Η ζωή δεν είναι εύκολη για όλους τους ανθρώπους. Υπάρχουν αυτοί που γεννιούνται με τα πάντα στα πόδια τους. Υπάρχουν και εκείνοι που πρέπει να παλέψουν σκληρά για ν’ αποκτήσουν τα ελάχιστα ή απλά για να επιβιώσουν. Υπάρχουν και αυτοί που γεννιούνται «ξυπόλητοι», κατακτούν την κορυφή, δίνουν μια κλωτσιά καταστρέφοντας τα πάντα και στη συνέχεια τα ξαναχτίζουν.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Δημήτρης Γκόγκος. Και αν το ονοματεπώνυμό του δεν σας λέει και πολλά πράγματα, είναι σίγουρο πως το ψευδώνυμό του θα σας κάνει να σιγοτραγουδήσετε το «αποβραδίς ξεκίνησα»… Ο Μπαγιαντέρας, άλλωστε, δεν ήταν κάποια αμελητέα ποσότητα στο ρεμπέτικο τραγούδι. Έγραψε τη δική του ιστορία.
Χαρακτηρίστηκε «ραψωδός της αντίστασης» και «υμνητής της ελευθερίας». Έζησε τη ζωή του όπως εκείνος ήθελε. Έμπλεξε με τα ναρκωτικά και όταν κατάλαβε πως αυτή η ζωή δεν κάνει για εκείνον αποτοξινώθηκε μόνος του και από τότε δεν ήπιε ξανά ούτε… πορτοκαλάδα με ανθρακικό.
Ο Μπαγιαντέρας τυφλώθηκε πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε, αλλά ούτε καν αυτό το τραγικό γεγονός δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει από το να γράψει τη δική του ιστορία στην ελληνική λαϊκή μουσική.
Το φτωχό παιδί με τα 21 αδέρφια και την αγάπη για τη μουσική
Γεννήθηκε το 1903 στο Χατζηκυριακειο. Ήταν το τελευταίο από τα 22 παιδιά του υπαξιωματικού του βασιλικού ναυτικού, Γιάννη Γκόγκου. Ο μικρός Δημήτρης πήγε στο δημοτικό σχολείο, το τελείωσε, πήρε το πτυχίο του τετρατάξιου γυμνασίου και μετά σπούδασε ηλεκτρολόγος.
Η μοίρα του, ωστόσο, είχε μεγαλύτερα σχέδια για εκείνον. Το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου ουδέποτε το άσκησε. Η μουσική τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Σε ηλικία μόλις 17 ετών ο Δημήτρης έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα. Αργότερα έμαθε και βιολί. Στη συνέχεια συνάντησε τη μεγάλη του αγάπη… Το μπουζούκι και αργότερα τον μπαγλαμα.
Πίσω από τη γνωριμία με το μπουζούκι κρύβεται και μια ιστορία που δείχνει τον χαρακτήρα του Δημήτρη Γκόγκου. Έμαθε το συγκεκριμένο όργανο όταν ήταν στη φυλακή. Βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα όταν, όντας φαντάρος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών επειδή προμήθευε με εκρηκτικά φίλους του ψαράδες!
Όταν βγήκε από τη φυλακή, άρχισε να χτίζει το όνομά του. Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Έτσι απέκτησε και το παρατσούκλι του.
Τη δεκαετία του 1930 είναι πλέον ένα αναγνωρίσιμο όνομα στα ρεμπέτικα στέκια του Πειραιά. Σε όποιο στέκι και να έπαιζε οι πειραιώτες έκαναν ουρές για να τον ακούσουν. Είναι η περίοδος που συναντά, γνωρίζει και συνεργάζεται με ιερά τέρατα του ρεμπέτικου όπως ο Βαμβακάρης, ο Παγιουμτζής και ο Μπάτης.
Το 1937 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην Columbia με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού» αφιερωμένο στη σύντροφο της ζωής του, καπνεργάτρια και στιχουργό Δέσποινα Αραμπατζόγλου.
Έντονα πολιτικοποιημένος και κοινωνικά ευαίσθητος ο Μπαγιαντέρας ασχολείται ανοιχτά με τα κοινά. Οι κακές παρέες, ωστόσο, ευθύνονται για τη γνωριμία του με τα ναρκωτικά που εκείνη την εποχή «σάρωναν» τα ρεμπέτικα στέκια. Ο Μπαγιαντέρας εθίζεται σε σκληρές ουσίες αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται πως αυτά τα οποία πιστεύει και πρεσβεύει έρχονται σε αντίθεση με την τοξικομανία.
Μόνος του αποφασίζει να κλειστεί σε ένα δωμάτιο και ν’ αποτοξινωθεί. Χρόνια αργότερα ο Τάσος Σχορέλης στη «Ρεμπέτικη ανθολογία» του θα γράψει γλαφυρά πως «τα έκοψε όλα μαχαίρι. Μέχρι το τέλος της ζωής του δεν κάπνισε ούτε ένα τσίγαρο, δεν ήπιε ούτε πορτοκαλάδα με ανθρακικό»!
Η τύφλωση πάνω στο πάλκο και η αντίσταση κατά των ναζί
Όταν πλέον ο Μπαγιαντέρας «καθάρισε» από τα ναρκωτικά ασχολήθηκε ακόμα πιο ενεργά με τα κοινά και την πολιτική. Λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μάλιστα, ο Μπαγιαντέρας γίνεται μέλος του ΚΚΕ.
Ο πόλεμος τον βρίσκει να μάχεται με πείσμα και αυταπάρνηση στα βουνά της Αλβανίας. Για όπλα του, ωστόσο, δεν έχει μόνο το ντουφέκι αλλά και την πένα του. Εκεί ο Μπαγιαντέρας γράφει μερικά από τα πιο ωραία τραγούδια του. Όλα τους υμνούν την ελευθερία και την αντίσταση στον κατακτητή.
«Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια, με τα τσακάλια τριγυρνώ μέρες, αυγές και βράδυα. Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά, γι’ αυτό θα μπω στο χώμα», τραγουδά στο «σου στέλνω χαιρετίσματα».
Μετά την πτώση του μετώπου και την παράδοση των ελληνικών στρατευμάτων ο Μπαγιαντέρας επιστρέφει στην Αθήνα, όπου μέσω της μουσικής του προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην για να συντηρήσει την οικογένεια του.
Τον Ιούνιο του 1941, ωστόσο, θα δεχθεί ένα ισχυρό πλήγμα. Ο αδελφός τού μεγάλου ρεμπέτη Μανώλη Δασκαλάκη έχει στο Μαρούσι ένα μαγαζί, το «Πειραιεύς». Ο Μπαγιαντέρας δουλεύει εκεί, με τον Γιάννη Σταμούλη (γνωστό ως Μπιρ-Αλλάχ). Από την αβιταμίνωση του έχει παρουσιαστεί γλαύκωμα. Δεν σταματάει να εργάζεται, ωστόσο, γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι.
«Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από ‘κει και έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς» είχε πει ο ίδιος ο ρεμπέτης περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο έχασε την όρασή του..
Ούτε αυτό το χτύπημα της μοίρας, όμως, είναι ικανό να τον κάνει να σταματήσει. Όταν μαθαίνει πως η αντίσταση πραγματοποιεί τα πρώτα της χτυπήματα κατά του κατακτητή εκείνος ανήμπορος να πάρει το ντουφέκι έκανε αντίσταση μέσα από τα τραγούδια του. Πολλές φορές είχε πέσει στα χέρια των ναζί που τον είχαν ξυλοκοπήσει άγρια. Εκείνος, όμως, δεν είχε την παραμικρή διάθεση να σταματήσει να κάνει αυτό που ήξερε καλά.
Τα δύσκολα χρόνια μετά την κατοχή και ένας τέλος στην απομόνωση
Όταν ήρθε η απελευθέρωση ο Μπαγιαντέρας έζησε μια μεγάλη περίοδο μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση. Για λίγο καιρό θα δουλέψει στα λαϊκά κέντρα και μετά θα βγει στη «σφουγγάρα», δηλαδή θα γυρίζει από στέκι σε στέκι (με τη βοήθεια της κόρης του) βγάζοντας «δίσκο»!
Για περίπου 20 χρόνια ο Δημήτρης Γκόγκος ήρθε αντιμέτωπος με την ανέχεια αλλά και τον κοινωνικό αποκλεισμό αφού η τύφλωσή του, τον έκανε να φαντάζει ανίκανος στα μάτια συναδέλφων και φίλων οι οποίοι του γύρισαν την πλάτη. Παράλληλα, είχε να αντιμετωπίσει και τις διώξεις του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού κράτους αφού ήταν «σημαδεμένος» κομμουνιστής.
Η προσπάθεια αναβίωσης του ρεμπέτικου, που έγινε επί χούντας, ανακούφισε κάπως την φτώχεια του. Είναι απ’ τους πρώτους που συμμετείχαν σε συναυλίες στις μπουάτ της Πλάκας, όπου εκτός απ’ τα παλιά θ’ ακουστούν πολλά απ’ τα ανέκδοτα τραγούδια του. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ξαναζωντάνεμα του κλασικού ρεμπέτικου, που ξεκίνησε εκείνα τα χρόνια και συνεχίστηκε απ’ τον Μαρίνο Γαβριήλ (Μαρινάκη), την Ρόζα Εσκενάζυ, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον Σπύρο Καλφόπουλο, τον Μπιρ Αλλάχ κ.ά.
Αυτή, όμως, ήταν μια μικρή αναλαμπή. Μετά ο Μπαγιαντέρας βυθίστηκε και πάλι στη φτώχεια. Ηχογράφησε ελάχιστα τραγούδια, έκανε ακόμα πιο λίγες εμφανίσεις και στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάστηκε ακόμη και να ζητιανέψει για να επιβιώσει.
Στα στερνά του, κουρασμένος από τις κακουχίες αλλά και την τύφλωσή του, αποσύρθηκε, απομονώθηκε και έζησε σχεδόν σαν ερημίτης στο σπίτι του στον Άγιο Ιερόθεο, συντροφιά με τη σύζυγό του Δέσποινα. Την αγαπημένη του «καπνουλού».
Στις 18 Νοεμβρίου 1985 άφησε την τελευταία του αναπνοή σε ένα δωμάτιο του «Ευαγγελισμού» μετά από ουρολοίμωξη και λοίμωξη του αναπνευστικού. Περίπου 13 χρόνια μετά το θάνατό του γκρεμίστηκε και το πατρικό του σπίτι στο Χατζηκυριάκειο, δίνοντας την θέση του σε άλλη μια πολυκατοικία, παρά τις πιέσεις των κατοίκων να γίνει ρεμπέτικο μουσείο.