Πώς θα περιέγραφε κάποιος μια πόλη που βρίσκεται στη μέση του πουθενά; Περίπου οκτώ χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Νότια Ντακότα, στο βόρειο άκρο της Νεμπράσκα, ο χωματόδρομος περνά ανάμεσα από λιβάδια και χωράφια με σιτάρι και οδηγεί στην πόλη Monowi, μια πόλη-φάντασμα σαν βγαλμένη από ταινία ή άλμπουμ παλιών, πολύ παλιών φωτογραφιών.
Στην εγκαταλελειμμένη εκκλησία, τα στασίδια είναι γεμάτα όχι από πιστούς αλλά από… λάστιχα τρακτέρ. Απέναντι δεσπόζει ένα παλιό σιλό, που έχει αρχίσει κι αυτό να αποσυντίθεται. Χόρτα κάθε είδους και μεγέθους φυτρώνουν ανάμεσα στα απομεινάρια των σπιτιών, που καταρρέουν το ένα δίπλα στο άλλο – ή και πάνω στο άλλο. Και μέσα σε ένα λευκό κτίριο, που η μπογιά του ξεφτίζει, η 84χρονη Elsie Eiler ετοιμάζει κοτόπουλο πανέ και ανοίγει μπουκάλια μπίρας για τους τακτικούς πελάτες της. Η πινακίδα του γράφει: «Καλώς ήρθατε στη φημισμένη ταβέρνα του Monowi. Η πιο κρύα μπίρα στην πόλη!».
Δεν έχει κανείς σκοπό να υποτιμήσει την ιδανική θερμοκρασία της μπίρας που σερβίρεται στην εν λόγω ταβέρνα αλλά δεν θα μπορούσε να μην είναι η πιο κρύα μπίρα της πόλης. Αφού δεν σερβίρεται μπίρα κάπου αλλού. Γιατί δεν υπάρχει άλλη ταβέρνα. Ούτε άλλος κάτοικος από την Elsie.
Όταν ο σύζυγός της έφυγε από τη ζωή το 2003, δεν την άφησε να έχει στην ευθύνη της μόνο την ταβέρνα αλλά και όλη την πόλη. Σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία από την απογραφή πληθυσμού, το Monowi είναι το μόνο μέρος στις ηπειρωτικές ΗΠΑ με μόνο έναν κάτοικο. Η Elsie είναι δήμαρχος, κλητήρας, ταμίας, βιβλιοθηκάριος και μάγειρας. Και το μόνο άτομο που έχει απομείνει στην πιο μικρή πόλη των ΗΠΑ.
Η ζωή της Eiler ως μόνη κάτοικος της πόλης-φάντασμα είναι πραγματικά μοναδική. Κάθε χρόνο, κολλάει στον τοίχο της μόνης επιχείρησης στο Monowi, το μπαρ της, δηλαδή, την ανακοίνωση των δημοτικών εκλογών. Στη συνέχεια ψηφίζει τον εαυτό της. Κάθε χρόνο πρέπει να παρουσιάζει έναν «οδικό χάρτη» του πώς θα κινηθεί η πόλη της το επόμενο διάστημα προκειμένου να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση. Δεν παραλείπει να συλλέξει φόρους ύψους 500 δολαρίων, από τον εαυτό της, προφανώς, κάθε χρόνο, προκειμένου να γίνεται συντήρηση στις τρεις λάμπες φωτισμού της πόλης και στο σύστημα ύδρευσης.
«Όταν καταθέτω κάθε χρόνο την αίτηση για την άδεια αλκοόλ και καπνού, για το μπαρ, τη στέλνουν στον γραμματέα της πόλης, που είμαι εγώ» εξηγεί στο BBC. «Εγώ την παραλαμβάνω ως γραμματέας, την υπογράφω ως κλητήρας στην παράδοσή της και την παραδίδω στον εαυτό μου, αφού εγώ είμαι η ιδιοκτήτρια του μπαρ».
Η 84χρονη έχει και μία λίστα των κοντινών ενοικιαζόμενων χώρων, μήπως κάποιος θελήσει κάποτε να μετακομίσει στην πόλη και να διπλασιάσει τον πληθυσμό της, από έναν σε δύο.
«Είμαι χαρούμενη εδώ, εδώ μεγάλωσα. Έχω συνηθίσει τη ζωή εδώ και ξέρω τι θέλω. Είναι δύσκολο να αλλάξω ύστερα από τόσα χρόνια» λέει η ίδια.
Τη δεκαετία του ’30 το Monowi ήταν ένας πολύβουος σταθμός της σιδηροδρομικής γραμμής Elkhorn και τόπος κατοικίας 150 ανθρώπων. Διέθετε καταστήματα, εστιατόρια, ακόμα και φυλακή. Η Elsie μεγάλωσε σε μία φάρμα σε απόσταση μισού χιλιομέτρου από την πόλη και συνάντησε τον μετέπειτα σύζυγό της Rudy στο σχολείο της πόλης, όταν ήταν στο δημοτικό.
Στη συνέχεια οι δυο τους έπαιρναν μαζί το λεωφορείο στο πιο κοντινό γυμνάσιο, σε απόσταση περίπου δέκα χιλιομέτρων, μέχρι που ο Rudy κατατάχθηκε στην Αεροπορία. Όσο εκείνος υπηρετούσε στη Γαλλία, στη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, η Elsie πήγε στο Κάνσας για να ζήσει τη δική της περιπέτεια. «Πήγα να δουλέψω σε μια αεροπορική εταιρεία με το όνειρο να γίνω αεροσυνοδός» θυμάται. «Δεν με απασχολούσε και πολύ η πόλη, σπίτι μου ήταν πάντα το Monowi».
Έτσι, γύρισε «σπίτι» της στα 19 για να παντρευτεί τον Rudy και να μεγαλώσει τα παιδιά της. Όταν ο άνδρας της, που εργαζόταν στο σιλό και στη διανομή καυσίμων στα βενζινάδικα της περιοχής, είχε την ιδέα να επισκευάσουν την παλιά ταβέρνα που ανήκε στον πατέρα της, εκείνη ανταποκρίθηκε. Το ζευγάρι άνοιξε την ταβέρνα και τη λειτούργησε ξανά το 1971.
Μέχρι να επιστρέψει στη λειτουργία η ταβέρνα του Monowi, η ίδια η πόλη είχε αρχίσει να φθίνει. Όπως οι συνθήκες για την αγροτική δραστηριότητα είχαν επιδεινωθεί και οι αγροτικές οικονομίες είχαν καταρρεύσει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ολόκληρες κοινότητες στην αμερικανική ενδοχώρα άρχιζαν να εξαφανίζονται.
Η τελευταία κηδεία που τελέστηκε στην ξύλινη εκκλησία του Monowi ήταν αυτή του πατέρα της Elsi, to 1960. Το ταχυδρομείο και το τελευταίο από τα τρία μπακάλικα έκλεισαν μεταξύ 1967 και 1970, και το 1974 ακολούθησε το σχολείο. Τα δύο παιδιά της Elsie έφυγαν από την πόλη αναζητώντας δουλειά στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και έως το 1980 ο πληθυσμός περιορίστηκε στους 18 κατοίκους. Είκοσι χρόνια αργότερα, οι μόνοι κάτοικοι του Monowi ήταν οι Rudy και Eiler, και δούλευαν και οι δύο στην ταβέρνα.
Σήμερα, το Monowi είναι μία από τις τρεις πόλεις της κομητείας Μπόιντ της Νεμπράσκα που έχουν λιγότερους από δέκα κατοίκους.
Η Eiler ζει μόνη της αλλά δεν είναι καθόλου μόνη. Κάθε πρωί -εκτός από τη Δευτέρα, που δίνει στον εαυτό της ρεπό- περπατά τη μικρή απόσταση που χωρίζει το τροχόσπιτό της από το μπαρ, για να το ανοίξει. Οι περισσότεροι από τους τακτικούς πελάτες της ζουν σε απόσταση περίπου 30 έως 50 χιλιομέτρων και είναι άνθρωποι με τους οποίους γνωρίζεται όλη τη ζωή της. Υπάρχουν όμως κι άλλοι που έρχονται ακόμα και από… 300 χιλιόμετρα μακριά, από το Λίνκολν και την Ομάχα, για να τη δουν.
«Είναι σαν μια μεγάλη οικογένεια» εξηγεί η 84χρονη καθώς κάθεται με έναν φίλο και λύνουν μαζί το σταυρόλεξο στην εφημερίδα. «Είναι η τέταρτη και η πέμπτη γενιά πελατών που έρχεται. Είναι πολύ ωραίο όταν άνθρωποι που θυμάσαι να ήταν μωρά φέρνουν τώρα τα δικά τους παιδιά να μου γνωρίσουν».
Όπως πολλά εστιατόρια και μπαρ σε αγροτικές περιοχές της Αμερικής, η ταβέρνα της Elsie χρησιμοποιείται ουσιαστικά σαν «σαλόνι» της κοινότητας. Καθώς εκείνη φτιάχνει χάμπουργκερ (3,5 δολάρια κοστίζουν), χοτ ντογκ (1,25 δολάρια) και άλλους μεζέδες στην κουζίνα, οι οικογένειες καρφιτσώνουν ειδοποιητήρια αποφοίτησης, προσκλητήρια βάφτισης και ευχετήριες κάρτες στον πίνακα ανακοινώσεων του μπαρ. Οι πελάτες έρχονται από μέρη μία ώρα μακριά για να συμμετάσχουν στα κυριακάτικα χαρτιά- κάτι σαν κουμ καν ή μπλόφα- και η Eiler δεν κλείνει παρά μετά τις 21:30, όταν τα πράγματα ηρεμούν και οι τράπουλες επιστρέφουν στα κουτιά τους.
«Με ρωτούν συχνά αν είναι μοναχική η ζωή μου και απαντώ πως πάντα υπάρχει κάποιος ή κάτι που συμβαίνει» λέει η ίδια.
Στο Monowi υπάρχει ακόμα ένας ανοιχτός χώρος εκτός από το μπαρ, πολύ κοντά και στο μπαρ και στο σπίτι της Eiler: η βιβλιοθήκη του Rudy.
Όταν δεν όργωνε και δεν σέρβιρε ποτά, ο σύζυγός της Elsie ήταν φανατικός βιβλιοφάγος. Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, το 2004, ο Rudy εξομολογήθηκε πως η τελευταία του επιθυμία ήταν η ιδιωτική του συλλογή βιβλίων να γίνει δημόσια βιβλιοθήκη. Έτσι, παρήγγειλε ένα λυόμενο και πακετάρισε τα 5.000 βιβλία και περιοδικά του. Ο θάνατος όμως τον πρόλαβε πριν ολοκληρώσει το σχέδιό του. Λίγους μήνες αργότερα, τα παιδιά του συνέδεσαν το ρεύμα στο λυόμενο, τα ανίψια του τοποθέτησαν ράφια από το πάτωμα έως το ταβάνι και τα εγγόνια του ζωγράφισαν στο πλάι του παλιού ψυγείου τη χειροποίητη επιγραφή: «Η βιβλιοθήκη του Rudy».
Το κλειδί για τη βιβλιοθήκη κρέμεται μέσα στο μπαρ και οποιοσδήποτε θέλει να «ταξιδέψει» μέσα στις σελίδες βιβλίων και περιοδικών, από τον Γκαίτε μέχρι το National Geographic μπορεί να το κάνει.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από την απογραφή πληθυσμού, όταν ο Rudy έφυγε από τη ζωή, το Monowi πήρε την πρωτιά από το γειτονικό Gross, επίσης στη Νεμπράσκα, που είχε πληθυσμό δύο ατόμων. Έκτοτε η Elsie και η πόλη της έχουν προσελκύσει την προσοχή.
Σήμερα, 14 χρόνια μετά, η 84χρονη έχει τέσσερα guest book στο μπαρ γεμάτα με υπογραφές από τους επισκέπτες της, που προέρχονται από όλο τον κόσμο. «Για να είμαι ειλικρινής δεν το πολυσκέφτηκα, αλλά με κάνει να νιώθω ωραία το ότι τράβηξα την προσοχή σε αυτό το μέρος του κόσμου» λέει.
Η Elsie έχει δύο παιδιά, πέντε εγγόνια και δύο δισέγγονα. Ο κοντινότερος συγγενής της ζει σε απόσταση 140 χιλιομέτρων, ενώ άλλοι πολύ μακρύτερα, από την Αριζόνα ως την Ολλανδία.
«Το ξέρω πως μπορώ πάντα να μείνω πιο κοντά στα παιδιά μου ή και μαζί τους, αλλά τότε θα έπρεπε να κάνω καινούριους φίλους» εξομολογείται. «Όσο μπορώ να ζω εδώ, αυτό είναι το μέρος που θέλω να βρίσκομαι. Μάλλον γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αλλάξεις συνήθειες καθώς μεγαλώνεις…».
Δώδεκα ώρες μετά το άνοιγμα της ταβέρνας, ο πληθυσμός του Monowi έχει ξαναγίνει ο ελάχιστος: ένας κάτοικος. Η Eiler κλειδώνει το μπαρ, επιστρέφει στο τροχόσπιτό της και ανοίγει ένα από τα βιβλία του Rudy καθώς ο άνεμος σφυρίζει περνώντας μέσα από τα χωράφια. Στις 11 το βράδυ είναι πια έτοιμη για το κρεβάτι της- και για όσους φίλους εμφανιστούν αύριο, από κάπου μακριά.