Νεαρό ζευγάρι έχει οργανώσει δείπνο για τα στελέχη της εταιρείας για την επόμενη μέρα και η σύζυγος προετοιμάζει τα ανάλογα εδέσματα, όταν ανακαλύπτει ότι δεν έχει σαλιγκάρια, που είναι τα αγαπημένα του γενικού διευθυντή.
Αγχωμένη, μην έχοντας άλλη λύση, ζητάει από τον άντρα της να βγει στο λιβάδι και να μαζέψει έναν κουβά από αυτά.
Ο άντρας λοιπόν με τον κουβά στο χέρι ξεκινάει το μάζεμα σαλιγκαριών, μα σε κάποια στιγμή συναντάει στο λιβάδι μια πολύ όμορφη γυναίκα. Μη μπορώντας να αντισταθεί στον πειρασμό, μετά από λίγη ώρα βρίσκεται στο σπίτι της κοπέλας όπου περνάνε μαζί ολόκληρο το βράδυ.
Κάποια στιγμή όμως ξημέρωσε και ο άντρας θυμήθηκε ότι έπρεπε να είχε γυρίσει σπίτι του με τα σαλιγκάρια από την προηγούμενη!
Πανικόβλητος παίρνει τον κουβά με τα σαλιγκάρια και τρέχει σπίτι του, με φοβερό άγχος ανεβαίνει τις σκάλες, μα στο τελευταίο σκαλί του πέφτει ο κουβάς και τα σαλιγκάρια σκορπούν σε ολόκληρη την σκάλα. Εκείνη την στιγμή εμφανίζεται η γυναίκα του στην πόρτα με άγριες διαθέσεις και ρωτά:
– Πού ήσουν όλο το βράδυ;
Ο τύπος κοιτάζει τα σαλιγκάρια που έχουν γεμίσει την σκάλα, μετά κοιτάζει την γυναίκα του, ξανακοιτάζει τα σαλιγκάρια και φωνάζει:
– Ελάτε παιδιά, ελάτε… Σχεδόν φτάσαμε!