Ξεκινώ λέγοντας πως ο αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στο Μάτι, και ο τρόπος με τον οποίο την έχασαν, είναι αναμφίβολα το πιο άγριο, το πιο αβάσταχτο, το εντελώς μη διαχειρίσιμο στοιχείο αυτής της απερίγραπτης τραγωδίας που συντελείται από τη Δευτέρα στην Αττική. Προφανώς μπροστά στην απώλεια ζωών, τόσο πολλών και σε τέτοιες ασύλληπτες συνθήκες, όλα τα άλλα έρχονται δεύτερα. Όχι γιατί είναι εύκολα όλα όσα αντιμετώπισαν όσοι βγήκαν ζωντανοί μέσα από την πύρινη κόλαση– κι αυτά που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν. Αλλά επειδή ο θάνατος είναι ο μόνος μη αναστρέψιμος, Λόγω του μεγέθους της καταστροφής, ίσως και λόγω της εγγύτητας με την Αθήνα, ξέρω πολλούς ανθρώπους που, από το μεσημέρι της Δευτέρας, η καρδιά τους βρισκόταν στις περιοχές που καίγονταν. Γιατί εκεί βρίσκονταν και κοντινοί τους άνθρωποι, συγγενείς, φίλοι καρδιακοί ή γνωστοί, για τους οποίους αγωνιούσαν. Περίμεναν ένα μήνυμά τους πάνω από το τηλέφωνο. Ή ένα καλό νέο, από τη ζωντανή μετάδοση στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Για κάποιους, αυτό το καλό νέο ήρθε. Εγώ είμαι ανάμεσα σε αυτούς. Φοβήθηκα πολύ για τρεις ανθρώπους, που βρέθηκαν μέσα στις φλεγόμενες περιοχές, στην Κινέτα και το Μάτι. Αλλά και οι τρεις βγήκαν ζωντανοί και σώοι με τις οικογένειές τους, και λένε οι ίδιοι πως αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Νιώθουν τυχεροί – και σωστά, κι ας άφησαν κάποιοι πίσω το σπίτι και τα υπάρχοντά τους στάχτες. Γράφω γι’ αυτούς για να μην ξεχνάμε τη φόρτιση και το συναισθηματικό τραύμα, με τα οποία καλούνται να ζήσουν την επόμενη ημέρα. Αν χάσαμε οι υπόλοιποι τον ύπνο μας, παρακολουθώντας τις εξελίξεις από την ασφάλεια του σπιτιού μας, πώς να χωρέσει ανθρώπινος νους τι βίωσαν εκείνοι, που είδαν τον ουρανό να σκοτεινιάζει από τον καπνό ή τις φλόγες να τους κυνηγούν. Που φοβήθηκαν για το σπίτι τους, ησυχαστήριο μιας ζωής ή καλοκαιρινό καταφύγιο, μέχρι που κατάλαβαν πως είχε φτάσει η ώρα να φοβούνται για τους εαυτούς τους. Και που ξεγέλασαν τον θάνατο, θες από μία σωστή απόφαση, θες από τύχη, αλλά τον είδαν να καταπίνει ανθρώπους δίπλα τους- και θα ζήσουν με αυτές τις εικόνες κι αυτή τη μυρωδιά στα ρουθούνια.
Μεσημέρι Δευτέρας, φωτιά στην Κινέτα
Η αρχή έγινε το μεσημέρι της Δευτέρας, όταν κυκλοφόρησαν οι πρώτες ειδήσεις για φωτιά στην Κινέτα. Η πρώτη μου σκέψη πήγε σε παιδική φίλη μου, που έχει σπίτι και περνά πολύ χρόνο εκεί. Γύρω στις 2 το μεσημέρι αρχίσαμε την ανταλλαγή μηνυμάτων, έστελνε φωτογραφίες με τον πυκνό καπνό και τα πυροσβεστικά ελικόπτερα. Στις επίμονες ερωτήσεις μας αν είναι όλοι καλά και πόσο κοντά βρίσκεται η φωτιά, μας έλεγε πως είναι ακόμα μακριά αλλά η ατμόσφαιρα είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αποπνικτική. Κάποια στιγμή άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες, η φωτιά που ήταν ψηλά πάνω από την εθνική είχε κινηθεί πολύ γρήγορα, κατακαίοντας πολλά σπίτια και φυσικά ό,τι χλωρίδα και πανίδα βρέθηκε στο διάβα της. «Δε θα μείνει τίποτα» έλεγε η φίλη μου, περιμένοντας να δει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Φοβόταν για το εξοχικό σπίτι των παιδικών της καλοκαιριών, που έγινε και περιστασιακή «πρώτη κατοικία» της ενήλικης ζωής της. Αλλά και για όλη την περιοχή, τους γείτονές της, τη φύση, τον μικρόκοσμο που φιλοξένησε τις ποδηλατοβόλτες της, τις φωτογραφικές ανησυχίες της και τις χαρές της. Λίγο αργότερα, οι εξελίξεις στο Μάτι θα έσπρωχναν την Κινέτα σε δεύτερη μοίρα. Το επόμενο πρωί χαθήκαμε. Φανταζόμασταν όλη η παρέα πως είχε περάσει δύσκολη ξάγρυπνη βραδιά και κανείς δεν τολμούσε να της τηλεφωνήσει. Μέχρι να απαντήσει στα μηνύματά μας, το μεσημέρι της Τρίτης, η αγωνία είχε κορυφωθεί. «Μάλλον τη γλιτώσαμε» μας έγραψε, ξάγρυπνη κι εκείνη. «Μεγάλη καταστροφή» ήταν η απάντησή της όταν τη ρωτούσαμε τι γίνεται. «Αλλά βλέπουμε τι έγινε στο Μάτι…» πρόσθετε. Η απόλυτη τραγωδία του Ματιού, με τον απολογισμό των νεκρών να είναι πολύ μικρότερος από αυτόν που σήμερα γνωρίζουμε, είχε ήδη κάνει αρκετούς ανθρώπους στην Κινέτα να νιώθουν σχεδόν τυχεροί. Όχι γιατί αυτό που είχαν πάθει ήταν λίγο, αντίθετα, χάθηκαν δεκάδες σπίτια, κόποι μιας ζωής, εξοχικά και μόνιμες κατοικίες, και η όμορφη φύση της. Αλλά τουλάχιστον ήταν ζωντανοί. Καθόλου αυτονόητο, δυστυχώς, το ήξεραν όλοι ρίχνοντας μια ματιά στην άλλη πλευρά της Αττικής.
Απόγευμα Δευτέρας, φωτιά στην Πεντέλη
Το πρώτο συναίσθημα ήταν ένας κόμπος στο στομάχι. Την ώρα που η κατάσταση στην Κινέτα άρχιζε να προκαλεί φόβο, η είδηση δεύτερης φωτιάς, στην Καλλιτεχνούπολη αυτή τη φορά, έκανε τους πάντες να ανησυχήσουν διπλά. Και δεν χρειάστηκε πολύ για να μετατραπεί η ανησυχία σε τρόμο, καθώς μισή ώρα μετά η πυρκαγιά κατηφόριζε στο Μάτι κι όλα έδειχναν πως δεν θα μπορούσε να είχε καλή κατάληξη. Κανείς βέβαια δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να φανταστεί το μέγεθος της τραγωδίας που θα αποκαλυπτόταν τις ώρες που θα ακολουθούσαν. Αλλά οι μαρτυρίες- και η οι εικόνες- ήταν μια σαφής ένδειξη πως τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Οι πληροφορίες στο ραδιόφωνο, στο αυτοκίνητο, ήταν ένα πολύ ξεκάθαρο προοίμιο αυτού που θα αντικρίζαμε ανοίγοντας την τηλεόραση το βράδυ στο σπίτι. Αποσβολωμένοι, σοκαρισμένοι, τρομοκρατημένοι στο τέλος, αγωνιούσαμε για δύο ανθρώπους που ξέραμε πως ήταν στο Μάτι. Ένας συνάδελφος, που έμενε εκεί μόνιμα, ξέραμε πως πήρε την οικογένειά του και τη μετέφερε σε ασφαλές σημείο ήδη από τις πρώτες πληροφορίες για φωτιά στην Πεντέλη. Αποφάσισε όμως ο ίδιος να επιστρέψει στο σπίτι, έχοντας, εκείνη την ώρα, την εικόνα πως η πυρκαγιά ήταν μακριά. Για κάποιες ώρες δεν υπήρχε κανένα νέο του και η αγωνία ήταν μεγάλη. Όταν έπεσε η νύχτα κι άρχισε να αποκαλύπτεται ο αριθμός των απωλειών, έσπαγαν τα τηλέφωνα, χωρίς όμως να απαντά. Έπρεπε να φτάσει το μεσημέρι της Τρίτης για να απαντήσει- ήταν καλά, είχε επιχειρήσει να προστατέψει το σπίτι του στην αρχή αλλά για καλή του τύχη είχε γρήγορα πάρει την απόφαση να φύγει. Προφανώς αυτό τον είχε σώσει. Ήταν από τους πολύ τυχερούς, δεδομένων των συνθηκών: είχε την οικογένειά του σώα και το σπίτι του υπέστη ζημιές μόνο εξωτερικά. Για όλα τα άλλα, βέβαια, τον τόπο του, τη γειτονιά του, τους ανθρώπους της καθημερινότητάς του, το μέγεθος της καταστροφής θα αποκαλυπτόταν λίγες ώρες αργότερα. Η πιο μεγάλη αγωνία ήταν για αγαπημένη φίλη, που έχει στο Μάτι εξοχικό. Ήξερα πως ήταν πιθανό να ήταν εκεί αλλά δεν τολμούσα να της τηλεφωνήσω τόσο αργά. Φοβόμουν μήπως βρισκόταν όντως σε ανάγκη – και χρειαζόταν το κινητό της τηλέφωνο για κάτι πολύ πιο σημαντικό από τη δική μου αγωνία. Μετά έλεγα πως ίσως ήταν ακόμα στην Αθήνα, ίσως είχε ξεκινήσει με την οικογένειά της για το Μάτι το μεσημέρι, μετά τη δουλειά, αλλά με τις πληροφορίες για τη φωτιά είχαν γυρίσει πίσω. Ίσως είχε ξεκινήσει τις διακοπές της αλλού. Ίσως δεν είχε βγει ακόμα σε άδεια. Ίσως, ίσως, ίσως… Η νύχτα με βρήκε ξάγρυπνη. Οι εικόνες από το Μάτι, ο αριθμός των νεκρών, που ολοένα ανέβαινε, ο διαολεμένος αέρας στοίχειωναν κάθε σκέψη και έκαναν τα βλέφαρα να μένουν ορθάνοιχτα. Ο φόβος εναλλασσόταν με την ελπίδα. Η απελπισία, από τις εικόνες που μεταδίδονταν όλη νύχτα, έδινε τη θέση της στη θετική σκέψη- είναι καλά, είναι αλλού, δεν πήγαν καν εκεί, αν πήγαν πρόλαβαν όλοι να φύγουν. Κι ύστερα πάλι απελπισία, και πάλι ελπίδα, και πάλι από την αρχή, ένας φαύλος κύκλος συναισθημάτων που κράτησε μέχρι το πρωί, που επιτέλους μιλήσαμε. Η πρώτη της κουβέντα ήταν «είμαστε όλοι καλά» και η ανακούφιση ήταν τεράστια. Αυτή ήταν βέβαια η κατάληξη ενός απογεύματος-θρίλερ, που έκοψε τα πόδια σε εμένα που μόνο άκουγα την περιγραφή του. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πώς ήταν για αυτούς τους ανθρώπους που το έζησαν. Που χωρίστηκαν, άλλος να κινδυνεύει κι άλλοι να είναι σε ασφαλές σημείο αλλά να χάνουν την επικοινωνία μεταξύ τους και να μην ξέρουν για ώρες αν ο άνθρωπός τους ήταν καλά ή όχι. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ την αγωνία του άνδρα της, που πετάχτηκε στη θάλασσα για να γλιτώσει, είδε το σπίτι τους και όλα τα πράγματά τους να γίνονται στάχτη, περπάτησε καψαλισμένος κι έκανε οτοστόπ για να φτάσει εκεί που ήλπιζε να βρει τη γυναίκα και το παιδί του. Σκέφτομαι ξανά και ξανά την τρομακτική και ταυτόχρονα λυτρωτική στιγμή που επιτέλους ξανασυναντήθηκαν κι σφιχταγκαλιάστηκαν και οι τρεις, χωρίς να μπορούν ακόμα να πιστέψουν πως θα ζούσαν ποτέ αυτό που μόλις τους είχε συμβεί. Και μέσα στην απόλυτη μαυρίλα και την τραγωδία, να νιώθουν και τυχεροί, γιατί τουλάχιστον είναι και οι τρεις ζωντανοί. Μόλις ο τρόμος καταλαγιάσει, έχουν κι άλλα δύσκολα μπροστά τους: Να συνειδητοποιήσουν την απώλεια γειτόνων και φίλων, μικρών παιδιών, ολόκληρων οικογενειών, που ήταν μέρος της καθημερινότητας και του καλοκαιριού τους. Να βοηθήσουν το παιδί τους να διαχειριστεί το δικό του σοκ και τραύμα, που προκλήθηκε από όσα συνέβησαν κι από την απώλεια φίλων του. Και στη συνέχεια, όταν θα τους έχουν φροντίσει όλους, να φροντίσουν και τους εαυτούς τους, που κατάλαβαν ξαφνικά πόσο κοντά βρέθηκαν στο να τα χάσουν όλα. Όχι αυτά που ξαναφτιάχνονται, αυτά τα έχασαν ούτως ή άλλως. Αυτά που δεν αντικαθίστανται, τους ανθρώπους που ο καθένας μας θεωρεί το νόημα της ζωής του.