Α’ ΜΕΡΟΣ
Ο Εβραίος πατέρας είναι ετοιμοθάνατος. Γύρω από το κρεβάτι του πόνου, είναι συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια του. Το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Ένα μόνο μικρό καντηλάκι, δίπλα στον άρρωστο, φωτίζει αμυδρά το στενό δωμάτιο. Ο πατέρας, με κλειστά τα μάτια και πολύ κόπο, ψιθυρίζει:
Πατέρας: Γυναίκα μου Σάρα είσαι εδώ;
Σάρα (κλαίγοντας): Ναι, άντρα μου.
Πατέρας: Γιε μου Ιακώβ είσαι εδώ;
Ιακώβ (φανερά συγκινημένος): Ναι, πατέρα.
Πατέρας: Μικρή μου θυγατέρα Ιουδίθ, είσαι εδώ;
Ιουδίθ (απαρηγόρητη): Ναι, πατέρα, είμαι κοντά σου.
Πατέρας: Και εσύ στερνοπούλι μου Ααρών, είσαι εδώ:
Ααρών (με αναφιλητά): Ναι, πατέρα.
Πατέρας: ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ;

Β’ ΜΕΡΟΣ
Η οικογένεια συνειδητοποιεί αμέσως την εγκληματική αμέλεια και όλοι αποχωρούν σιγά-σιγά από το δωμάτιο. Τελευταίος φεύγει ο μικρός Ααρών που, κλείνοντας την πόρτα του δωματίου, λέει:
Ααρών: Και που ’σαι πατέρα… Όταν αφήνεις την τελευταία σου πνοή, άφησε την προς το καντήλι, για να σβήσει. Είναι κρίμα να καίει άδικα…

Γ’ ΜΕΡΟΣ
Ο πατέρας φωνάζει τον πρωτότοκο Ιακώβ και του λέει να πλησιάσει. Με τις τελευταίες δυνάμεις που του απομένουν, βγάζει από την τσέπη του ένα ρολόι και εξηγεί ότι το έχει κληρονομιά από τον προπάππου του.
Ο Ιακώβ το κοιτάζει με μάτια που γυαλίζουν. «Σ’ αρέσει;» ρωτά ο πατέρας. «Ναι πατέρα!» αποκρίνεται ο Ιακώβ. Και ο ετοιμοθάνατος πατέρας: «Ωραία! Πόσα δίνεις;» 

Δ’ ΜΕΡΟΣ
Την άλλη μέρα του θανάτου του πατέρα, ο Ιακώβ πηγαίνει στην τοπική εφημερίδα για να βάλει την αναγγελία του θανάτου.
Ιακώβ: Παρακαλώ, ποια είναι η μικρότερη χρέωση για μία αναγγελία θανάτου;
Υπάλληλος: 2 δολάρια, κύριε.
Ιακώβ: ΟΚ, γράψε λοιπόν “Αβραάμ Κοέν πέθανε”.
Υπάλληλος: Μα, κύριε, πρέπει να έχετε υπόψη σας πως με τα 2 δολάρια μπορείτε να γράψετε μέχρι 10 λέξεις.
Ο Ιακώβ σκέφτεται μερικά δευτερόλεπτα και λέει στον υπάλληλο:
Ιακώβ: Ωραία, τότε γράψε “Αβραάμ Κοέν πέθανε. Πωλείται DATSUN σε τιμή ευκαιρίας”.