Τις πρώτες συνειδητές εμπειρίες τους αποκτούν τα μωρά από τον πέμπτο κιόλας μήνα της ζωής τους, σύμφωνα με μία νέα έρευνα.
Είναι η πρώτη φορά που οι επιστήμονες εντόπισαν ενδείξεις της συνείδησης και της μνήμης να αναδύονται τόσο νωρίς στον εγκέφαλο ενός μωρού.
Έως τώρα υπάρχει αμφιβολία κατά πόσο ένα μωρό πέντε μηνών αντιδρά με συνείδηση ή απλώς με ανακλαστικό τρόπο στα εξωτερικά ερεθίσματα, όπως π.χ. όταν κοιτά το πρόσωπο του γονιού του ή πιάνει ένα αντικείμενο που του δίνεται. Επειδή τα μωρά δεν είναι σε θέση να μιλήσουν, οι επιστήμονες δεν μπορούν να κάνουν τεστ συνείδησης όπως στους ενήλικους για να ελέγξουν σε ποιο βαθμό τα μωρά αντιδρούν αυτόματα ή συνειδητά.
Οι γάλλοι και δανοί ερευνητές, με επικεφαλής τον νευροεπιστήμονα Σιντ Κούιντερ του Εργαστηρίου Γνωσιακών Επιστημών και Ψυχογλωσσολογίας του Παρισιού και του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Δανίας, μελέτησαν με ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα την εγκεφαλική δραστηριότητα για να ρίξουν φως στο κατά πόσο τα μωρά αναπτύσσουν επίγνωση και συνείδηση.
Οι επιστήμονες μελέτησαν 30 μωρά πέντε μηνών, 29 μωρά 12 μηνών και 21 μωρά 15 μηνών, στα οποία προσάρτησαν ειδικές «κάσκες» με ηλεκτρόδια για να καταγράψουν την ηλεκτρική δραστηριότητα εντός του κρανίου τους. Τα μωρά κάθονταν στην αγκαλιά του μπαμπά ή της μαμάς τους και παρακολουθούσαν ταχέως εναλλασσόμενες εικόνες σε μια οθόνη.
Η ανάλυση της νευρωνικής δραστηριότητας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα μωρά εμφάνιζαν όντως ενδείξεις συνείδησης παρόμοιας με αυτή των ενηλίκων, με μια βασική διαφορά: ενώ στους ενήλικες η συνείδηση του οπτικού ερεθίσματος εμφανιζόταν μέσα σε 0,3 δευτερόλεπτα, στα πεντάμηνα μωρά ο αντίστοιχος χρόνος ήταν 1,3 δευτερόλεπτα κατά μέσον όρο.
Στα μωρά 12 έως 15 μηνών το νευρωνικό «αποτύπωμα» που δείχνει ότι έχουν κάποιου είδους συνείδηση του εξωτερικού ερεθίσματος, εμφανίζεται στα 0,8 έως 0,9 δευτερόλεπτα. Η αιτία για αυτή τη χρονική υστέρηση σε σχέση με τους ενηλίκους, σύμφωνα με τους ερευνητές, πιθανώς οφείλεται στο ότι ο νηπιακός εγκέφαλος, ιδίως ο προμετωπιαίος φλοιός που ελέγχει την προσοχή και την επίγνωση, δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί πλήρως.
Επίσης, ο εγκέφαλος των μωρών έχει έλλειψη μυελίνης, της ουσίας που μονώνει τα νεύρα και έτσι επιταχύνει την μετάδοση των ηλεκτρικών σημάτων από τη μία περιοχή του εγκεφάλου στην άλλη. Έτσι, έως ότου αυξηθεί η μυελίνη στα επίπεδα του ενήλικου εγκεφάλου, τα νευρικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος (π.χ. τα οπτικά) μετακινούνται πιο αργά από το πίσω μέρος του εγκεφάλου όπου καταλήγει το οπτικό νεύρο του ματιού, στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου, στον προμετωπιαίο φλοιό, όπου αποκτάται η συνείδηση του ερεθίσματος.