Μια εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση επιχειρεί να λύσει ο τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν, καθώς από τη μια θέλει να τα έχει καλά με τη Ρωσική Ομοσπονδία του Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά από την άλλη πλευρά δεν θέλει να διαταράξει και στις σχέσεις με τη Δύση και κυρίως τους Αμερικανούς.

Η αγορά των ισχυρών ρωσικών πυραυλικών συστημάτων αεράμυνας S-400, που επέφερε την οργή των ΗΠΑ και την αποβολή της Άγκυρας από το πρόγραμμα των αμερικανικών μαχητικών F-35, αναγκάζει εδώ και καιρό την τουρκική ηγεσία να βρει μια λύση που θα της επιτρέπει να αποκτήσει τα συγκεκριμένα υπερσύγχρονα αεροπλάνα από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού (σ.σ. τα οποία αναμένεται να παραλάβει και η χώρα μας), χωρίς όμως να θυσιάσει τους στρατηγικούς της δεσμούς με τη Μόσχα.

Η Τουρκία έχει επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια στο πρόγραμμα των F-35, αλλά το χάσμα με την Ουάσιγκτον δημιουργήθηκε όταν ο κ. Ερντογάν επιχείρησε να πατήσει σε «δύο βάρκες», αγοράζοντας και τη συστοιχία των πυραύλων S-400 από τη Ρωσία το 2019. Η απόκτηση ενός τόσο προηγμένου ρωσικού συστήματος αντιβαλλιστικής άμυνας από ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ προκάλεσε ανησυχία για την ασφάλεια των συμμαχικών στρατιωτικών τεχνολογιών, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση της γείτονος χώρας από το πρόγραμμα των F-35. Ωστόσο, ο τούρκος πρόεδρος δεν εγκατέλειψε ποτέ τον στόχο να επανενταχθεί η χώρα του στο πρόγραμμα των αμερικανικών μαχητικών.

Θα βάλουν τους πυραύλους σε… κουτιά

Έτσι, στο πλαίσιο των προσπαθειών της να επαναπροσεγγίσει τις ΗΠΑ, η Άγκυρα φέρεται να προτείνει τώρα την αποθήκευση των S-400 σε ειδικά κουτιά, τα οποία θα ελέγχονται περιοδικά από τις αμερικανικές αρχές, με στόχο να καθησυχάσει τις ανησυχίες των ΗΠΑ. Η πρόταση αυτή, αν και τολμηρή, αναδεικνύει τη διπλωματική ευελιξία της τουρκικής κυβέρνησης, η οποία προσπαθεί να διατηρήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και με τις δύο μεγάλες δυνάμεις. Η αλήθεια είναι πως από την πλευρά των ΗΠΑ, οι αντιδράσεις για την πρόταση αυτή δεν είναι κατηγορηματικά αρνητικές, καθώς αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω διαπραγματεύσεων.

Ανώτερος αμερικανός αξιωματούχος δήλωσε πρόσφατα πως η Ουάσιγκτον αναμένει από την Άγκυρα να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις για την αγορά των F-35, υπογραμμίζοντας ότι οι όροι είναι γνωστοί και αφορούν κυρίως την απομάκρυνση των S-400 από το τουρκικό έδαφος.

Ενεργειακή συνεργασία Άγκυρας-Μόσχας

Η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία παραμένει, ωστόσο, ισχυρή. Η στρατηγική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών είναι βαθιά ριζωμένη, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας, όπου η Ρωσία έχει αναλάβει την κατασκευή του πρώτου πυρηνικού σταθμού της Τουρκίας, στο Ακούγιου (σ.σ. σχεδόν απέναντι από την Κύπρο). Αυτό το έργο, που χρηματοδοτείται και υλοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από ρωσικούς πόρους, υπογραμμίζει την εξάρτηση της Άγκυρας από τη Μόσχα στον ενεργειακό τομέα και αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα που καθιστά δύσκολο για τον Ερντογάν να αποξενώσει τον Πούτιν. Το πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου, το οποίο αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία τα επόμενα χρόνια, είναι ένα από τα πιο σημαντικά ενεργειακά έργα που υλοποιούνται στη γείτονα. Η συγκεκριμένη επένδυση ξεπερνά τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η τεχνογνωσία και οι πόροι προέρχονται αποκλειστικά από τη Ρωσία.

Η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ, επιδεικνύει συχνά την πρόθεσή της να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, όπως αποδεικνύεται και από το αίτημά της για ένταξη στους BRICS (τον διεθνή πολιτικό οργανισμό των κορυφαίων αναδυόμενων αγορών, που αποτελείται από δέκα χώρες: τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και τη Νότια Αφρική, καθώς και την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, την Αργεντινή, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία). Αυτή η κίνηση αναδεικνύει την επιδίωξή της να κρατήσει ανοιχτές τις πόρτες και προς άλλες συμμαχίες, ενισχύοντας την εικόνα της ως ανεξάρτητου γεωπολιτικού παίκτη.

Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα προσπαθεί να βρει λοιπόν τη φόρμουλα που θα της επιτρέψει να αποκτήσει τα αμερικανικά F-35, χωρίς να αναγκαστεί να αποχωριστεί πλήρως τα ρωσικά S-400. Η ευφάνταστη ιδέα της αποθήκευσης των πυραύλων σε κουτιά και η επιθεώρησή τους από τους Αμερικανούς θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια συμβιβαστική λύση, αν και παραμένει ασαφές αν μια τέτοια συμφωνία θα γίνει πλήρως αποδεκτή στο τέλος από την Ουάσιγκτον.