Ο Τζο, ένας αθλητικός τύπος, ήθελε από καιρό να πάρει ένα μοτοσακό. Όσπου μια μέρα η τύχη τον βοηθά και πέφτει πάνω σε ένα ξεπούλημα. Μια Harley πουλιώταν σε τιμή ευκαιρίας. Το μηχανάκι, αν και ήταν 10 χρονών, φαινόταν πιο καλό κι από καινούργιο. Άστραφτε από γυαλάδα σαν να είχε μόλις βγει από το εργοστάσιο και ο Τζο το αγόρασε αμέσως. Δεν παρέλειψε όμως να ρωτήσει τον πωλητή πως κατάφεραν να το κρατήσουν σε τόσο καλή κατάσταση ύστερα από δέκα χρόνια.
«Κoiτα», του λέει ο πωλητής, «είναι πολύ απλό. Όταν το μοτοσακό το έχεις έξω και πρόκειται να βρέξει άλειβε τα μέρη χρωμίου με βαζελίνη, για να τα προστατέψεις από τη βροχή.»
Μάλιστα του έδωσε ένα βαζάκι με βαζελίνη.
Εκείνο το ίδιο βράδυ η Σάντρα, φιλενάδα του Τζο, τον συνάντησε για να πάνε μαζί στο σπίτι της και να τον γνωρίσει στους γονείς της. Φυσικά πήγαν εκεί καβάλα στο μηχανάκι του. Την ώρα που προχωρούσαν να μπουν στο σπίτι, η Σάντρα σταματά και του λέει:
«Πρέπει να σου πω κάτι για την οικογένειά μου. Στο τραπέζι, στην ώρα του φαγητού δεν μιλάμε καθόλου. Στην
πραγματικότητα ο πρώτος που θ ‘ανοίξει το στόμα του και πει το παραμικρό πρέπει να πλύνει τα πιάτα.»
«Κανένα πρόβλημα» της λέει και προχωρούν στην είσοδο.
Μόλις μπαίνουν, ο Τζο μένει εμβρόντητος. Εκεί μπροστά τους, στη μέση της σάλας, είναι μια μεγάλη στοίβα από άπλυτα πιάτα. Πιο πέρα, στο διάδρομο άλλα πιάτα στοιβαγμένα στα σκαλοπάτια. Στην κουζίνα ακόμη μια πελώρια στοίβα. Όπου κι αν κοιτάξει σωροί από βρώμικα πιάτα.
Κάποια στιγμή, κάθισαν στο τραπέζι να φάνε και πράγματι δεν ακούγεται κιχ. Καθώς περνούσε η ώρα ο Τζο αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Γέρνει λοιπόν προς τη Σάντρα και τη φιλάει. Κανένας δεν βγάζει μιλιά. Συνεχίζει λοιπόν να την πασπατεύει. Δεν έβγαλε κανείς μιλιά!
Οπότε σηκώνεται απάνω, τη βουτάει, τη γυμνώνει σχίζοντας τα ρούχα της, τη ρίχνει πάνω στο τραπέζι και εκεί μπροστά στους γονείς της την κανονίζει. Η κοπέλα του είναι αλαφιασμένη, ο πατέρας εμφανώς έχει αλλάξει χρώματα και η μάνα κυριολεκτικά αναστατωμένη και τρομαγμένη, αλλά κανένας δε βγάζει λέξη.
Ο νεαρός κοιτάει τη μάνα, την βρίσκει να έχει μια κορμάρα ελκυστική, κι όπως είχε πάρει φόρα τη βουτάει τη διπλώνει πάνω στο τραπέζι και δείχνει την εκτίμηση του στη θηλυκότητα της με πολλούς τρόπους.
Τώρα η κοπέλα του γίνεται έξω φρενών, ο πατέρας βράζει στο ζουμί του, αυτό αλλά ακόμη και τώρα δε βγάζουν τσιμουδιά. Όπου ξαφνικά ακούγεται μια εκκωφαντική βροντή και αμέσως ακολουθεί βροχή.
Ο Τζο θυμάται το μηχανάκι του κι αμέσως τραβάει από την τσέπη του το βάζο με τη ΒΑΖΕΛΙΝΗ.
Μόλις το βλέπει ο πατέρας πετάγεται φωνάζοντας:
«Σταμάτα, γαμώτο… Θα τα πλύνω εγώ τα βρωμόπιάτα!»