Το ειδικό δικαστήριο απάλλαξε σήμερα τον υπουργό Δικαιοσύνης Ερίκ Ντιπόν-Μορετί από τις κατηγορίες που τον βάραιναν, κρίνοντας ότι δεν καταχράσθηκε το αξίωμά του για να «ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του» με τους αντιπάλους που έκανε την εποχή που ασκούσε τη δικηγορία.
Τα μέλη του Δικαστηρίου της Δημοκρατίας (CJR), στην πλειονότητά τους βουλευτές, δεν ακολούθησαν την πρόταση των εισαγγελικών αρχών που ζήτησαν να επιβληθεί στον Ντιπόν-Μορετί φυλάκιση ενός έτους με αναστολή στο τέλος αυτής της πρωτοφανούς δίκης σε βάρος εν ενεργεία υπουργού Δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε μεν σύγκρουση συμφερόντων αλλά δεν αποδείχθηκε ο δόλος εκ μέρους του υπουργού και τον αθώωσε.
Ο Ντιπόν-Μορετί παρέμεινε στο αξίωμά του κατά τη διάρκεια της έρευνας και της δίκης. Μια καταδίκη του όμως θα ανάγκαζε ενδεχομένως τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να τον απομακρύνει από την κυβέρνηση. Ο ίδιος ο υπουργός αρνιόταν ότι διέπραξε οτιδήποτε επιλήψιμο. «Για εμένα αυτή η δίκη είναι ντροπή» είπε στην απολογία του ενώπιον των τριών δικαστών και των δώδεκα βουλευτών που απαρτίζουν το CJR, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η υπόθεση αφορά διοικητικές διώξεις σε βάρος ενός δικαστή και τριών υψηλόβαθμων αξιωματούχων του δικαστικού συστήματος, τις οποίες φέρεται να διέταξε ο Ντιπόν-Μορετί. Μία κατηγορία αφορούσε τη μήνυση που είχε καταθέσει εναντίον του γραφείου του Οικονομικού Εισαγγελέα (PNF) λίγο πριν αναλάβει το υπουργείο Δικαιοσύνης, κατηγορώντας τον μετέπειτα υφιστάμενό του ότι παραβίασε την ιδιωτικότητά του επειδή κατέσχεσε τα τηλεφωνικά αρχεία του κατά τη διενέργεια μιας έρευνας για διαφθορά σε βάρος του πρώην προέδρου Νικολά Σαρκοζί.
Το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς Ανυπότακτη Γαλλία επέκρινε την απόφαση, λέγοντας ότι αποδεικνύει πως το ειδικό δικαστήριο θα πρέπει να καταργηθεί. Το CJR συγκροτήθηκε το 1993 και μέχρι σήμερα έχει εκδικάσει μόνο 9 υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Ντιπόν-Μορετί. Μεταξύ άλλων, δίκασε την πρώην υπουργό Οικονομικών και νυν επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ η οποία το 2016 κρίθηκε ένοχη επειδή επέτρεψε «εξ αμελείας» την κατάχρηση κρατικών κεφαλαίων. Ωστόσο δεν της επιβλήθηκε ποινή και μπόρεσε να παραμείνει επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.