Είναι μια μεγάλη συζήτηση, στην οποία μπορεί να μην υπάρξει ποτέ ταύτιση απόψεων, γιατί πάντα ο οπαδός θα σκέφτεται και θα αντιδράει ως οπαδός. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι το ίδιο κάνει ή πρέπει να κάνει και ο ποδοσφαιριστής.
Το «επαγγελματίες είναι», αποτελεί μια μεγάλη αλήθεια και ταυτόχρονα και την εξήγηση για οποιαδήποτε απόφαση πάρει κάποιος στη δουλειά του, αλλά πώς να δεχθεί ο οπαδός ότι η ομάδα του είναι απλά η… δουλειά κάποιου;
Στην ιστορία του ποδοσφαίρου έχουν υπάρξει -και θα υπάρξουν άλλες τόσες- πάμπολλες περιπτώσεις παικτών που αποφάσισαν να φύγουν από την ομάδα τους και να υπογράψουν αλλού, ακόμη και στον μεγάλο αντίπαλο. Και συνήθως, για οποιοδήποτε λόγο, εκεί δένονται περισσότερο.
Όπως, για παράδειγμα, οι τέσσερις που αναφέρουμε παρακάτω ως τις πιο ενδεικτικές περιπτώσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι δεν υπήρξαν κι άλλοι. Στους συγκεκριμένους τέσσερις, όμως, οι αντιδράσεις ήταν πολύ μεγάλες, «βοηθώντας» τους ενδεχομένως στο να τις… υποστηρίξουν με ακόμη περισσότερο θέρμη και να δεθούν ακόμη περισσότερο με αυτόν που αρχικά ήταν ο «εχθρός» τους.
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Το καλοκαίρι του 1996 ο Παναθηναϊκός απολάμβανε τη δόξα μιας σεζόν που είχε μόλις ολοκληρωθεί με το δεύτερο σερί πρωτάθλημα και κυρίως με την εκπληκτική πορεία ως τους «4» του Champions League, όπου αποκλείστηκε από τον Άγιαξ παρά τη νίκη στο πρώτο ματς στο Άμστερνταμ.
Κατά πάσα πιθανότητα, βασικά κατά πάσα βεβαιότητα, αυτές τις επιτυχίες τις είχε πανηγυρίσει και ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, αφού δεν έκρυψε ότι ήταν… πράσινος. Όταν, επομένως, το τριφύλλι εξέφρασε ενδιαφέρον για την απόκτηση του, η λογική έλεγε ότι η μεταγραφή θα γινόταν. Το γραφτό του ήταν αλλού όμως και συγκεκριμένα στον… Ολυμπιακό.
Ο Πανηλειακός, όπου έπαιζε ο Γιαννακόπουλος, ήθελε να πουλήσει μαζί και τον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς και οι ερυθρόλευκοι που ήταν έτοιμοι για ένα νέο ξεκίνημα με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς στον πάγκο, έκαναν την κίνηση τους. Και ήταν κίνηση-ματ.
Ο Σωκράτης Κόκκαλης έδωσε όσα έπρεπε για να τους πάρει πακέτο στον Πειραιά και ο πράσινος Στέλιος έγινε τελικά κόκκινος, πανηγυρίζοντας επτά συνεχόμενα πρωταθλήματα, πολλές νίκες επί του Παναθηναϊκού και κάποιες εξ αυτών ήταν και με δικά του γκολ.
Όπως, για παράδειγμα, στο 0-2 του 1998 ή στο 3-0 του 2003 στη Ριζούπολη. Εκεί, μάλιστα, έβαλε δύο και τα είχε πανηγυρίσει πιο έξαλλα από ό,τι οποιοδήποτε άλλο στην καριέρα του.
Γιάννης Κυράστας: Έκανε τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο στα τμήματα υποδομής του Ολυμπιακού, στην πρώτη ομάδα του οποίου προωθήθηκε το 1972. Αμυντικός κλάσης, με πολύ μυαλό στο παιχνίδι του και πολύ καλός με την μπάλα στα πόδια, έγινε βασικότατο στέλεχος των Πειραιωτών μέχρι και το 1981, όταν… τόλμησε να περάσει τη γραμμή που χωρίζει τους δύο αιώνιους αντιπάλους.
Ήταν τα πρώτα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και ήταν παράλληλα τα χρόνια που ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε αποφασίσει να χτυπήσει με όποιον τρόπο μπορούσε τον Ολυμπιακό, προκειμένου να βάλει τέλος στην κυριαρχία του.
Ο Κυράστας, λοιπόν, ήταν ένας από τους που ήθελε πάση θυσία ο τότε πρόεδρος του Παναθηναϊκού και κατάφερε να τον ντύσει στα πράσινα, τα οποίο κράτησε μέχρι και το τέλος της καριέρας του, το 1986. Θα τα ξαναφορούσε πολλά χρόνια μετά όμως και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1999, όταν ο Βαρδινογιάννης θα τον καλούσε ξανά, αυτή τη φορά για τη θέση του προπονητή.
Και όπως το ’81’, έτσι και τότε, η απάντηση του αείμνηστου Κυράστα ήταν θετική, αποδεικνύοντας έτσι το δέσιμο του με το τριφύλλι. Κι αν κάποιος είχε ακόμη αμφιβολίες, θα ερχόταν ακόμη μία απόδειξη το 2001, όταν θα επέστρεφε ξανά στον πάγκο του Παναθηναϊκού, με τον οποίο τελικά ταυτίστηκε περισσότερο σε σχέση με την ομάδα στην οποία ξεκίνησε την καριέρα του και έφτιαξε το όνομα του.
Αντώνης Νικοπολίδης: Το 1989 ο Παναθηναϊκός απέκτησε από την Αναγέννηση Άρτας έναν 18χρονο τερματοφύλακα ονόματι Αντώνης Νικοπολίδης. Λίγους μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 1990, εκείνος ο πιτσιρικάς έκανε το ντεμπούτο του και μάλιστα σε ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη.
Ντέρμπι που του έμεινε αξέχαστο όχι μόνο επειδή ήταν το ντεμπούτο του, όχι μόνο επειδή η ομάδα του θα πάρει τη νίκη με 3-4 σε ένα τρελό ντέρμπι, αλλά κι επειδή θα δεχθεί πέτρα στο κεφάλι…
Το ξεπέρασε, βέβαια, αλλά αυτό που δεν μπορούσε να ξεπεράσει ήταν η… ιεραρχία, αφού ο Νικοπολίδης τα περισσότερα χρόνια του στους πράσινους ήταν αναπληρωματικός του Γιόζεφ Βάντσικ.
Αυτό θα άλλαζε από τη σεζόν 1997-98 κι έπειτα, αλλά τελικά τα πράγματα εξελίθηκαν διαφορετικά από ό,τι περίμεναν οι περισσότεροι… Το καλοκαίρι του 2004, έχοντας καλύτερη πρόταση από τον Ολυμπιακό, ο διεθνής τερματοφύλακας αποφάσισε να κάνει την μεγάλη αλλαγή και να αφήσει τα πράσινα για τα ερυθρόλευκα.
Απόφαση που τον έβαλε από την πρώτη στιγμή στο στόχαστρο των οπαδών του Παναθηναϊκού και στις καρδιές αυτών του Ολυμπιακού.
Από τα πρώτα του παιχνίδια ως ερυθρόλευκος, μάλιστα, ο Νικοπολίδης έδειξε να νιώθει πολύ άνετα στο νέο περιβάλλον και αυτό επιβεβαιωνόταν όσο περνούσε ο καιρός, αφού έπαιξε για επτά χρόνια στους Πειραιώτες, με τους οποίους στη συνέχεια συνεργάστηκε και ως βοηθός προπονητή αλλά και ως πρώτος προπονητής (έστω υπηρεσιακός), φτάνοντας τελικά στο σημείο να παραδεχθεί -αν και το είχαν καταλάβει όλοι- ότι η ομάδα με την οποία δέθηκε τελικά ήταν ο Ολυμπιακός.
Στράτος Αποστολάκης: Ο ποδοσφαιριστής που προκάλεσε μεγαλύτερη ένταση από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος ανάμεσα στους δύο αιώνιους αντίπαλους.
Ο Αποστολάκης ήταν ένας καλός, ανερχόμενος δεξιός μπακ όταν τον απέκτησε από τον Παναιτωλικό, την ομάδα της πόλης του, ο Ολυμπιακός το 1985, πανηγυρίζοντας την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος και ενός Σούπερ Καπ ως ερυθρόλευκος. Ενδεχομένως να μπορούσε να κατακτήσει κι άλλους τίτλους στον Πειραιά αλλά δε θα το μάθουμε ποτέ, αφού το 1990 προκάλεσε… χάος.
Η πρόταση του Γιώργου Βαρδινογιάννη, ο οποίος στα χρόνια της παντοδυναμίας του είχε σαν… χόμπι το να παίρνει παίκτες από τον Ολυμπιακό, ήταν πολύ καλή για να την αρνηθεί και η ανακοίνωση της μεταγραφής του στον Παναθηναϊκό είχε ως συνέπεια τη ματαίωση του Σούπερ Καπ ανάμεσα στις δύο ομάδες. Θυμάστε κάτι ανάλογο στο ελληνικό ποδόσφαιρο;
Μάλλον όχι και αυτό αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το κλίμα που δημιουγήθηκε με αυτή την απόφαση του. Ή μάλλον, για να είμαστε πιο σωστοί, η μεγαλύτερη απόδειξη ήταν οι έξαλλοι πανηγυρισμοί από όλους στο Καραϊσκάκη, σαν να μπήκε γκολ, όταν ο Τάσος Μητρόπουλος με ένα δυνατό μαρκάρισμα τον… σήκωσε στον αέρα, στην πρώτη του επίσκεψη εκεί ως αντίπαλος.
Ο Αποστολάκης, τελικά, παρέμεινε εννιά χρόνια στον Παναθηναϊκό, ως το τέλος της καριέρας του δηλαδή, ζώντας μεγάλες στιγμές σε Ελλάδα και Ευρώπη, ενώ το γεγονός ότι στη συνέχεια υπήρξε -όπως και ο Νικοπολίδης αλλά από την ανάποδη- βοηθός προπονητή αλλά και προπονητής για ένα διάστημα των πράσινων, αποδεικνύει ότι τελικά αυτό ήταν το χρώμα με το οποίο δέθηκε περισσότερο.