Στην αργκό της σοβιετικής γραφειοκρατίας ήταν γνωστό ως «καταμέτρηση ζωών»: ένας ψυχρός υπολογισμός δηλαδή των ανθρώπων που θα χάνονταν για την ολοκλήρωση κάποιου επικίνδυνου έργου. Εκείνο το απογευματάκι της 2ας Μαΐου 1986, έξι ολόκληρες μέρες μετά την καταστροφική έκρηξη που θα βύθιζε την Ευρώπη σε ραδιενεργό κλοιό, η «καταμέτρηση ζωών» κατέληξε στον μαγικό αριθμό «3». Η αριθμητική ήταν απλή μεν, το έργο όμως ιδιαιτέρως δύσκολο. Η παλάντζα του θανάτου ζύγισε καλά και υπολόγισε πως τρεις άντρες ήταν τίποτα μπροστά στις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων που διακυβεύονταν ανοιχτά πια και μάλιστα για πολλές πολλές δεκαετίες. Οι αναφορές μίλησαν ακόμα και για εκατομμύρια ανθρώπους που θα επηρεάζονταν αν τα ραδιενεργά νερά που είχαν εγκλωβιστεί κάτω από τον μοιραία αντιδραστήρα του Τσέρνομπιλ άγγιζαν τον πυρήνα του. Ήταν αλήθεια πως το δυστύχημα στον αντιδραστήρα Νο 4 του Πυρηνικού Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας της 26ης Απριλίου όχι μόνο δεν είχε τελειώσει, αλλά πλέον έμοιαζε ακόμα πιο απειλητικό για το μέλλον ολάκερης της Γηραιάς Ηπείρου.
Ο κίνδυνος μετά την αποσόβηση του κινδύνου
Οι υπερήρωες με τις μολυβδένιες στολές
Κι ενώ οι σοβιετικές αναφορές περιορίστηκαν σε κάποιες αποσπασματικές απώλειες, σήμερα ξέρουμε με σχετική ασφάλεια ότι όλοι σχεδόν όσοι αναμείχθηκαν ενεργά στην τιτάνια προσπάθεια περιορισμού της μόλυνσης από το Τσέρνομπιλ εμφάνισαν κάποια στιγμή καρκίνο. Στις πρώτες 24 ώρες εξάλλου μετά την έκρηξη, τουλάχιστον 50 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους και άλλοι εκατό υπέφεραν από σοβαρά ραδιενεργά εγκαύματα. Κάποιοι υποβλήθηκαν μάλιστα σε επείγουσες επεμβάσεις και άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί.
Οι τρεις λεοντόκαρδοι Ρευστοποιητές πέθαναν μέσα σε δυο βδομάδες από τον άθλο τους και ενταφιάστηκαν σε φέρετρα από μόλυβδο, για να περιοριστεί η ραδιενέργεια του σώματός τους. Είχαν αποσοβήσει όμως τη θερμική έκρηξη που θα έκλεινε την Ευρώπη σε ακόμα ζοφερότερο πυρηνικό κλοιό και, όπως τους είχαν υποσχεθεί, έφυγαν από τον κόσμο ξέροντας πως οι οικογένειές τους θα εξασφαλίζονταν από το σοβιετικό Δημόσιο.