Ο νέος πόλεμος στη Μέση Ανατολή μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς ήρθε να προστεθεί στη «μαύρη» λίστα των συγκρούσεων στον κόσμο, οι οποίες ανέρχονται σε δεκάδες και κυμαίνονται από εμφυλίους πολέμους έως συρράξεις με την εμπλοκή μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες ενέχουν το κίνδυνο πυροδότησης ακόμη και ενός νέου παγκοσμίου πολέμου.
Ενδεικτικά, εκτός από τα δύο μεγάλα μέτωπα στη Λωρίδα της Γάζας και την Ουκρανία, έξαρση της βίας καταγράφεται σε όλη τη Συρία, ενώ στα τέλη Σεπτεμβρίου υπήρξε η σύγκρουση Αζερμπαϊτζάν – Αρμενίας για τον έλεγχο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Στην Αφρική μαίνεται ο εμφύλιος στο Σουδάν, ενώ οι συγκρούσεις αναζωπυρώθηκαν και στην Αιθιοπία. Το πραξικόπημα στον Νίγηρα, τον περασμένο Ιούλιο, ήταν το έκτο πραξικόπημα στη ζώνη του Σαχέλ, στη Δυτική Αφρική, την τελευταία τριετία.
Σύμφωνα με δεδομένα από το Uppsala Conflict Data Program, του Ινστιτούτου Έρευνας για την Ειρήνη του Όσλο, τα οποία παρουσιάζονται σε δημοσίευμα του Foreign Affairs, ο αριθμός, η ένταση και η διάρκεια των συγκρούσεων παγκοσμίως βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως επισημαίνει ο ΟΗΕ.
Σύμφωνα με την έρευνα υπήρξαν 55 ενεργές συγκρούσεις το 2022 με τη μέση διάρκεια τους να είναι από οκτώ έως έντεκα χρόνια. Πρόκειται για μια μεγάλη άνοδο σε σχέση με μια δεκαετία νωρίτερα, όταν οι συγκρούσεις στον κόσμο υπολογίζονταν σε 33. Πάνω από το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού – δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι – επλήγη έμμεσα ή άμεσα από τις συγκρούσεις και ο αριθμός των εκτοπισμένων παγκοσμίως έφτασε τα 108 εκατομμύρια μέχρι τις αρχές του 2023 και 274 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν έκτακτη ανθρωπιστική βοήθεια δίνοντας μια μάχη επιβίωσης.
Σύμφωνα με τον Global Conflict Tracker, που καταγράφει και αξιολογεί το επίπεδο των συγκρούσεων ανά τον κόσμο, οι μεγάλες πολεμικές συρράξεις του 2022 ανήλθαν σε 27. Και εάν σε αυτές προστεθεί και η νέα ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, τον περασμένο Οκτώβριο, τότε στον κόσμο υπάρχουν συνολικά 28 μεγάλα ενεργά μέτωπα και κανένα από αυτά δεν δείχνει να βελτιώνεται.
Σύμφωνα με έκθεση που παρουσίασε πριν από δύο χρόνια το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, το κόστος από τις συγκρούσεις στην παγκόσμια οικονομία εκτιμάται σε περίπου 14 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Και ο αριθμός αυτός αναμφίβολα είναι σήμερα πολύ υψηλότερος, καθώς τα στοιχεία της έκθεσης του Ινστιτούτου για την Οικονομία και την Ειρήνη (IEP) αφορούσαν το μακρινό πλέον 2019.
Το 2022 καταγράφηκε ως χρονιά ρεκόρ για τις στρατιωτικές δαπάνες σε όλο τον κόσμο. Τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα που διαμορφώθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον ανταγωνισμό ΗΠΑ – Κίνας, πυροδότησαν μια παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών. Μόνο στην Ευρώπη οι εισαγωγές όπλων διπλασιάστηκαν, ενώ παγκοσμίως καταγράφεται ένα ιστορικό υψηλό, που σηματοδοτεί την είσοδο σε μια νέα ψυχροπολεμική εποχή. Σε όλο τον κόσμο οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες άγγιξαν την περασμένη χρονιά τα 2,24 τρισεκατομμύρια δολάρια, ένα μέγεθος που αντιστοιχεί στο 2,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Και καθώς νέες πολεμικές εστίες ξεσπούν σε όλο τον κόσμο, οι βαθύτερες αιτίες τους παραμένουν ανεπίλυτες και τα παραδοσιακά εργαλεία οικοδόμησης ειρήνης αποδεικνύονται όλο και πιο αναποτελεσματικά. Οι συγκρούσεις φαίνεται πως διακόπτονται μόνο προσωρινά και η αναζωπύρωσή τους μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα είναι η πιθανότερη εξέλιξη, αναπαράγοντας τον φαύλο κύκλο αίματος, προσφυγιάς και οικονομικού κόστους.
Ο δε ΟΗΕ έχει παραγκωνιστεί, εξαιτίας των γεωπολιτικών ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων, που απονευρώνει το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσία, Γαλλία και Βρετανία). Όπως υπογραμμίζει το Foreign Affairs, τα Ηνωμένα Έθνη εδώ και πολλά χρόνια δεν μπορούν να προσφέρουν λύσεις. Παρά την αύξηση των συγκρούσεων, έχει περάσει περισσότερο από μια δεκαετία από τότε που μεσολάβησε για μια ειρηνευτική συμφωνία και τον τερματισμό ενός πολέμου. Η ανθρωπιστική βοήθεια έχει εξελιχθεί σε μια πανάκεια για τις αδιέξοδες συγκρούσεις. Και ο λογαριασμός, που στην πράξη μεταφράζεται σε μια πενιχρή βοήθεια για τους ανθρώπους που πλήττονται, αυξάνεται όσο αυξάνονται οι συγκρούσεις.
Πολλοί ισχυρίζονται πως βρισκόμαστε πιο κοντά, από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σε ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο.
Η κυριαρχία των ΗΠΑ και των συμμάχων τους αμφισβητείται από τον άξονα Κίνας – Ρωσίας, που διαρκώς ενισχύεται. Η αυξανόμενη σύγκλιση μεταξύ των αντιπάλων των ΗΠΑ είναι γεγονός, όπως και ότι οι αποκαλούμενες «αδέσμευτες δυνάμεις», αυτές που επιλέγουν κατά περίπτωση τις συμμαχίες τους όπως για παράδειγμα η Ινδία και η Τουρκία, επίσης πληθαίνουν και αποκτούν αυξανόμενη επιρροή, διαμορφώνοντας περιφερειακά γεγονότα που επηρεάζουν τις διεθνείς εξελίξεις.
«Η πιθανότητα ενός απευθείας πολέμου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων επικρέμεται σε όλο τον κόσμο, αναγκάζοντας άπαντες να κοιτάζουν με το ένα μάτι στο μέλλον, ακόμη και όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν φωτιές του παρόντος», σχολιάζει ο Economist, υπογραμμίζοντας πως κάθε κρίση που ξεσπάει δεν περιλαμβάνει μόνο περισσότερους εχθρούς, αλλά και εν γένει περισσότερους παίκτες.
«Στον πρώτο και στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις, με ισχυρούς συνασπισμούς, συμμετείχαν σε παρατεταμένες συγκρούσεις που αν και ξεκίνησαν σε περιφερειακό επίπεδο εξελίχθηκαν σε παγκόσμιες λόγω των συμμαχιών. Το 2023, η γεωπολιτική κινείται στον απόηχο στρατηγικών συμμαχιών, που ώθησαν τις εξελίξεις για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και ιδεολογικών εντάσεων, που ώθησαν τον κόσμο στη έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου», σημειώνεται σε άρθρο του USAtoday.