Δεν είναι λίγοι οι κακοποιοί στην ελληνική ιστορία που έχουν αφήσει το στίγμα τους και με την ίδια τη δράση τους και τον τρόπο που πραγματοποίησαν το όποιο αδίκημα, αλλά και με τις παράλληλες δραστηριότητές τους και τη ζωή τους εν γένει. Από το πώς σκορπούσαν τη λεία των ενεργειών τους (αν μιλάμε για ληστείες) ή το πώς τελικά κατάφερναν να ξεγελάνε τις αρχές και να ζουν μία (όσο το δυνατό) κανονική ζωή.
Η ιστορία του Θόδωρου Βενάρδου δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα καλοστημένο σενάριο ταινίας του Χόλιγουντ η οποία κάνουμε την πρόβλεψη ότι μπορεί και να έσπαγε τα ταμεία. Ένας πανέξυπνος ληστής, μπον βιβέρ, λάτρης της «μεγάλης ζωής», των γυναικών και της νύχτας.
Ένας ληστής που απέκτησε στάτους σταρ του σινεμά, τον οποίο λάτρεψαν οι γυναίκες και έγινε ένας λαϊκός ήρωας. Τα μεγάλα ποινικά «κατορθώματα» του Βενάρδου ήταν μόλις δύο ληστείες και μία απόδραση. Ήταν όμως και τα τρία τόσο θεαματικά που τον κατέταξαν στους κορυφαίους του είδους.
Η θρασύτατη ληστεία μια μέρα πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου
Η Αθήνα (και η Ελλάδα) βράζει. Το ημερολόγιο γράφει 16 Νοεμβρίου 1973. Μία μέρα μετά θα πυροδοτηθεί η βόμβα που θα αποτινάξει τη χούντα των συνταγματαρχών πάνω από την ελληνική κοινωνία.
Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη ένοπλη ληστεία τραπέζης στην Ελλάδα. Και τα είχε όλα. Μία κόκκινη Τζάγκουαρ, έναν καθολικό παπά και 2.375.000 εκατ. δραχμές. Ο Βενάρδος έχει νοικιάσει σπίτι στο Παγκράτι και παρακολουθεί καθημερινά τις κινήσεις στο υποκατάστημα της Εθνικής. Ξέρει πλέον πρόσωπα, ώρες αιχμής, κίνηση στους δρόμους. Η είδηση που θα έπαιζε πρωτοσέλιδο για ημέρες δεν πήρε διαστάσεις. Το βράδυ θα γινόταν η εξέγερση στο Πολυτεχνείο και ήδη η πρωτεύουσα είχε πάρει φωτά. Την άλλη μέρα στις έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων η πρώτη είδηση ήταν άλλη. Μόνο ο «Ελεύθερος Κόσμος», εφημερίδα που στήριζε ανοιχτά την χούντα είχε εκτενές ρεπορτάζ σε μία προσπάθεια να δείξει ότι η χώρα βαδίζει προς την αναρχία.
Ο νεαρός ληστής αδιαφορώντας για τα μέτρα της δικτατορίας και τα όσα συνέβαιναν εμφανίστηκε ντυμένος σαν καθολικός παπάς και εισβάλει στην τράπεζα κρύβοντας κάτω από το ράσο του μια κοντόκανη καραμπίνα. Η λεία του; Το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 2.375.000 εκατ. δραχμών. Παίρνει τα χρήματα σε μια μαύρη σακούλα, μπαίνει στην Τζάγκουαρ και φεύγει «κύριος».
Η μεγάλη ζωή και η πρώτη σύλληψη
Η χούντα έχει βάλει ως πρωταρχικό στόχο τη σύλληψη του Βενάρδου. Η αστυνομία δεν είχε δύσκολο έργο μιας και τα θέλω του νεαρού ληστή δεν μπορούσαν να κρυφτούν. Ο 24χρονος άνδρας σκορπάει τα κλοπιμαία σαν να μην υπάρχει αύριο. Φεύγει για διακοπές στην Ελβετία. Από το Σεν Μόριτζ μετά στη Ζυρίχη, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη, το Μιλάνο και την Μπολόνια.
Επιστρέφει στην Αθήνα στις 3 Ιανουαρίου και εντελώς αφελώς κάνει ό,τι μπορεί για να προσελκύσει τις αρχές. Διασκεδάζει διαρκώς σε νυχτερινά κέντρα, επισκέπτεται το καζίνο της Πάρνηθας και τον Ιππόδρομο, ενώ αγοράζει αυτοκίνητο έναντι 250.000 δραχμών. Τα χρήματα που ξόδευε ωστόσο δεν πήγαιναν μόνο στα γούστα του αλλά βοηθούσε συγγενείς, φίλους του και γνωστούς του.
Η αστυνομία δεν άργησε να τον εντοπίσει. Follow the money λένε. Τότε αποκαλύπτεται και το όνομα του. Ο Θόδωρος Βενάρδος γίνεται αμέσως συμπαθής σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα στο γυναικείο φύλο, λόγω του παρουσιαστικού του, αλλά και του γεγονότος ότι η παραβατικότητα του συμβολίζει και μια ενέργεια αντίστασης κατά της χούντας.
Εμφανίζεται στο δικαστήριο κομψός και καλοντυμένος, με ένα αριστοκρατικό στιλ που παραπέμπει σε σταρ του σινεμά. Φυλακίζεται στον Κορυδαλλό όπου και μένει μόλις 2 μήνες. Στις 24 Απριλίου 1974 ο Βενάρδος με κινηματογραφικό τρόπο αποδρά από τις φυλακές. Δεν χρειάστηκε πολύ. Μόνο τα λίγα λεπτά που ο φρουρός βγήκε για να πιάσει τη μπάλα των κρατουμένων που έπεσε έξω από το προαύλιο. Σκαρφάλωσε γρήγορα τον ψηλό τοίχο και έγινε καπνός. Ιστορική έχει μείνει και η στιγμή που οι δεσμοφύλακες πρόλαβαν τον Βενάρδο στο φυλάκιο αλλά εκείνος με μια κλωτσιά σώριασε τον ένα, πήδηξε από ύψος 4 μέτρων και έγινε καπνός.
«Αντικρατιστής και εχθρός της υπάρχουσας τάξης» – Η ληστεία στα Σεπόλια
Η απόδρασή του τού δίνει τη δυνατότητα να γίνει πρωτοσέλιδο. Οι εφημερίδες αφιερώνουν μεγάλα ρεπορτάζ στην απόδραση, γράφοντας πως απέδρασε καταχειροκροτούμενος από 100 κρατούμενους που του φώναζαν «μπράβο Βενάρδο». Ο Βενάρδος περιγράφεται από τους οικείους του ως «κοινωνικά ανένταχτος, αντικρατιστής, με μια φυσική άρνηση προς την καθεστηκυία τάξη». Μάλιστα συγγενείς του λένε ότι τις ληστείες τις πραγματοποιούσε και με κίνητρο το βαθύ μίσος του για τη χούντα.
Ο νεαρός ληστής δεν περίμενε πολύ. Τρεις μήνες μετά την απόδραση είχε ήδη καταστρώσει το επόμενο σχέδιό του το οποίο επίσης έμεινε στην ιστορία. Στις 17 Μαΐου 1974 μπαίνει στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στα Σεπόλια, κρατώντας αυτή τη φορά ένα μεγάλο μπουκέτο με λουλούδια. Κάτω από τα λουλούδια είχε κρύψει την κοντόκανη καραμπίνα με την οποία απείλησε τους υπαλλήλους και τον διευθυντή της τράπεζας προκειμένου να πάρει 555.000 δραχμές από το ταμείο.
Πριν φύγει ο Βενάρδος προχωρά σε μία κίνηση που τον έκανε ακόμα πιο αγαπητό στην κοινή γνώμη: Λέει «ευχαριστώ» και προσφέρει την ανθοδέσμη στις κυρίες της τράπεζας, αφήνοντας άναυδους τους πάντες. Η καταδίωξη από κάποιους τραπεζικούς υπαλλήλους δεν έχει αποτέλεσμα και ο Βενάρδος διαφεύγει ξανά. Πλέον θα είναι ο θρυλικός «ληστής με τις γλαδιόλες», τον οποίο η χουντική αστυνομία επικηρύσσει για 200.000 δραχμές εάν κάποιος τον καταδώσει και για 300.000 δραχμές για την σύλληψη του.
Η σύλληψη της αδερφής του, το αμάξι του Σιδέρη και η αυτοκτονία
Η χούντα χρησιμοποίησε κάθε βρώμικο μέσο για να συλλάβει τον Βενάρδο. Φυλάκισαν την αδελφή του καταζητούμενου, δήθεν για συνέργεια και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Η Αννίτα Βενάρδου, πρώην μανεκέν, έχει ξεκινήσει καριέρα τραγουδίστριας και η σύλληψη της κάνει έξω φρενών τον αδελφό της, που μέσω του τότε δημοσιογράφου των «Νέων», Κώστα Καββαθά, στέλνει επιστολή ζητώντας να αφεθεί ελεύθερη, ειδάλλως θα έπραττε τα «δέοντα που γνωρίζουν οι αξιωματικοί της αστυνομίας».
Η χούντα δεν δέχτηκε. Λίγες μέρες πριν τη ληστεία στα Σεπόλια ο Βενάρδος είχε κλέψει ένα αμάξι μάρκας Fiat. Όπως αποδείχτηκε ανήκε στον ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού και αδερφού του Γιώργου Σιδέρη, Νίκου. Με την ταυτότητα Νίκος Σιδέρης ο Βενάρδος ταξίδεψε στις ΗΠΑ. Δεν είχε όμως τα απαραίτητα έγγραφα και οι αρχές των ΗΠΑ τον έστειλαν πίσω δέμα στη χούντα.
Στο αεροπλάνο της Ολυμπιακής, με το οποίο επέστρεψε στη χώρα, δικαίωσε όσο ποτέ τον τίτλο του τζέντλεμαν και του μπον βιβέρ. Παρέδωσε ένα κανονικό σόου αριστοκρατικού τύπου: Σακάκι με χρυσά κουμπιά, μια πανάκριβη ταξιδιωτική τσάντα, ήταν ευγενέστατος και φλέρταρε τις αεροσυνοδούς, χαρίζοντας τους παράλληλα κολόνιες αφού πρώτα είχε φροντίζει να κάνει τα ψώνια του στα duty free.
Εν τέλει και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες συνελήφθη ξανά. Ο Βαγγέλης Ρωχάμης, που ήταν συγκρατούμενός του, έγραψε στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ισοβίτης ή δραπέτης» ότι «στο κελί του είχε τις πιο ωραίες φωτογραφίες και τις πιο όμορφες γυναίκες που είχα δει σε φωτογραφία, ενώ ήταν πάντα κομψά ντυμένος και πάντα μύριζε κάποιο καινούργιο άρωμα».
Η δίκη του έγινε τον Ιούλιο του ’75 και ισχυρίστηκε επιπλέον πως μεγάλο μέρος από την πρώτη του ληστεία στο Παγκράτι το διέθεσε στον αγώνα κατά της δικτατορίας, τροφοδοτώντας με εξοπλισμό επαναστατικές ομάδες. Στην κηδεία του μάλιστα, υπήρχε και στεφάνι της 17Ν, με την οργάνωση να μην έχει παραδεχθεί ποτέ δημοσίως ότι ήταν τα μέλη της που απέστειλαν αυτό το στεφάνι.
Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν 20 έτη και 20 μήνες. Η ζωή του στη φυλακή από εκεί και πέρα μόνο κινηματογραφική δεν ήταν. Ψυχολογικό ράκος ο Βενάρδος εν τέλει αυτοκτόνησε κάτω από εξαιρετικά ύποπτες συνθήκες τον Ιούλιο του 1984. Μόλις λίγες μέρες πριν είχε απορριφθεί η 5η αίτησης αποφυλάκισης που είχε κάνει για ανήκεστο βλάβη, ενώ είχαν προηγηθεί 15 απόπειρες αυτοκτονίας στο διάστημα της 11ετους φυλάκισής του.
Η κατάσταση του «ληστή με τις γλαδιόλες» θεωρείται κομβική για το σωφρονιστικό σύστημα της χώρας καθώς βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του ένας άνθρωπος, μόλις 35 ετών, που είχε απόλυτη ανάγκη νοσηλείας και ψυχιατρικής βοήθειας. Τότε ήταν που η Ελλάδα έπρεπε να αποφασίσει αν θα μεταρρυθμίσει ένα σύστημα μεσαιωνικού τύπου σε αυτό μιας σύγχρονης δημοκρατίας. Εκ του αποτελέσματος δεν μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε.