Η έμπνευση του Κριστιάνο Ρονάλντο κόντρα στη Γιουβέντους, στον πρώτο αγώνα των δύο ομάδων για τα προημιτελικά του Champions League, με την οποία ο Πορτογάλος αστέρας έδωσε προβάδισμα δύο γκολ στη Ρεάλ Μαδρίτης (στο τελικό 0-3), ήταν ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης σε όλον τον πλανήτη -και όχι απαραίτητα μόνο μεταξύ των λάτρεων του ποδοσφαίρου.
Η πλειοψηφία θαύμασε το τέρμα του CR7, κυρίως για τον τρόπο που «απογειώθηκε», όμως υπήρχε και κόσμος που στάθηκε στο να αναδείξει το… εξωγήινο του χαρακτήρα του, καθώς στα μάτια τους φάνηκε ως κάτι πολύ «ξένο» από τον τρόπο που είχαν μάθει -ή συνηθίσει- το λαοφιλέστερο άθλημα του πλανήτη. Και η αμφισβήτηση, από όσους το έκαναν, δεν ξεκίνησε μετά το πέναλτι-γκολ στον επαναληπτικό (στην αμφισβητούμενη φάση που έδειξε την άσπρη βούλα ο Άγγλος διαιτητής Όλιβερ), όπου πανηγύρισε με έναν τρόπο που δεν άρεσε πολλούς φιλάθλους. Είχε ήδη αρχίσει, αλλά προφανώς πυροδοτήθηκε με αφορμή τα τελευταία δευτερόλεπτα του ματς στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου».
Τα γκολ με ανάποδο ψαλίδι δεν είναι σπάνια στα γήπεδα. Ούτε καν σε μη υψηλό επίπεδο. Άλλωστε, όσοι έχουν παίξει ποδόσφαιρο, έστω και στις αλάνες ή τις αυλές των σχολείων, έχουν επιχειρήσει να το κάνουν και κάποιοι με επιτυχία. Όμως, αυτό του Κριστιάνο ξεχώρισε πολύ σε σχέση με άλλα που έχουμε δει στο παρελθόν, καθώς το ύψος που έφτασε το δεξί του πόδι για να μπορέσει να νικήσει τον Τζιανλουίτζι Μπουφόν, ήταν ανάλογο του οριζόντιου δοκαριού της εστίας του Ιταλού τερματοφύλακα. Οι… μεζούρες βγήκαν λίγες ώρες μετά το παιχνίδι στο Πιεμόντε και έδειξαν 2,30 μέτρα. Ασύλληπτο!
Και δεν είναι μόνο ότι έφτασε το πόδι του Πορτογάλου τόσο ψηλά. Ήταν όλη η κίνηση. Ο κορμός του οριζοντιώθηκε σε ύψος περίπου 1,5 μέτρου. «Αυτό το γκολ μου θύμισε Σοτομαγιόρ, τον Κουβανό αθλητή του άλματος εις ύψος», είπε σε μια αποστροφή του λόγου του γνωστός Έλληνας δημοσιογράφος, που φημίζεται για τις ατάκες του. Άλλοι, δε, χαρακτήρισαν τον Κριστιάνο… Λευτέρη Πετρούνια. Βεβαίως, υπήρχε και η αντίθετη άποψη, που αποθέωσε την αθλητικότητα του 33χρονου άσου και τόνιζε ότι «εάν θες να είσαι κορυφαίος, πρέπει να συνδυάζεις την τεχνική με τη φυσική κατάσταση».
Παύει το ποδόσφαιρο να είναι το πλέον δημοκρατικό άθλημα;
Το debate που ουσιαστικά άνοιξε και ίσως να μην γινόταν εάν το τέρμα αυτό δεν το είχε πετύχει ο αντιπαθής σε πολύ κόσμο Κριστιάνο Ρονάλντο, είναι κατά πόσο το σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι το πλέον δημοκρατικό άθλημα του κόσμου. Ο Νόρδνταλ Εϊρικούρ-Ερτν στο πολύ βιβλίο του «Illska – To Kακό», γράφει ότι ο Χίτλερ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να διευρύνει την έννοια της αισθητικής σε νοσηρά επίπεδα. Για κάποιους, αυτό με το τέρμα του Πορτογάλου, στα μάτια τους παραβιάστηκε και ενσαρκώθηκε σε αυτό που αναφέρει ο Ισλανδός συγγραφέας.
Σχεδόν όλοι όσοι είμαστε άνω των 30, μεγαλώσαμε παίζοντας μπάλα όχι απαραίτητα στις ακαδημίες κάποιας ομάδας ή στα γηπεδάκια 5×5 ή 8×8 που έχουν ξεπηδήσει τα τελευταία χρόνια. Μια μπάλα, τέσσερις τσάντες και ένας σχετικά ελεύθερος χώρος, ήταν αρκετά για να ξεκινήσει το ματς. Όμως, ακόμη και σε κανονικά ποδοσφαιρικά γήπεδα, όλοι είχαν τη θέση τους…
Το διάγραμμα της φωτογραφίας, όπου ο άμπαλος έπαιζε αριστερό μπακ, ο μοναδικός αριστεροπόδαρος της παρέας μπροστά του στα «φτερά», ο μπαλαδόρος θα έπαιρνε τον ρόλο του «δεκαριού», αυτός που ήξερε το τόπι, αλλά βαριόταν να κουνηθεί έπαιρνε πήγαινε στην κορυφή της επίθεσης, ο πιο άοκνος αγωνιζόταν αμυντικό χαφ και ο πιο εύσωμος κατευθυνόταν απευθείας στο τέρμα, μπορεί να έχει χιουμοριστικό χαρακτήρα, αλλά παρουσιάζει και τη δημοκρατικότητα του αθλήματος: ότι όλοι χωράνε σε αυτό. Ακόμη και ο αντιπαθής, που απλώς ήταν ο κάτοχος της μπάλας, εντασσόταν στο σύστημα, στην προσπάθεια για τη νίκη και τη χαρά του παιχνιδιού. Μια μικρογραφία της κοινωνίας και το κατά πόσο αυτή μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά.
Θα χωρούσαν τώρα στο άθλημα ο Γκαρίντσα, ο Κρόιφ και ο Μαραντόνα;
Πλέον, στα «τσικό» των ομάδων διαπιστώνεται σε κάποιες περιπτώσεις ότι αναπτύσσεται ένα πρότυπο συγκεκριμένης δομής και κατάρτισης των μικρών ποδοσφαιριστών. Εκτός από το κλασικό -και για πολλούς νοσηρό- ρητό «η νίκη πάνω από όλα», όπως και η διαχρονική για τα ελληνικά δεδομένα παρέμβαση των γονιών ώστε να παίζουν πάντα βασικοί τα καμάρια τους, διαμορφώνεται ένα πρότυπο παίκτη που πρέπει να έχει πολύ περισσότερα αθλητικά χαρακτηριστικά και σωματική τελειότητα σε σχέση με το παρελθόν. Άραγε, ο Γκαρίντσα με τα ασύμμετρα πόδια του, θα μπορούσε να είχε αναδειχθεί στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, ακόμη και από την ποδοσφαιρομάνα Βραζιλία; Το ερώτημα είναι ρητορικό, αλλά απασχολεί αρκετό κόσμο…
Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να αγνοεί την εξέλιξη των πραγμάτων σε όλους τους τομείς της ζωής μας, όχι απλώς στο ποδόσφαιρο. Ποιος θα φανταζόταν πριν κάποια χρόνια ότι θα απολαμβάναμε σήμερα όλες αυτές τις τεχνολογικές ανέσεις; Άλλωστε, σκοπός του ανθρώπου από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας του, ήταν πάντα η βελτίωση της ζωής του. Εκεί «πατούν» και όσοι αντιμάχονται τους επικριτές της σύγχρονης μορφής του λαοφιλέστερου αθλήματος, εκφράζοντας τη θέση πως όπως και τα υπόλοιπα ομαδικά σπορ εξελίσσονται μέσα στον χρόνο, πάντα με σκοπό την αποτελεσματικότητα, έτσι συμβαίνει και με τη «στρογγυλή θεά».
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι το μάξιμουμ των επιδόσεων σε ατομικό επίπεδο, τουλάχιστον για μια δεκαετία, στην πιο παραγωγική περίοδο του σύγχρονου ποδοσφαιριστή. Η εξέλιξη των αθλητών σε επίπεδο πρωταθλητών, ακόμη και υπεραθλητών. Ακόμη και ο πολύ πιο… γήινος Μέσι στα μάτια του κόσμου, παίζει σχεδόν 70 ματς τον χρόνο 9ειδικά σε χρονιές Μουντιάλ όπως η φετινή). Αναγκαστικά, λοιπόν, μοιάζει υπερβολικά γυμνασμένος, γρήγορος και πιο ανθεκτικός σε σχέση με τους βιρτουόζους ποδοσφαιριστές προηγούμενων δεκαετιών. Ή για την ακρίβεια, είναι…
Ακόμη κι αν αποκλείσουμε το ακραίο παράδειγμα του Γκαρίντσα, δεν είναι σίγουρο κατά πόσο στο σύγχρονο ποδόσφαιρο θα χωρούσαν παίκτες όπως ο κοντούλης και τσουπωτός Σάμι Λι, εάν θα πρωταγωνιστούσε με τα σωματικά του προσόντα ο «πυροβολητής» Γκερντ Μίλερ, ή αν ο καχεκτικός Γιόχαν Κρόιφ, με τη λεπτοκαμωμένη μορφή του θα μπορούσε να αντέξει στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής, που το τζαρτζάρισμα πριν από κάποια χρόνια θα ήταν φάουλ και μάλιστα σκληρό. Ή ακόμη αν ο Ντιέγκο Μαραντόνα, θα είχε «επιβίωνε» στο σύγχρονο… πράσινο ρινγκ.
Έχει αλλάξει και το dna στη φιλοσοφία του αθλήματος;
Όλο αυτό το debate ίσως να μην ξεκινούσε ποτέ, εάν δεν σημειωνόταν το γκολ, όχι επειδή δεν θα τα κατάφερνε τόσο καλά ο Ρονάλντο, απλώς εάν τον μάρκαρε πιο… ιταλικά ο Ματία ντε Σίλιο. Ο αμυντικός της Γιουβέντους έκανε σωστά όλα όσα διδάχθηκε από πιτσιρικάς στις ακαδημίες της Μίλαν. Πήρε την κατάλληλη θέση, στη σέντρα που έγινε από αριστερά, καλύπτοντας σωστά τον χώρο, έχοντας δύο αντιπάλους να μαρκάρει: τον Κριστιάνο μπροστά του και άλλον έναν ακριβώς πίσω του. Όμως, δεν μπόρεσε να αποσοβήσει το μοιραίο. Τι θεωρητικά θα μπορούσε να κάνει; Να πέσει με το σώμα του πάνω στην προσπάθεια του Πορτογάλου και με πονηριά να του χαλάσει την ισορροπία. Η λογική λέει ότι δεν θα δινόταν ποτέ πέναλτι, αλλά επιθετικό φάουλ, επειδή ο παίκτης της Ρεάλ σήκωσε τόσο ψηλά το πόδι του.
Οι επικριτές του «modern football», λοιπόν, βρήκαν ακόμη μια αφορμή για να κατακρίνουν αυτό το γκολ. Και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει, σε περίπτωση που θέσουν το επιχείρημα: εάν δεν υπήρχε ο Ματεράτσι στον τελικό του Μουντιάλ 2006, να χαλάσει το μυαλό του Ζιντάν και εκείνος να τον κουτουλήσει, θα έπαιρνε ποτέ τον τίτλο η «ατζούρα»; Φυσικά, και αυτό το ερώτημα είναι επίσης ρητορικό, αλλά δίνει «τροφή» σε όσους αναφέρουν ότι πλέον όλοι οι ποδοσφαιριστές διδάσκονται πάνω – κάτω τα ίδια.
Η ανταπάντηση στα προηγούμενα επιχειρήματα έρχεται από το παράδειγμα της Μπαρτσελόνα της προηγούμενης δεκαετίας. Μια ομάδα που δεν έχει απαραίτητα τα ψηλά κορμιά και η υπεροχή της έχει να κάνει καθαρά με τη συνεχόμενη κατοχή μπάλας, που εκμηδενίζει όλα τα υπόλοιπα μειονεκτήματα, κυρίως τα σωματικά. Όμως, και πάλι, χωρίς μεγάλες αντοχές, δεν θα μπορούσε να βγει το «μπλαουγκράνα» πλάνο.
Οι ερωτήσεις από υποστηρικτές της κάθε άποψης και οι διενέξεις θα συνεχίσουν και δεν θα σταματήσουν. Άλλωστε, το «καφενείο» μετά από κάθε παιχνίδι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παρακολούθησης του αθλήματος, που ο λόγος ο οποίος το κάνει τόσο προσιτό, είναι η απλότητά του. Από τους κανονισμούς μέχρι και το πόσο εύκολα μπορεί να το εξασκήσει κάποιος. Αυτός ίσως είναι πιθανότατα και ο φόβος όσων εκφράζουν επιφυλάξεις για τη σύγχρονη μορφή του…