«Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώος…» ήταν τα τελευταία λόγια που κατάφερε να εκστομίσει ο 28χρονος Αριστείδης Παγκρατίδης πριν πέσει νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος της Χωροφυλακής στις 07:06 το πρωί της 16ης Φεβρουαρίου 1968. Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Σέιχ Σου, εκεί που φέρεται να διέπραξε τα ειδεχθή εγκλήματα για τα οποία τον καταδίκασε εις θάνατον το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Όλο το προηγούμενο διάστημα τόσο ο Τύπος όσο και οι Αρχές, τον αποκαλούσαν «Δράκο του Σέιχ Σου» και έτσι έχει μείνει στα αστυνομικά χρονικά. Ωστόσο τα αποδεικτικά στοιχεία δεν πείθουν ότι τελικά αυτός ήταν που σκότωνε και βίαζε ανυποψίαστα θύματα στο περιαστικό δάσος της συμπρωτεύουσας.
19.2.1959: Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας με πέτρες κατά ζευγαριού
Όλα είχαν ξεκινήσει το πρωινό της 19ης Φεβρουαρίου 1959 όταν ένας μαθητής δημοτικού σχολείου στην περιοχή Άγιος Παύλος της Θεσσαλονίκης, ψάχνοντας να βρει την μπάλα με την οποία έπαιζε ποδόσφαιρο με τους φίλους του, αντίκρυσε ένα αποκρουστικό θέαμα. Πολύ κοντά στον δρόμο, στα πρώτα δέντρα του δάσους, κείτονταν αιμόφυρτα τα σώματα ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Είχαν δεχθεί επίθεση με πέτρες και ήταν βαριά τραυματισμένοι. Ακόμη ανέπνεαν.
Η παγωνιά που επικρατούσε μέσα στη νύχτα, είχε σταματήσει την αιμορραγία τους. Θύματα ήταν ο 33χρονος λεβητοποιός Αθανάσιος Παναγιώτου και η συνομήλική του Ελεωνόρα Βλάχου. Ο δράστης τους είχε ληστέψει ενώ η κοπέλα αν και είχαν σκιστεί τα ρούχα της, δεν έφερε ίχνη ασελγούς πράξεως.
6.3.1959: Ζευγάρι εντοπίζεται χτυπημένο μέχρι θανάτου από πέτρες
Δεκαπέντε ημέρες αργότερα, το βράδυ της 6ης Μαρτίου ο 31χρονος ίλαρχος Κώστας Ραΐσης και η 21χρονη φίλη του Ευδοξία Παληογιάννη δέχονται ανάλογη επίθεση στην περιοχή της Μίκρας. Άγνωστος τους επιτίθενται με πέτρες και τους σκοτώνει. Ακολούθως τους ληστεύει, αλλά δεν σταματάει εκεί. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση ο άνδρας έφερε πάνω από είκοσι συντριπτικά κατάγματα στο κεφάλι αλλά η νεαρή εκτός από τα πολλαπλά χτυπήματα στο κρανίο διαπιστώνεται πως «εις τα ανοικτά σκέλη της υπάρχουν ίχνη πελμάτων και γονάτων ατόμου γονατίσαντος διά διενέργειαν πράξεως σεξουαλικής».
Μετά και το δεύτερο περιστατικό, η τοπική κοινωνία είναι ανάστατη ενώ η Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας του Νομού Θεσσαλονίκης επικηρύσσει «τον άγνωστον δράστην ή δράστας» ή τους δράστες με 100.000 δραχμές. Τα χρήματα θα τα έπαιρνε όποιος έδινε επαρκείς πληροφορίες που θα οδηγούσαν σε σύλληψη. Παρ’ όλα αυτά τα χτυπήματα συνεχίζονται.
3.4.1959: Δολοφονία (πάλι με πέτρες) στο Δημοτικό Νοσοκομείο
Νωρίς το βράδυ της 3ης Απριλίου ένας άνδρας πηδάει τη μάντρα του Δημοτικού Νοσοκομείου (του σημερινού νοσηλευτικού ιδρύματος «Άγιος Δημήτριος» και εισέρχεται χωρίς να γίνει αντιληπτός σε ένα μικρό οίκημα που χρησιμοποιούνταν ως κατάλυμα του προσωπικού. Εκεί κοιμόταν η ράπτρια και φοιτήτρια νοσοκόμα Μελπομένη Πατρικίου της οποίας αφαιρεί τη ζωή, πάλι με πέτρα στο κεφάλι. Κατά τη φυγή του από το σπιτάκι μπαίνει ανυποψίαστη η νοσοκόμα – μαία Φανή Τσαμπάζη. Ο δολοφόνος επιχειρεί να τη σκοτώσει και αυτή, αλλά το θύμα προβάλλει αντίσταση και βάζει τις φωνές με αποτέλεσμα ο άγνωστος να τραπεί σε φυγή.
Όλοι είναι σοκαρισμένοι. Μέσα σε περίπου ενάμιση μήνα έχουν δεχθεί επίθεση 6 άτομα, εκ των οποίων τα τρία πέθαναν, δύο χαροπάλευαν (και ευτυχώς έζησαν) και ένα δεν πρόλαβε να χτυπηθεί. Στης γειτονιές της Θεσσαλονίκης, κάθε άτομο με αποκλίνουσα συμπεριφορά θεωρείται ύποπτο από τους γύρω του. Πολίτες φθάνουν στο σημείο να καταγγέλλουν τον γείτονά τους με τον οποίο έχουν τσακωθεί, πως αυτός μπορεί να είναι ο «Δράκος του Σέιχ Σου», ενώ στο αστυνομικό τμήμα προσάγονται δεκάδες ύποπτοι, από «ματάκηδες» μέχρι χασικλήδες. Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί είναι και το γεγονός ότι ο εισαγγελέας Θεσσαλονίκης διατάσσει την απαγόρευση δημοσίευσης οποιασδήποτε σχετικής είδησης στον Τύπο προκειμένου να ηρεμήσει κάπως η κατάσταση.
Ο Παγκρατίδης επιχειρεί να βιάσει μια 12χρονη σε ορφανοτροφείο
Περνούν σχεδόν πέντε χρόνια από τότε, χωρίς να βρεθεί κανένα επιβαρυντικό στοιχείο για τον δράστη αλλά και χωρίς να υπάρξει νέο χτύπημα. Τα γεγονότα έτειναν να ξεχαστούν. Μέχρι το πρωί του Σαββάτου 7 Δεκεμβρίου 1963. Εκείνη την ημέρα οι Αρχές συλλαμβάνουν στον σπίτι του, στα Γερμανικά της Άνω Τούμπας, τον 23χρονο Αριστείδη Παγκρατίδη. Μέσα στη νύχτα, εκεί γύρω στις 03:00 π.μ., είχε εισέλθει κρατώντας μια πέτρα, στους κοιτώνες του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος» και είχε αποπειραθεί να ασελγήσει εις βάρος ενός 12χρονου κοριτσιού, της Αικατερίνης Σούρλα. Οι φωνές του τρομαγμένου παιδιού όμως ξεσήκωσαν τις άλλες οικότροφες και έτσι έτρεξε να φύγει. Πήδηξε τη μάντρα αλλά τον είδε τυχαία ένας εισπράκτορας λεωφορείου που προσπάθησε να τον σταματήσει. Δεν κατέστη εφικτό. Ωστόσο ο αυτόπτης μάρτυρας ειδοποίησε αμέσως τη Χωροφυλακή που εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό του. Ένας αστυφύλακας θυμήθηκε ότι λίγες ώρες πριν, είχε δει έναν 23χρονο να τριγυρνάει ύποπτα γύρω από το ορφανοτροφείο και του είχε ζητήσει τα στοιχεία. Έτσι, ήταν θέμα χρόνου η σύλληψή του.
Σεσημασμένος από τα εφηβικά χρόνια
Ο Παγκρατίδης ήταν ήδη γνωστός στην Αστυνομία. Ως έφηβος είχε κλέψει ένα ποδήλατο, έπειτα είχε πιαστεί για άλλες μικροκλοπές (π.χ. το 1955 είχε αφαιρέσει 120 δραχμές από το κυλικείο του γηπέδου της ομάδας του ΠΑΟΚ που τότε έπαιζε στο γήπεδο Σιντριβανίου, εκεί που βρίσκεται σήμερα το κτίριο της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, στην περιοχή της Πανεπιστημιούπολης), για κατοχή και χρήση χασίς, για ηδονοβλεπτική συμπεριφορά και επιθέσεις σε νεαρά κορίτσια και αγόρια. Όπως είπε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, το προηγούμενο βράδυ ήταν μεθυσμένος και γύρω στη μια το πρωί κατέληξε στην οικία ομοφυλόφιλου φίλου του με σκοπό να έρθουν σε σεξουαλική επαφή. Δεν έμεινε όμως για πολύ εκεί. Επιστρέφοντας προς το σπίτι του, πέρασε από το ορφανοτροφείο και όπως ανέφερε στην απολογία του «θυμήθηκα ότι διάφοροι φίλοι μου, μου είχαν αποκαλύψει ότι έχουν φιλενάδες τρόφιμους […] και ότι μπαίνουν τη νύχτα σε αυτό, πηδώντας από τον μανδρότοιχο και τις συναντούν. Μου ήρθε, τότε, η επιθυμία να βρω κι εγώ να κοπέλα να την πλανέψω».
Ο τρόπος που έδρασε ο Παγκρατίδης, συνδέθηκε αυτομάτως με τον «Δράκο του Σέιχ Σου». Τις επόμενες ώρες και μέρες, κι ενώ βρίσκεται απομονωμένος στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, θα κληθούν να τον αναγνωρίσουν οι επιζώντες των επιθέσεων αλλά δεν θα μπορέσουν να αποφανθούν με βεβαιότητα. Ωστόσο μετά από εξαντλητική ανάκριση στις 11 Δεκεμβρίου του 1963 (τέσσερις ημέρες μετά τη σύλληψή του) θα ομολογήσει τα εγκλήματα για τα οποία τον κατηγορούν. Η είδηση θα δημοσιοποιηθεί στον Τύπο την 15η Δεκεμβρίου καθώς στο μεσοδιάστημα ο συλληφθείς προβαίνει σε αναπαραστάσεις των εγκλημάτων. Την επόμενη μέρα όμως, παρουσία των συνηγόρων του, ο Παγκρατίδης αναιρεί ενώπιον του εισαγγελέα τις ομολογίες του, υποστηρίζοντας ότι αυτές προήλθαν μετά από απειλές για τη ζωή του και σωματική πίεση. «Κανένα από τα εγκλήματα […] δεν παραδέχομαι ότι έχω κάνει. […] Και θέλω όλος ο κόσμος να με πιστέψει ότι είμαι αθώος» αναφέρει.
Μάλιστα στους δικηγόρους του ανέφερε πως ούτε η επίθεση στο ορφανοτροφείο δεν έγινε έτσι όπως την δημοσιοποίησε η Αστυνομία. Συγκεκριμένα είπε ότι: «στις 9 το βράδυ της μέρας που λένε πως ομολόγησα με βάλανε σε ένα δωμάτιο που έσταζε νερό. Μετά με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου μου έδωσαν να φάω ένα παξιμάδι μόνο. Εκεί με κράτησαν όρθιο ως τις 10 το πρωί. Ζητούσα νερό και δεν μου δίνανε. «Πες μας, μου έλεγαν, ότι είσαι ο δράκος και θα σου δώσουμε»…..Στο μεταξύ από τη δίψα κόντεψα να τρελαθώ. Ώσπου μια στιγμή δεν άντεξα. «Δώστε μου νερό, και θα σας πω ότι θέλετε» είπα». Τις έξι ημέρες που κράτησε η ανάκριση ήπιε κατά δήλωσή του μόνο δυο ποτήρια νερό και ένα ποτήρι τσάι και έφαγε τέσσερις φέτες ψωμί, τρία σάντουιτς, ένα πιάτο πατάτες και ένα πιάτο σπανακόρυζο. Θορυβημένες οι δικαστικές αρχές από όσα έλεγαν οι δικηγόροι στους δημοσιογράφους και δημοσιεύονταν στις εφημερίδες, απαγορεύουν από τις 18 Δεκεμβρίου και μετά, οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά ή φωτογραφία σχετικά με την υπόθεση αυτή σε όλες τις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.
Η δίκη για απόπειρα βιασμού
Στις 5 Οκτωβρίου του 1964 και ενώ η τακτική ανάκριση για τις δολοφονίες στο δάσος του Σέιχ Σου δεν είχε ακόμα τελειώσει, ο κρατούμενος στις φυλακές του Επταπυργίου, δικάζεται στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης για την απόπειρα βιασμού κατά της ανήλικης οικότροφης του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος», ένδεκα μήνες νωρίτερα. Οι φίλοι του Παγκρατίδη κατέθεσαν ότι τις προηγούμενες ώρες ήταν όλοι μαζί σε μια ταβέρνα, όπου ήπιανε ρετσίνα, και όταν χωρίσανε, ο Αρίστος, όπως τον αποκαλούσαν, ήταν σε κατάσταση μέθης. Αυτό ισχυρίστηκαν και οι δικηγόροι του, επιχειρώντας να πείσουν τους ενόρκους, ν’ αλλάξουν την κατηγορία από «απόπειρα βιασμού», σε «εξαναγκασμό σε ασέλγεια», κάτι το οποίο πέτυχαν. Με βάση αυτήν την απόφαση το δικαστήριο του επέβαλλε ποινή κάθειρξης εννέα ετών, πενταετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και χρηματική αποζημίωση 7.000 δρχ. στο θύμα.
Ο Παγκρατίδης στην απολογία του είπε πως «όσα λένε για τα εγκλήματα είναι ψέματα. Δεν σκότωσα κανέναν εγώ. Παραδέχομαι ότι πήγα στο ορφανοτροφείο του «Μεγάλου Αλεξάνδρου» για να βιάσω καμμιά κοπέλα, αλλά γι’ αυτό φταίει το κρασί και το χασίς. Αυτήν την πράξη την έκανα και το ομολογώ. Δεν σκότωσα όμως για να πάρω χρήματα. Από μικρό παιδί βασανίζομαι. Πουλούσα το σώμα μου για 10 δραχμές για να φάω. Πουλούσα το αίμα μου στον Ερυθρό Σταυρό για να πάρω λίγα χρήματα, για να φάω. Δεν είμαι εγκληματίας. Αν ήθελα να γίνω εγκληματίας θα σκότωνα τον δολοφόνο του πατέρα μου που ζει σήμερα στο χωριό μας (σ.σ. στα Λαγκαδίκα Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του, Χαράλαμπος, ήταν αξιωματικός του στρατού και δολοφονήθηκε το 1945 για πολιτικούς λόγους). Ομολογώ ότι έσφαλα. Έσφαλα πολύ. Και γι’ αυτό θέλω να με δικάσετε. Μέσα στη φυλακή είδα πολλά και κατάλαβα πολλά. Τώρα άλλαξα και γι’ αυτό θέλω να τιμωρηθώ».
Ξημερώματα της 7ης Οκτωβρίου το δικαστήριο τον καταδικάζει σε ποινή κάθειρξης 9 ετών διά «εξαναγκασμόν εις ασέλγειαν» και όχι για απόπειρα βιασμού. Οδηγείται και πάλι στο κελί αναμένοντας την εκδίκαση της άλλης, ακόμη πιο σοβαρής υπόθεσης, που αφορούσε τις ανθρωποκτονίες που κατηγορείται ότι διέπραξε ως ο «Δράκος του Σέιχ Σου».
Η δίκη για τα εγκλήματα στο Σέιχ Σου που έγινε σε Εφετείο
Η δεύτερη δίκη θα ξεκινήσει στις 11 Φεβρουαρίου 1966. Ο Παγκρατίδης εμφανίζεται ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατηγορούμενος για επικίνδυνη σωματική βλάβη και ληστεία εις βάρος του λεβητοποιού Αθανάσιου Παναγιώτου και της συνοδού του Ελεωνόρας Βλάχου στο δάσος του Σέιχ Σου, καθώς επίσης και του ίλαρχου Κώστα Ραΐση και της φίλης του Ευδοξίας Παληογιάννη στην περιοχή της Μίκρας, αλλά και της ανθρωποκτονίας και ληστείας της φοιτήτρια νοσοκόμας Μελπομένης Πατρικίου στο Δημοτικό Νοσοκομείο.
Εάν αναρωτιέστε για ποιο λόγο ενώ είχαμε τρεις ανθρωποκτονίες και τρεις απόπειρες ανθρωποκτονίας τελικά ο κατηγορούμενος βρέθηκε ενώπιον Εφετείου και όχι Κακουργιοδικείου, είναι επειδή δικαστικό σύστημα θεώρησε ότι κίνητρο του Παγκρατίδη για τις ανθρωποκτονίες ήταν η ληστεία των θυμάτων. Έτσι δίνοντας προτεραιότητα στη ληστεία δικάστηκε από Εφετείο. Αν θεωρούνταν (όπως πολλές φορές επισήμανε η υπεράσπιση) ως πρωταρχικό κίνητρο η ανθρωποκτονία, ο Παγκρατίδης θα δικαζόταν στο Κακουργιοδικείο από ενόρκους.
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο εφέτης Θεσσαλονίκης Αλετράς, και σύνεδροι οι επίσης εφέτες Κουνουγέρης, Κόλλας, Γραφιανάκης και Παπαγιάννης ενώ την εισαγγελική έδρα κατέλαβε ο τότε αντιεισαγγελέας Εφετών Μιχάλης Σγουρίτσας.
Τα θύματα δεν αναγνώρισαν τον Παγκρατίδη ως δράστη
Μέσα στις 11 ημέρες που συζητήθηκε η υπόθεση, κατέθεσαν συνολικά 71 μάρτυρες. Την πρώτη μέρα εξετάστηκαν οι επιζώντες των δολοφονικών επιθέσεων, Αθανασίου και Βλάχου καθώς και η νοσοκόμα – μαία Φανή Τσαμπάζη αλλά δεν αναγνώρισαν τον Παγκρατίδη ως δράστη, οι δυο πρώτοι γιατί δεν είδαν καν τον δράστη, η δεύτερη γιατί «εκείνος που με χτύπησε ήταν τελείως άλλο πράγμα» όπως είπε. Επίσης κατέθεσαν οι διερχόμενοι στρατιώτες που βρήκαν τα πτώματα του ίλαρχου και της φίλης του αλλά ούτε αυτοί τον αναγνώρισαν. Διαβάστηκε επίσης το πόρισμα της αυτοψίας του ιατροδικαστή στα πτώματα των Ραΐση και Παληογιάννη, στα οποία εντοπίστηκαν τρεις διαφορετικοί τύποι αίματος: οι δυο ταυτοποιηθήκαν ως αυτοί των θυμάτων και ο τρίτος (που λογικά θα έπρεπε ν’ ανήκει στον δράστη), βρέθηκε να είναι «σχεδόν όμοιος με τον τύπο του Παγκρατίδη (τέταρτος τύπος αρνητικό ο δράστης -τέταρτος τύπος θετικό ο κατηγορούμενος).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει αν επισημανθεί ότι στο σημείο του εγκλήματος βρέθηκαν αρκετά «καθαρά» αποτυπώματα, μεταξύ των οποίων και ένα ματωμένο, στο στήθος της άτυχης 21χρονης Ευδοξίας Παληογιάννη, όπως επίσης και ίχνη πελμάτων στο έδαφος, που ουδέποτε ταυτοποιήθηκαν με αυτά του Παγκρατίδη. Συν τοις άλλοις, δεν διερευνήθηκε ποτέ ο ρόλος δύο στρατιωτών που βρίσκονταν στην περιοχή και βάσει μεταγενέστερης κατάθεσής τους, είχαν συναντηθεί με το ζευγάρι λίγο πριν δολοφονηθεί.
Τί κατέθεσαν οι μάρτυρες υπεράσπισης
Την επόμενη μέρα κατέθεσαν οι μάρτυρες υπεράσπισης, άτομα από το κοινωνικό του περιβάλλον καθώς και ο υφηγητής τότε Νευρολογίας και Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αγαπητός Διακογιάννης. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του στο δικαστήριο, «ο Παγκρατίδης εδείκνυεν άτομον με πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς, όπως κίναιδος ενεργητικός, ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, εφαψίας, κλέπτης, διψομανής, πότης και καταχραστής χασίς. Εκ των ερωτήσεων δε τας οποίας του υπέβαλον εν συνεχεία εβεβαιώθην ότι ούτος δεν παρουσίαζεν ψύχωσιν τινά». Η συγκεκριμένη κατάθεση ήταν αποφασιστική για την τύχη του κατηγορούμενου. Ο ψυχίατρος ανέφερε πως ο Παγκρατίδης ομολόγησε μπροστά του όλα τα εγκλήματα που διέπραξε, και μάλιστα με λεπτομέρειες, πιστεύοντας ότι θα γλίτωνε με μερικά χρόνια φυλακή όπως του είχαν υποσχεθεί οι αστυνομικοί.
Ο σχιζοφρενής γιος γνωστού καθηγητή ιατρικής
Τα επόμενα εικοσιτετράωρα κατέθεσαν αρκετοί αστυνομικοί που αρνήθηκαν ότι ασκήθηκε οποιασδήποτε μορφής πίεση στον κατηγορούμενο προκειμένου να ομολογήσει. Η καταδικαστική απόφαση δείχνει να είναι μονόδρομος. Η υπεράσπιση παίζει το σημαντικότερο «χαρτί» της στις 17 Φεβρουαρίου, όταν καλείται να καταθέσει ο χρυσοχόος Παγκράτης Παγκρατίδης, αδελφός του δράστη. Αφού ορκίζεται στο Ευαγγέλιο κατηγορεί και κατονομάζει ως δράστη των εγκλημάτων τον Αίαντα Σκλαβούνο, γιό του διακεκριμένου ιατρού – ανατόμου και πανεπιστημιακού καθηγητή Γεώργιου Σκλαβούνου».
Σύμφωνα με την καταγγελία, ο Αίαντας Σκλαβούνος ήταν σχιζοφρενής, έμενε εκείνη την περίοδο στη βίλα της οικογένειας δίπλα στο δάσος του Σέιχ Σου και ήταν αυτός ο υπεύθυνος για τις δολοφονικές επιθέσεις της εποχής εκείνης. Μάλιστα υπήρχε και υπόγεια σήραγγα που συνέδεε τον κήπο του πολυτελούς οικήματος με το Δημοτικό Νοσοκομείο. Το δικαστήριο ωστόσο αρνήθηκε να εξετάσει αυτήν την εκδοχή, «ως μη έχουσα άμεσο σχέση» καθώς όπως ειπώθηκε, εκδικαζόταν το εάν ο Παγκρατίδης ήταν ένοχος των συγκεκριμένων εγκλημάτων και όχι για το ποιος ήταν ο Δράκος του Σέιχ Σου.
Εισαγγελέας Σγουρίτσας: «Δεν πρέπει να του επιβληθεί η θανατική ποινή»
Την Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 1966 και αφού ο Παγκρατίδης αρνήθηκε να απολογηθεί και να δώσει την ευκαιρία στους δικαστές να του κάνουν ερωτήσεις, καθώς στο μεσοδιάστημα οι συνήγοροί του είχαν αναγκαστεί να παραιτηθούν μιας και κανένα τους αίτημα δεν γινόταν δεκτό, τον λόγο έλαβε ο εισαγγελέας της έδρας, Μιχάλης Σγουρίτσας. Όπως είπε, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Παγκρατίδης είναι ένοχος των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορείται, ωστόσο θεωρεί ότι δεν πρέπει να του επιβληθεί η θανατική ποινή, αλλά η ισόβια κάθειρξη και η δεκαετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ατράνταχτα στοιχεία επί της ενοχής του θεώρησε το δολοφονικό όπλο, την πέτρα, που είναι κοινό στοιχείο σε όλα τα εγκλήματα, την έλλειψη άλλοθι του κατηγορουμένου, αφού δεν μπόρεσε να αποδείξει πού βρισκόταν όταν διαπράχθηκαν τα εγκλήματα, και φυσικά η ομολογία των πράξεων του μπροστά στον ψυχίατρο Αγαπητό Διακογιάννη. Ο εισαγγελέας επεσήμανε παράλληλα ότι θεωρεί ουσιαστικά αναρμόδιο το συγκεκριμένο δικαστήριο στο να κρίνει την υπόθεση, αφού αποδείχτηκε ότι κίνητρο του δράστη ήταν η ανθρωποκτονία αυτή καθ’ αυτή και όχι η ληστεία, προτείνοντας παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο.
Το δικαστήριο δεν τον άκουσε. Αποφάνθηκε ότι ο Παγκρατίδης είναι ένοχος για όλα τα εγκλήματα και μάλιστα επισημαίνει ότι έγιναν με τρόπο ιδιαίτερα ειδεχθή από δράστη επικίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια. Καταδικάζεται τετράκις εις θάνατον!
Ο κατηγορούμενος παρέμεινε στις φυλακές Επταπυργίου Θεσσαλονίκης (Γεντί Κουλέ) άλλα δύο χρόνια. Θα πληροφορηθεί για την επικείμενη εκτέλεσή του την προηγούμενη νύχτα, την οποία θα περάσει καπνίζοντας και εξομολογούμενος τα αμαρτήματά του στον ιερέα των φυλακών. Σε αυτά όμως, δεν συγκαταλέγει τις δολοφονίες, αφού μέχρι τέλους δήλωνε αθώος για τις συγκεκριμένες πράξεις. Τη θανατική ποινή εκτέλεσαν στρατιώτες της 165ης Μοίρας Βαρέως Πυροβολικού που έδρευε στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς» της συμπρωτεύουσας.
«Αυτός ήταν ο πραγματικός Δράκος του Σέιχ Σου»
Στις 21 Ιανουαρίου 2022 η «Εφημερίδα των Συντακτών» προέβη σε μια αποκάλυψη. Ο 85χρονος εν αποστρατεία υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας Βασίλης Κομνηνός, που την περίοδο της καταδίκης του Παγκρατίδη ήταν υπομοιράρχος της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, μίλησε στη συνεργάτη της εφημερίδας Εύα Νικολαΐδου και αποκάλυψε ότι υψηλά ιστάμενοι είχαν διατάξει να εκτελεστεί το συγκεκριμένο αθώο φτωχόπαιδο του περιθωρίου, προσθέτοντας ότι αυτός λίγα χρόνια αργότερα, αυτός είχε συλλάβει τον αληθινό «Δράκο του Σέιχ Σου», αλλά οι ανώτεροί του έθαψαν την υπόθεση και διέγραψαν την ομολογία του συλληφθέντα.
Σύμφωνα με τον απόστρατος αξιωματικό, ο πραγματικός «Δράκος του Σέιχ Σου» συνελήφθη τον Αύγουστο του 1971 και ήταν ο τότε 38χρονος Ιωάννης Σερεσλής, γνωστός ηδονοβλεψίας. «Το ψυχολογικό μου φορτίο ήταν μεγάλο και σκέφτηκα να μη φύγω από τη ζωή μ’ αυτό το βάρος. Ήμουν υπηρεσία ένα βράδυ (σ.σ. το 1971). Μας ειδοποιεί το 100 ότι έχουμε δρακικό κρούσμα στην Κλινική Κουκουδέα. Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στον Σερεσλή. Τον ήξερα σαν την παλάμη μου. Μία νοσοκόμα, η Δώρα Κωνσταντινίδου, μου είπε: «Πήγε να με πνίξει, αλλά εγώ τον δάγκωσα στον αντίχειρα και φώναξα βοήθεια. Ένας γιατρός έτρεξε στον θάλαμο και ο δράστης πήδηξε από τον φράχτη κι εξαφανίστηκε». Στον φράχτη παρατήρησα ότι υπήρχαν ίνες από το παντελόνι του, στο σημείο που πήδηξε, καθώς και ένα αποτσίγαρο «Άρωμα» άφιλτρο. Στην Υπόθεση Παγκρατίδη βρίσκαμε στο δάσος αποτσίγαρα μάρκας «Άρωμα» άφιλτρο. Διέταξα να προσαγάγουν τον Σερεσλή. Γνωρίζαμε πού εργαζόταν. Ήταν αρτεργάτης. Μόλις έφτασε διαπίστωσα το σημάδι στο χέρι και στο σημείο του παντελονιού. Αμέσως του είπα: «Σε κρατάω στο χέρι. Ομολόγησε». Στην ανάκριση ήταν και ο Δακουράς, μετέπειτα αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης. Ο Σερεσλής ομολόγησε τις πράξεις του. Τον ρωτήσαμε: «Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο;», μας απάντησε, «Καθίστε τώρα να σας πω για τα εγκλήματα που φόρτωσαν στον Παγκρατίδη», υπονοώντας, βέβαια, «εγώ τα ξέρω αυτά γιατί εγώ τα έκανα». Πάγωσα».
Όταν ο αξιωματικός ανέφερε στους ανωτέρους του πως είχε συλληφθεί ο πραγματικός «δράκος», αντί να επιβραβεύσουν τον υφιστάμενό τους, φρόντισαν να κλείσουν την υπόθεση. «Ο Δακουράς έτρεξε στον διευθυντή της Ασφάλειας. Εκεί άρχισαν τα μαγειρέματα. Ήρθαν στην εξέταση ο Σπέντζας και ο Ηλίας Πέππας. Πάγωσα. Τους είπα ότι αυτός είναι ο πραγματικός «δράκος». Τον άρπαξαν και τον εξαφάνισαν. Ο Δακουράς μου είπε ότι συνεννοήθηκαν με τους από πάνω να «πνίξουμε» το θέμα, γιατί θα ήταν τόσο μεγάλη η κατακραυγή μετά την εκτέλεση του Παγκρατίδη που δεν θα μας ξέπλενε τίποτα. Ο Σερεσλής καταδικάστηκε σε ισόβια κι έμεινε 17 χρόνια στη φυλακή» ανέφερε ο συνεντευξιαζόμενος.