Οι γυναίκες που φέρνουν στον κόσμο παιδιά μετά την ηλικία των 35 ετών μειώνουν τις πιθανότητες εμφάνισης εκ γενετής δυσπλασιών στα μωρά τους κατά 40%.
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον μελέτησαν τα δεδομένα από τους υπερήχους δευτέρου τριμήνου 76.000 γυναικών και τα συνέκριναν με την ηλικία των γυναικών και τη συχνότητα εμφάνισης δυσπλασιών.
Σύμφωνα με τους Sunday Times, μία εξήγηση που δίνουν οι επιστήμονες είναι ότι «ένα ελαττωματικό έμβρυο έχει λιγότερες πιθανότητες επιβίωσης στα αρχικά στάδια μιας εγκυμοσύνης, αν η γυναίκα είναι μεγαλύτερης ηλικίας».
«Διαπιστώσαμε ότι οι εγκυμοσύνες σε μεγαλύτερη ηλικία μείωναν κατά 40% τον κίνδυνο απόκτησης ενός παιδιού με μία ή περισσότερες σημαντικές συγγενείς ανωμαλίες. Μειωνόταν σημαντικά ο κίνδυνος εμφάνισης ανωμαλιών στον εγκέφαλο, τα νεφρά και την κοιλιακή χώρα, ενώ δεν ίσχυε το ίδιο και για τις καρδιακές ανωμαλίες» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ερευνητές στη μελέτη τους.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι όταν μια γυναίκα κάνει παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία, αυτά υπάρχει η πιθανότητα να είναι λιγότερο υγιή ως ενήλικες, επειδή τα σώματά τους έχουν ήδη εκφυλιστεί εξαιτίας σωματικών επιδράσεων, όπως ο αδύναμος πλακούντας.
Άλλες έρευνες στις ΗΠΑ έχουν δείξει ότι οι γυναίκες άνω των 40 και 50 ετών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αποκτήσουν παιδί με αυτισμό, σε σχέση με μια γυναίκα στην ηλικία των 20. Επιπλέον, αυξάνονται οι πιθανότητες πρόωρου τοκετού και γέννησης παιδιών με χαμηλό σωματικό βάρος.