Σχεδόν διπλάσιες ήταν το 2022 οι εισαγωγές στρατιωτικών εξοπλισμών στην Ευρώπη, όπως προκύπτει από την έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI).
Ως βασική αιτία για την εκτόξευση των πωλήσεων καταγράφεται η μαζική παράδοση όπλων στην Ουκρανία, η οποία αναρριχήθηκε στην τρίτη θέση παγκοσμίως στον πίνακα των μεγαλύτερων εισαγωγέων όπλων στον κόσμο, πίσω από το Κατάρ και την Ινδία. Ειδικότερα το μερίδιο της Ουκρανίας ανέρχεται στο 31% των εισαγωγών όπλων στην Ευρώπη και στο 8% παγκοσμίως.
Οι εισαγωγές συμβατικών όπλων αυξήθηκαν κατά 93% σε ετήσια βάση, με πολλά ευρωπαϊκά κράτη να «ρίχνονται» σε μια κούρσα εξοπλισμών επιταχύνοντας τις στρατιωτικές τους δαπάνες, ιδίως χώρες όπως η Πολωνία και η Νορβηγία, όπως σημειώνει η έκθεση του SIPRI.
«Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα ευρωπαϊκά κράτη θέλουν να εισάγουν περισσότερα όπλα, πιο γρήγορα», ανέφερε ο Πίτερ Βέζεμαν, που συμμετέχει στη συγγραφή της ετήσιας μελέτης του SIPRI τις τελευταίες τρεις και πλέον δεκαετίες και πρόσθεσε: «Η πραγματικά ραγδαία αύξηση της ζήτησης όπλων στην Ευρώπη, δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί πλήρως, και κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει σε νέες αυξήσεις των εισαγωγών από ευρωπαϊκά κράτη».
Αν και είναι δύσκολο να γίνουν ακριβείς εκτιμήσεις λόγω της αδιαφάνειας πολλών συμβάσεων, το παγκόσμιο εμπόριο όπλων ξεπερνά σε αξία τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσια βάση, κατά τους ειδικούς.
Σύμφωνα με το SIPRI, τα τελευταία πέντε χρόνια (2018-2022), οι ευρωπαϊκές εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 47% σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη πενταετία. Πρόκειται για μια τάση που έρχεται σε αντίθεση με τις παγκόσμιες συναλλαγές, οι οποίες φαίνεται πως μειώθηκαν κατά 5%. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με την Ευρώπη, όλες οι άλλες ήπειροι κατέγραψαν μείωση των εισαγωγών όπλων τα τελευταία πέντε χρόνια, ιδίως η Αφρική (–40%), η βόρεια και η νότια Αμερική (–20%), ακόμα και η Ασία (–7%) και η Μέση Ανατολή (–9%).
Σχετικά με τους μεγαλύτερους εξαγωγείς όπλων στον κόσμο, τις πρώτες πέντε θέσεις καταλαμβάνουν οι ΗΠΑ (40%, από 33% την προηγούμενη πενταετία), η Ρωσία (16% από 22%, παρά τη μεγάλη μείωση των δικών της πωλήσεων πέρυσι), η Γαλλία (11%), η Κίνα (5%) και η Γερμανία (4%). Οι εξαγωγές της Ρωσίας αναμένεται να περιοριστούν περαιτέρω, καθώς προτεραιότητα της Μόσχας είναι να εφοδιάσει τον δικό της στρατό, ενώ παράλληλα η ζήτηση από άλλα κράτη εκτιμάται πως θα παραμένει περιορισμένη λόγω των εμπορικών κυρώσεων και τις αυξανόμενης πίεσης από τις ΗΠΑ προς τρίτες χώρες για μη αγορά ρωσικών όπλων.
Αντίθετα στην παγκόσμια αγορά όπλων κερδίζουν μεγαλύτερο μερίδιο οι υπόλοιποι προμηθευτές. Η Γαλλία για παράδειγμα αύξησε το μερίδιό της από 7% σε 11% κατά την περίοδο 2018 – 2022, κυρίως λόγω των εξαγωγών σε κράτη της Ασίας – Ειρηνικού και της Μέσης Ανατολής. Η περιοχή της Ανατολικής Ασίας ήταν μια από αυτές που σημείωσαν σημαντική αύξηση στις εισαγωγές όπλων, με την πρωτοκαθεδρία να έχουν οι στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η νότια Κορέα (61%) και η Ιαπωνία (171%), αλλά και η Αυστραλία (23%).
Το SIPRI αποδίδει αυτή την εξοπλιστική κούρσα στην «αυξανόμενη αντίληψη για απειλές από την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα», σημειώνοντας πως ο κύριος προμηθευτής και για αυτές τις τρεις χώρες ήταν οι ΗΠΑ. Οι εισαγωγές της Κίνας σημείωσαν επίσης αύξηση 4,1%, με τις περισσότερες μεταφορές να προέρχονται από τη Ρωσία, πρόσθεσε.
Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της έκθεσης, οι ΗΠΑ ήταν και ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων σε κράτη μέλη του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη μαζί με τη Γαλλία και τη Νότια Κορέα. Επίσης οι ΗΠΑ, η Πολωνία, η Γερμανία και η Βρετανία εμφανίζονται ως οι χώρες με τις μεγαλύτερες προμήθειες όπλων στην Ουκρανία το 2022. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί πως πολλά από τα όπλα που παραδόθηκαν στην Ουκρανία ήταν μεταχειρισμένα, από τα αποθέματα των κρατών, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία είχε επίσης περιορισμένο αντίκτυπο στον συνολικό όγκο των όπλων την τελευταία πενταετία.