσουν στην περιοχή, αναφέροντας πως παραβιάζει τους νόμους περί ασφάλειας προϊόντων και χημικών. Ο Nitschke επιθυμεί η Sarco να αποτελέσει μια προσβάσιμη επιλογή για ευθανασία, ενώ 120 άτομα, κυρίως Βρετανοί, περιμένουν στη λίστα για να χρησιμοποιήσουν τη συσκευή.