Σε ένα μικρό ακριτικό νησάκι του Αιγαίου, κοντά στο Καστελόριζο και μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια, ζούσε μια γυναίκα-σύμβολο που επί 40 χρόνια ύψωνε κάθε πρωί την ελληνική σημαία και την κατέβαζε με τη Δύση του ήλιου. Ήθελε να τη βλέπουν τα διερχόμενα καράβια και να υπενθυμίζει σε όλους την ελληνικότητα του νησιού.
Μια θρυλική μορφή για την Ελλάδα, πιστή σε ένα καθήκον που σήκωσε μόνη της στις πλάτες της, που έμεινε γνωστή ως η Κυρά της Ρω ή διαφορετικά Κυρά της Ρωμιοσύνης. «Με την ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες», έλεγε η ίδια.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Δέσποινα Αχλαδιώτη και είχε γεννηθεί το 1890. Μέχρι σήμερα όμως όλοι τη γνωρίζουμε ως την Κυρά της Ρω, την εμβληματική προσωπικότητα που τίμησε την Ελλάδα από αυτή την ακριτική της γωνιά. Υπήρξε μέλος της Αντίστασης κατά την περίοδο της Κατοχής και επί 40 χρόνια (από το 1943 ως το θάνατό της) ύψωνε την ελληνική σημαία στην ακριτική νησίδα της Ρω.
Τη δεκαετία του 1920 εγκαταστάθηκε μόνιμα μαζί με τον άντρα της τον Κώστα, στην ακριτική νησίδα, δυτικά του Καστελόριζου, και εντελώς μόνοι τους, αποφάσισαν να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία. Μετά το θάνατο του συζύγου της το 1940, έζησε στη Ρω με την τυφλή μητέρα της και κατόπιν εντελώς μόνη της. Kατόρθωσε μόνη της να κατοικήσει και να κρατήσει ελληνικό το νησάκι της, καλλιεργώντας και βόσκοντας εκεί τα λιγοστά ζώα της.
Δεν εγκατέλειψε ποτέ το νησί, ακόμα κι όταν το Καστελόριζο, που βομβαρδίστηκε από τους Άγγλους στη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, ερήμωσε σχεδόν από τους κατοίκους του, εκ των οποίων οι περισσότεροι εξαναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, τα Δωδεκάνησα και μαζί με αυτά και το Καστελόριζο και όλες οι παρακείμενες νησίδες και βραχονησίδες, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947, περιήλθαν στην Ελλάδα. Η μοίρα της Ρω ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με αυτήν του Καστελόριζου.
Πρώτη φορά ύψωσε την ελληνική σημαία το 1929 αλλά από την περίοδο της Κατοχής, όπου υπήρξε και μέλος της Αντίστασης, ύψωνε την ελληνική σημαία κάθε πρωί και την κατέβαζε με τη δύση του ήλιου μέχρι και τον θάνατό της. «Την έχω τη σημαία στο σπίτι, όταν πεθάνω να την πάρω μαζί μου», είχε πει η ίδια σε μια σπάνια συνέντευξή της σε ένα αφιέρωμα που είχε κάνει ο Φρέντυ Γερμανός στην ΕΡΤ.
Τον Αύγουστο του 1975, ο τούρκος δημοσιογράφος Ομάρ Κασάρ και δύο ακόμα άτομα, παρακολουθώντας τη Ρω και εκμεταλλευόμενοι την ολιγοήμερη απουσία της Δέσποινας Αχλαδιώτου για λόγους υγείας, αποβιβάστηκαν εκεί και τοποθέτησαν πάνω σε ένα κοντάρι 4 μέτρων τη σημαία τους. Η Κυρά της Ρω την κατέβασε αμέσως, όταν γύρισε. Στη 1 Σεπτεμβρίου 1975, κατέπλευσε στο Καστελόριζο το ανθυποβρυχιακό σκάφος «Γ. Πεζόπουλος» για συμπαράσταση στην κυρά της Ρω.
Η Δέσποινα Αχλαδιώτη βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, το Πολεμικό Ναυτικό, τη Βουλή των Ελλήνων, το δήμο Ρόδου, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς. Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού στο Καστελόριζο, όπου στις 23 Νοεμβρίου 1975 της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο ’41-’44 για τις προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της, όπως ανέφερε η απόφαση του υπουργού Άμυνας.
Σε ηλικία 92 ετών, η Δέσποινα Αχλαδιώτη έφυγε από τη ζωή στο νοσοκομείο της Ρόδου. Η επιθυμία της εκπληρώθηκε, καθώς τάφηκε στο ξερονήσι της δίπλα στον ιστό της ελληνικής σημαίας με τιμές εθνικής ηρωίδας. Στο λιμανάκι του νησιού υπάρχει η εκκλησία του Άι Γιώργη και στο νησί υπάρχουν ακόμη τα δύο μικρά σπιτάκια που έμενε η Κυρά της Ρω.
Η ίδια έλεγε; «Τα ξερονήσια του Καστελόριζου και της Ρω τα αγαπώ. Έμεινα μόνη μου το 1943 στο Καστελόριζο με την τυφλή μου μάνα, όταν έφευγαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού στη Μέση Ανατολή και στην Κύπρο. Με την ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες. Βέβαια η ζωή στη Ρω δεν είναι και τόσο ευχάριστη, αλλά νιώθεις πιο πολύ την Ελλάδα χαμένος όπως είσαι στο πέλαγος, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τις Γούρικες ακτές. Την ελληνική σημαία, θέλω να μου τη βάλουν στον τάφο μου».