Ωραίος, έξυπνος, χαρισματικός και τρυφερός. Ένας άντρας που διέθετε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά στοιχεία για να αποκτήσει ό,τι ήθελε στην ζωή του. Και τα κατάφερε. Γνώρισε την γυναίκα της ζωής του και μαζί με την κόρη της (από προηγούμενη σχέση της) δημιούργησε μια ευτυχισμένη οικογένεια που όλοι θα ζήλευαν. Μέχρι την στιγμή που συνελήφθη και κατηγορήθηκε για μια σειρά από ειδεχθείς φόνους, που συντάραξαν την κοινή γνώμη και συνεχίζουν να ανατριχιάζουν όποιον διαβάζει την ιστορία του μέχρι και σήμερα.
Ο Τεντ Μπάντι έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους πιο τρομακτικούς κατά συρροή δολοφόνους των ΗΠΑ κατά την δεκαετία του ’70, έχοντας βιάσει, σκοτώσει και ασελγήσει πάνω στα πτώματα, παρά την προχωρημένη αποσύνθεση των σορών, των δεκάδων θυμάτων του. Αυτά, αποδεδειγμένα και μετά από την ομολογία του ίδιου, ανέρχονται στα 28 με τους ειδικούς να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να ξεπεράσουν και τα 100. Ο στυγνός εγκληματίας καταδικάστηκε σε θάνατο τρεις φορές και εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα των πολιτειακών φυλακών της Φλόριντα στις 24 Ιανουαρίου του 1989.
Τα παιδικά χρόνια και οι σπουδές του
Γνωστός ως Theodore Robert Cowell, όπως ήταν το βαπτιστικό του όνομα, γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1946 στο Βερμόντ της Φλόριντα και αποτέλεσε το μυστικό της οικογένειας της μητέρας του, η οποία τον έφερε στην ζωή μόλις στα 22 της και μάλιστα εκτός γάμου.
Έτσι, μέχρι και την ηλικία των 5, όποτε η μητέρα του παντρεύτηκε τον Τζον Μπάντι ο οποίος υιοθέτησε τον Τεντ, νόμισε για γονείς του τους παππούδες του και είχε την μητέρα του ως την μεγάλη αδερφή του.
«Μεγάλωσα σε ένα υπέροχο σπιτικό με δυο αφοσιωμένους και στοργικούς γονείς», είχε πει χαρακτηριστικά στον αιδεσιμότατο που εξομολογήθηκε 17 ώρες πριν την εκτέλεσή του, υποστηρίζοντας το γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ θύμα παιδικής κακοποίησης.
Την αλήθεια για την μητέρα του την έμαθε σε ηλικία 22 χρονών, κατά την διάρκεια των σπουδών του στην Ουάσινγκτον, όπου μετακόμισε με σκοπό να μελετήσει τα Κινέζικα. Έκτοτε ο κοινωνικός νέος και ο άριστος φοιτητής άλλαξε ριζικά. Εγκατέλειψε τις σπουδές του και άρχισε να αδιαφορεί εντόνως για τον μέλλον του, με την συμπεριφορά του να γίνεται ανυπόφορη.
Η κοπέλα του δεν μπορούσε να τον ανεχτεί άλλο και τον χώρισε, με τον Τεντ να νιώθει ότι καταρρέει όλος ο κόσμος γύρω του. Από τους ψυχολόγους που έχουν ασχοληθεί με την ιστορία του, πολλοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν το χωρισμό του με την Μπρουκς ως την αφορμή για τις ειδεχθείς πράξεις του (όχι, ωστόσο και την αιτία).
Η «επαναφορά» του δεν άργησε να πραγματοποιηθεί και μέχρι τις αρχές του 1970 είχε επιστρέψει στο πανεπιστήμιο, καταφέρνοντας να διακριθεί στον τομέα της ψυχολογίας, ενώ το 1974 στράφηκε προς τη Νομική. Είναι η ίδια περίοδος που άρχισαν να εξαφανίζονται κοπέλες από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον.
Η δράση του και τα θύματά του
Όντας ένας γοητευτικός και ιδιαιτέρως κοινωνικός νέος, ο Μπάντι δεν δυσκολεύτηκε πολύ στο να παρασύρει τα θύματά του. Πλησιάζοντας τις κοπέλες προσποιούμενος ότι χρειαζόταν βοήθεια λόγω του ότι είχε σπάσει το χέρι ή το πόδι του, κατάφερνε να τις κάνει να τον ακολουθήσουν μέχρι το αυτοκίνητό του, καθώς έβλεπαν έναν ευπαρουσίαστο και ευγενικό νεαρό.
Η συνέχεια που περίμεναν, ωστόσο, δεν ήρθε ποτέ. Αντ’ αυτού, ο Μπάντι, που είχε χάσει τα λογικά του, τις απομόνωνε με σκοπό να τις βιάσει και να τις σκοτώσει. Δεν ήταν λίγες οι φορές, μάλιστα, που συνήθιζε να αποκεφαλίζει τα θύματά του και να κρατά τα κεφάλια τους, ως τρόπαια στο σπίτι του.
Εν συνεχεία έθαβε τα πτώματα σε απομονωμένες περιοχές και επέστρεφε μετά από λίγο διάστημα, καθώς το αρρωστημένο του μυαλό δεν τον άφηνε να ησυχάσει, για να ασελγήσει πάνω στις σορούς τους, ακόμη κι αν αυτές βρισκόντουσαν σε προχωρημένη αποσύνθεση.
Η σύλληψη, η φυλάκιση, η απόδραση και ο θάνατός του
Η πρώτη σύλληψή του πραγματοποιήθηκε το 1975. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου η αστυνομία τον είχε σταματήσει για έλεγχο και βρήκε στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του περίεργα αντικείμενα όπως λοστούς, χειροπέδες, σχοινιά κ.α. Καταφέρνοντας να συλλέξουν περισσότερα στοιχεία και να συνδέσουν την απόπειρα απαγωγής της 18χρονης Κάρολ Ντα Ροντς (το μοναδικό από τα θύματά του που κατάφερε να το σκάσει πηδώντας από το κινούμενο αυτοκίνητό του και να σωθεί) με τον Μπάντι, τον συνέλαβαν και τον Φεβρουάριο του 1976 καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης.
Κατάφερε να αποδράσει στις 7 Ιουνίου του 1977, με τις αρχές να τον συλλαμβάνουν στις 10 του ίδιου μήνα και τον ίδιο να αποδρά ξανά το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου, όποτε και συλλήφθηκε για τελευταία φορά, πρόσθεσε στη λίστα των θυμάτων του ακόμη τρία, μία 21χρονη και μία 20χρονη φοιτήτρια, καθώς και ένα 12χρονο κοριτσάκι.
Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο, μέσω ηλεκτρικής καρέκλας, ενώ κατά την διάρκεια της δίκης του (την υπεράσπισή του είχε αναλάβει ο ίδιος) ομολόγησε την δολοφονία 30 γυναικών. Την ημέρα της εκτέλεσής του στις 24 Ιανουαρίου του 1989, στις πολιτειακές φυλακές της Φλόριντα χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωναν πανηγυρικά έξω από αυτές για την θανατική ποινή του αιμοσταγούς δολοφόνου με το αγγελικό πρόσωπο.