Πέντε λεπτά πριν τα μεσάνυχτα της 25ης Απριλίου 1986, ένας έλεγχος ρουτίνας στον αντιδραστήρα Νο 4 του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας του Τσέρνομπιλ στο Πριπιάτ της σημερινής Ουκρανίας πήγε ολότελα λάθος.
Η ιδέα ήταν απλή: οι τεχνικοί ήθελαν να προσομοιώσουν τι θα συνέβαινε σε περίπτωση ηλεκτρικού μπλακάουτ, αν θα δούλευαν δηλαδή με τις γεννήτριες οι αντλίες νερού για την ψύξη του αντιδραστήρα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στην αίθουσα ελέγχου του σταθμού, ο επικεφαλής της βάρδιας Leonid Toptunov άρχισε να κλείνει τους διακόπτες.
Για λίγα δευτερόλεπτα, όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Μετά ακούστηκε εκείνος ο ήχος, σαν μηχανικός βρυχηθμός. Το εργοστάσιο-καμάρι των Σοβιετικών, που διαφήμιζε στα πέρατα της οικουμένης την τεχνολογική ανωτερότητα της Ένωσης, άρχισε να τρέμει συθέμελα.
Δεν θα προλάβαιναν να κάνουν και πολλά οι τεχνικοί, καθώς σύντομα θα λάμβανε χώρα μια έκρηξη. Μια ιστορική έκρηξη που έστειλε στον ουρανό την τσιμεντένια στέγη των 2.000 τόνων και στον πανικό ολόκληρη την Ευρώπη.
Ακόμα και σήμερα, το πυρηνικό δυστύχημα του Τσέρνομπιλ παραμένει η χειρότερη καταστροφή στην επικράτεια της πυρηνικής τεχνολογίας. Μόνο η καταστροφή της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία το 2011 μπορεί να συγκριθεί σε όρους τρόμου. Υπάρχει όμως μια ειδοποιός διαφορά: η Φουκουσίμα χτυπήθηκε από τη φυσική καταστροφή, ένα τσουνάμι εν προκειμένω, ενώ το Τσέρνομπιλ από «την ανθρώπινη βλακεία», όπως το χαρακτηρίζει χωρίς περιστροφές η «Wall Street Journal». Και δεν εννοεί το ανθρώπινο λάθος.
Περισσότερα από 30 χρόνια αργότερα, ο Adam Higginbotham ανασυγκροτεί την τραγική ιστορία του Τσέρνομπιλ φέρνοντας στο φως άγνωστες και εξόχως ανησυχητικές πτυχές ενός δυστυχήματος που βύθισε τον κόσμο στο σκοτάδι. «Μεσάνυχτα στο Τσέρνομπιλ» τιτλοφορείται το βιβλίο του, ένα σωστό θρίλερ που αποκαλύπτει την ανθρώπινη ύβρη και την υπέρμετρη φιλοδοξία που καταλήγει σε θάνατο.
Προσθέστε σε αυτά τη σκληροπυρηνική γραφειοκρατία και τα «κόκκινα» πολιτικά παιχνίδια, τους άτυχους μηχανικούς και τις κουτσουρεμένες διαδικασίες, μερικούς κακούς και άλλα τόσα θύματα και έχετε μια ανατριχιαστική ιστορία συγκάλυψης. Μια ιστορία που σίγουρα κάποιοι θα ήθελαν να παραμείνει για πάντα στο σκοτάδι.
Ο διακεκριμένος βρετανός ερευνητής Higginbotham μάζεψε σε μια περίοδο 10 και πλέον ετών μερικές εκατοντάδες ώρες συνεντεύξεων, μελέτησε όλα τα διαθέσιμα έγγραφα, περίμενε να αποχαρακτηριστούν τα απόρρητα ντοκουμέντα και απέκτησε πρόσβαση σε αδημοσίευτο υλικό πριν γεμίσει τις 560 σελίδες του βιβλίου του.
Αυτό που μας έδωσε είναι ένα αποκαλυπτικό χρονικό του δυστυχήματος που ενοχοποιεί την ιδιόμορφη φύση του πυρηνικού προγράμματος της ΕΣΣΔ, την παροιμιώδη μυστικοπάθεια του καθεστώτος και την εγκληματική ανευθυνότητα των αξιωματούχων. Πράγματα εξόχως ανθρώπινα δηλαδή…
Ο μηχανολόγος μηχανικός Alexander Yuvchenko είχε βάρδια εκείνο το βράδυ. Και ήταν πιθανότατα ο πρώτος που κατάλαβε το μέγεθος της καταστροφής. Ο φίλος του Valery Khodemchuk αγνοούνταν, παντού υπήρχαν συντρίμμια, η οροφή είχε μια πελώρια τρύπα και κομμένα καλώδια ταλαντεύονταν γεμίζοντας τον κόσμο σπίθες.
Ακόμα χειρότερη ήταν αυτή η «λαμπερή στήλη αιθέριου μπλε-λευκού φωτός, που έφτανε ως τον νυχτερινό ουρανό και χανόταν στο άπειρο». Αυτός ήταν ο ραδιενεργός ιονισμός της ατμόσφαιρας, καθώς τα ατομικά σωθικά του αντιδραστήρα χύνονταν στον εξωτερικό κόσμο. Σύντομα ένα πυκνό ραδιενεργό νέφος θα τύλιγε τη νότια Λευκορωσία και θα ταξίδευε τελικά βορειοδυτικά, φτάνοντας μέχρι και τη Σουηδία. Η Ευρώπη είχε καλυφθεί μέσα σε ένα πέπλο πανικού και αρρώστιας.
Η ΕΣΣΔ αντέδρασε σπασμωδικά και ανεπαρκώς. Ο διευθυντής του Τσέρνομπιλ, Viktor Bryukhanov, καθόταν στο γραφείο του ατάραχος και κοιτούσε την έκθεση των ειδικών του με καχυποψία. Ο Higginbotham θεωρεί πως δεν μπορούσε να πιστέψει τα νούμερα της ραδιενέργειας που του έφερναν μπροστά του.
Οι τοπικοί αξιωματούχοι της Ουκρανίας αρνήθηκαν να εκκενώσουν την περιοχή, καθώς ούτε αυτοί φαίνονταν να δέχονται τις εκτιμήσεις των ειδικών. Μέσα σε όλα, το Πολίτμπιρο της Μόσχας υποβάθμιζε εσκεμμένα το μέγεθος της κρίσης, ανησυχώντας περισσότερο για τη δημόσια εικόνα της χώρας στο εξωτερικό παρά για τη γρήγορη και αποφασιστική ανταπόκριση στον όλεθρο.
Έπρεπε να περάσουν δύο ολόκληρες μέρες για να εκδοθεί η διαταγή για εκκένωση του Πριπιάτ, της πρότυπης ατομικής πόλης που είχε φτιαχτεί δίπλα στον μεγαλύτερο και ισχυρότερο πυρηνικό σταθμό των Σοβιετικών, σε απόσταση μόλις 3 χιλιομέτρων. Μια κάτοικος που γύρισε στην πόλη των 100.000 ανθρώπων από τις διακοπές του Σαββατοκύριακου τη βρήκε φάντασμα. Μόνο τα κατοικίδια απέμειναν. Οι γούνες τους είχαν μολυνθεί βλέπετε από τη δηλητηριώδη σκόνη και έπρεπε να μείνουν πίσω.
Μέσα στη γραφειοκρατική αυτή ανικανότητα εκτυλίχθηκαν και στιγμές εκπληκτικού ηρωισμού, μας λέει ο Higginbotham. Μία την ξέραμε ήδη: οι τρεις εθελοντές που απάρτισαν την ομάδα αυτοκτονίας για να αποσοβήσουν το ραδιενεργό ολοκαύτωμα της Ευρώπης. Και έπρεπε να ενταφιαστούν σε φέρετρα από μόλυβδο.
Την ίδια ώρα, πιλότοι ελικοπτέρου με κίνδυνο της ζωής τους έριχναν σακιά με άμμο στην καρδιά του αντιδραστήρα θέλοντας να πνίξουν τον φλεγόμενο κόκκινο πυρήνα του. Έπειτα από κάθε πτήση, έκαιγαν τα ρούχα τους και απολυμαίνονταν όπως μπορούσαν καλύτερα. Όπως πίστευαν καλύτερα, μιας και ενημέρωση δεν υπήρχε. Κάποιοι από αυτούς είπαν στον Βρετανό πως όταν επέστρεφαν στα ελικόπτερα, έβλεπαν το χορτάρι γύρω τους να έχει γίνει κίτρινο.
Εντωμεταξύ, στα νοσοκομεία της Μόσχας ο Toptunov και οι 53 συνάδελφοί του άφηναν την τελευταία τους πνοή. Πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλο και οι δικοί τους τους έβλεπαν να σβήνουν αβοήθητοι.
Ο εχθρός ήταν όμως ασύμμετρος και η ολιγωρία των Αρχών επιδείνωσε αναμφίβολα την κατάσταση. Πενήντα τόνοι ουρανίου από τον πυρήνα του αντιδραστήρα εξατμίστηκαν ακαριαία και απελευθερώθηκαν στην ατμόσφαιρα. Άλλοι 70 τόνοι ουρανίου και 900 τόνοι ραδιενεργού γραφίτη διασκορπίστηκαν στη γύρω περιοχή, προκαλώντας κάπου 30 εστίες πυρκαγιάς.
Το απόθεμα των 800 τόνων γραφίτη που παρέμεινε μέσα στον αντιδραστήρα τυλίχθηκε στις φλόγες, προκαλώντας μια πύρινη κόλαση που θα έκαιγε αδιαλείπτως για 10 ολόκληρες μέρες. Ποιο ήταν το πρώτο μέλημα των αξιωματούχων, σύμφωνα με τον Higginbotham; Να μη βγει η είδηση από το σοβιετικό έδαφος…
Ο Higginbotham διατείνεται πως αν ήταν στο χέρι της Ένωσης, κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ για το Τσέρνομπιλ. Το κομμουνιστικό γόητρο πληγώθηκε, η καταστροφή θεωρήθηκε θεσμική και η περιβόητη «κόκκινη» τεχνολογική υπεροχή ήταν τώρα στο τραπέζι.
Ο ερευνητής μάς λέει πως οι γραφειοκράτες στρίμωξαν τους μηχανικούς σε ένα αλλόκοτο κυνήγι μαγισσών. Η μελέτη του έδειξε μια καλοστημένη απόπειρα συγκάλυψης: η λέξη «μόλυνση» δεν αναφερόταν σε κανένα κρατικό χαρτί και όλοι πιέζονταν να δηλώσουν πως το λάθος δεν ήταν ανθρώπινο, παρά ένα ψεγάδι του συστήματος, μια δικλείδα ασφαλείας που δεν δούλεψε.
Αρχικά μάλιστα η έκθεση μιλούσε για μια απίστευτη σειρά τραγικών συμπτώσεων! Ακόμα και οι χτίστες του Τσέρνομπιλ, αποκαλύπτει πάντα ο Higginbotham, εξαναγκάζονταν να δηλώσουν πως «ήταν ένα ατύχημα καταδικασμένο να συμβεί», ένα ατύχημα που ούτε η καλοκουρδισμένη σοβιετική μηχανή δεν θα μπορούσε να αποτρέψει.
Μπορούσε όμως να περιορίσει, και την ίδια τη ζημιά και τη θανάσιμη επίδρασή της στον κόσμο. Το καθεστώς περίμενε τρεις ολόκληρες μέρες μέχρι να ομολογήσει το ατύχημα. Κι αν δεν χτυπούσε ο συναγερμός στον πυρηνικό σταθμό ενέργειας της Σουηδίας από το ραδιενεργό νέφος που τύλιγε τη χώρα, ίσως και να μην το έκαναν ποτέ.
Η ραδιενεργή μόλυνση ταξίδεψε όμως ανά την υδρόγειο και υψηλές συγκεντρώσεις ραδιενέργειας εντοπίστηκαν ακόμα και σε φάρμες της βόρειας Ουαλίας. Αλλά και στην Ιαπωνία! Παραήταν μεγάλο το κακό για να μείνει κρυφό.
Ο Higginbotham υπαινίσσεται πως μπορεί πράγματι να ήταν αναπόδραστο το δυστύχημα. Όχι γιατί ήταν «καταδικασμένο να συμβεί», αλλά γιατί μέσα στην τεχνολογική αισιοδοξία της δεκαετίας του 1970 και την ανυποχώρητη περηφάνεια των Σοβιετικών, δεν λήφθηκαν ποτέ τα κατάλληλα μέτρα προστασίας.
Την ίδια ώρα, όταν φάνηκε το μέγεθος της καταστροφής, ο κρατικός μηχανισμός αντέδρασε και πάλι σπασμωδικά. Τώρα έστελναν ακόμα και τις στρατιωτικές εφεδρείες να καθαρίσουν τον τόπο, μαζεύοντας με τα γυμνά τους χέρια τα ραδιενεργά απόβλητα, όσο οι αξιωματούχοι συνέχιζαν να αρνούνται την έκταση της φρίκης.
Την ώρα που καλούσαν εσωτερικά τον λαό σε «πατριωτική θυσία», απειλούσαν κάθε εμπλεκόμενο για να εξασφαλίσουν τη σιωπή του. Όταν κάποιο στέλεχος του εργοστασίου υπαινίχθηκε πως θα έπρεπε να ειδοποιηθούν οι κάτοικοι του Πριπιάτ, ο διευθυντής του Τσέρνομπιλ έκοψε αμέσως τα τηλέφωνα στη μονάδα. Η ΚGB ανέλαβε μετά να παρακολουθεί όσους γνώριζαν πράγματα και καταστάσεις, εξαφανίζοντας αποδείξεις και ενδείξεις.
Μόλις για 54 νεκρούς έκανε εξάλλου επισήμως λόγο η ΕΣΣΔ, μια εκτίμηση που αποδέχτηκαν οι διεθνείς φορείς, μεταξύ των οποίων και ο ΟΗΕ. Πάνω από 600.000 άνθρωποι πήραν ανέτοιμοι μέρος στις επιχειρήσεις για τον περιορισμό της ραδιενέργειας απλώς και μόνο γιατί η ηγεσία δεν ήθελε να τους κατατοπίσει. Για «ανικανότητα, διαφθορά και ηθική διάβρωση στους κόλπους του κομματικού μηχανισμού» κάνει χαρακτηριστικά λόγο ο συγγραφέας για ένα κράτος που στέλνει τους πολίτες του σαν πρόβατα στη σφαγή.
Ακόμα και σήμερα, ο φόρος του αίματος που πλήρωσαν οι σοβιετικοί πολίτες από την κακή διαχείριση της κατάστασης αποτελεί προϊόν διαξιφισμού. Από μερικές χιλιάδες που πέθαναν αμέσως μετά την καταστροφή μέχρι τις δεκάδες χιλιάδες που θα ανέπτυσσαν καρκίνους στα επόμενα χρόνια, ο αντίκτυπος του Τσέρνομπιλ ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερος απ’ όσο μπορούσε να διαχειριστεί η σοβιετική προπαγάνδα.
Ο Higginbotham ισχυρίζεται ακόμα πως οι Σοβιετικοί γνώριζαν από πρώτο χέρι πόσο επιρρεπή σε τέτοιου είδους αστοχίες ήταν οι αντιδραστήρες τους. Ένα μικρής έκτασης συμβάν στον πυρηνικό σταθμό του Λένινγκραντ το 1975 έδειξε ότι «τέτοια ατυχήματα όχι απλώς μπορούν να συμβούν, αλλά και είναι τρομερά πιθανά ακόμη και στην καθημερινή λειτουργία των μονάδων», όπως κατέληγε η εμπιστευτική μελέτη που έθαψαν οι αρμόδιοι του πυρηνικού προγράμματος.
Κι αυτό έκαναν στην επόμενη δεκαετία, μας λέει ο ερευνητής, κρατούσαν κρυφά τα σχεδιαστικά και δομικά ελαττώματα των αντιδραστήρων. Ήξεραν δηλαδή από άλλα μικροσυμβάντα πως αν κοβόταν το ρεύμα στις αντλίες ψύξης του αντιδραστήρα, το χρονικό διάστημα μέχρι να ξαναπάρουν μπροστά από τις γεννήτριες ήταν ανησυχητικά μεγάλο. Τόσο που μια καταστροφική υπερθέρμανση και η συνεπαγόμενη τήξη του πυρήνα δεν θα ήταν καθόλου απίθανες. Τι έκαναν για το ελάττωμα; Το έθαψαν στα συρτάρια τους.
«Η καταστροφή ήταν απότοκο της οικονομίας κεντρικού σχεδιασμού και της κομμουνιστικής γραφειοκρατίας, αφού επρόκειτο για μια αυτοκρατορία παραποιημένων στατιστικών, χρονοδιαγραμμάτων που δεν μπορούσαν να τηρηθούν, αδιαφορίας για την ατομική ευθύνη, φόβου ανακοίνωσης των κακών μαντάτων στους ανωτέρους», σημειώνει εδώ ο μελετητής.
Όλοι αυτοί δεν ήταν παρά «μια αλυσίδα αχυράνθρωπων γαντζωμένων στα κομματικά προνόμια που κατέστησαν σχεδόν αναπόφευκτη την καταστροφή στο Τσέρνομπιλ», καταλήγει. Το Τσέρνομπιλ ήταν μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα χρόνιας ανικανότητας και αλλεπάλληλων ψεμάτων που ήταν απλώς θέμα χρόνου να σκάσει.
Όταν έσκασε, οι αξιωματούχοι της σοβιετικής πυρηνικής βιομηχανίας αποφάσισαν να συγκαλύψουν το γεγονός με την αμέριστη βοήθεια της KGB. Ποιος έφταιγε τελικά, σύμφωνα με την επίσημη έκθεση του Πολίτμπιρο; Οι εργαζόμενοι, τα θύματα. Όσοι γλίτωσαν, κρίθηκαν ένοχοι από το δικαστήριο και κλείστηκαν στη φυλακή.
«Το ατύχημα προκλήθηκε από μια σειρά σοβαρών παραβιάσεων των κανονισμών λειτουργίας του αντιδραστήρα από εργαζομένους στο πυρηνικό εργοστάσιο», έγραφε η τελική έκθεση. Μυστικοπάθεια, λογοκρισία και πρακτοριλίκι ανέλαβαν το ιερό καθήκον να μην κυκλοφορήσουν τα νέα. Ακόμα και τα ιατρικά μητρώα από τις έρευνες εξαφανίστηκαν, με την KGB να μπαίνει εδώ σε μεγάλο κόπο ώστε να μη μείνει τίποτα «καυτό» σε δημόσια θέα.
Ο ερευνητής μάς λέει όμως και μια άλλη ιστορία. Το Τσέρνομπιλ συνέβη κατά τις τελευταίες μέρες της Ένωσης, όταν το σύστημα άρχισε να κλυδωνίζεται συθέμελα και οι ενεργειακές ανάγκες δεν μπορούσαν πια να καλυφθούν. Το εργοστάσιο ήταν υποστελεχωμένο και οι υπάλληλοι έπαιρναν προαγωγές σε θέσεις και καθήκοντα που δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν. Ακόμα και «επικίνδυνα ρίσκα», όπως γράφει, έπαιρναν ώστε να αυξήσουν την παραγωγικότητα του σταθμού και να ρίξουν τους χρόνους.
«Το Τσέρνομπιλ επιτάχυνε την κατάρρευση του κομμουνισμού», διατείνεται ο ερευνητής, «καθώς η καταστροφή και η συγκάλυψη έφεραν στην επιφάνεια την κολακεία και την ελαστικότητα του σοβιετικού συστήματος». Μετά την καταστροφή, ο Γκορμπατσόφ υιοθέτησε ένα νέο πακέτο μεταρρυθμίσεων που ξεθεμελίωναν ουσιαστικά το «κόκκινο» σύστημα. Το λεγόμενο Ανατολικό Μπλοκ σύντομα θα αποδεσμευόταν από το άρμα της ΕΣΣΔ.
Το Τσέρνομπιλ, συμπεραίνει ο Higginbotham, διέλυσε την ψευδαίσθηση της σοβιετικής υπερδύναμης και επιτάχυνε την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Γιατί, όπως διατείνεται, φάνηκε πως ήταν πλασμένος με τα υλικά της καταστροφής…