Η συζήτηση έχει ανοίξει και θα παραμένει ανοικτή όσο τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων και κακοποιήσεων, μιλούν ελεύθερα για τις εμπειρίες τους και τις πληροφορίες που δίνουν για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα ένα περιστατικό.
Το φλερτ μεταξύ δύο ανθρώπων είναι μία από τις πιο ευχάριστες και ενδιαφέρουσες διαδικασίες. Η οποία υπό τις κατάλληλες συνθήκες και… φεγγάρια μπορεί να θεωρηθεί μέχρι και αναζωογονητική. Μία κακή μέρα μπορεί να καταλήξει με φίλους σε ένα μπαρ ή ένα καφέ και από το πουθενά να υπάρξει μία στιγμιαία έλξη η οποία μπορεί να μείνει σε κάποιες χαμογελαστές ώρες στον ίδιο χώρο με τον άλλο ή μπορεί να καταλήξουν και σε μία φλογερή νύχτα πάθους.
Ποια όμως είναι εκείνη η στιγμή που μία κίνηση, μία φράση, ή ακόμα και ένα βλέμμα μπορεί να ξεπεράσει το προσωπικό όριο του καθενός και της καθεμιάς και να περάσει στην σφαίρα της παρενόχλησης; Πότε ένα χαμόγελο δεν σημαίνει «προχώρα»; Και πότε η σωματική επαφή δεν είναι ανεκτή και από τους δύο πόλους;
Επιστημονικές έρευνες με βάση κοινωνιολογικά αλλά και ψυχολογικά κριτήρια έχουν προσπαθήσει να δώσουν μία κάποια διέξοδο σε ένα ερώτημα που ναι μεν ανήκει σε μία γενικόλογη σφαίρα (πότε ξεπερνιούνται τα όρια;), αλλά οι επιπτώσεις που έχουν οι πράξεις μας εγγράφουν σε ψυχές και σώματα ανθρώπων. Είτε γίνεται κατανοητό αυτομάτως είτε όχι.
Μετά την περίπτωση του παραγωγού ταινιών του Χόλιγουντ Χάρβεϊ Γουάινστιν και τον ορυμαγδό εξελίξεων που έφεραν οι αποκαλύψεις των New York Times, το debate για το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης είναι παγκόσμιου επιπέδου. Και η (θολή) γραμμή για το τι ορίζεται και τι όχι σεξουαλική παρενόχληση δεν ξεδιαλύνει εύκολα.
«Τίποτα δεν είναι αυτονόητο και τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο», σχολιάζει ο Βρετανός, ειδικός στις σχέσεις ζευγαριών, Τζέιμς Πρις και συνεχίζει «οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύω είναι από 23 μέχρι 72 ετών. Αυτό που τους συμβουλεύω είναι πως για να γνωρίσουν, ερωτικά, κάποιον ή κάποια πρέπει να φλερτάρουν. Και αυτό θα γίνει στο σωστό περιβάλλον και όχι όταν οι συμμετέχοντες δεν το περιμένουν. Πρέπει να χτιστεί, έστω και για αυτό το μικρό διάστημα του ενός ποτού, μία σχέση εμπιστοσύνης».
Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και τον νόμο 3769/2009 σεξουαλική παρενόχληση ορίζεται όταν «εκδηλώνεται οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος».
Η δικηγόρος για θέματα φύλλου και σεξουαλικών εγκλημάτων Σάρα Κινγκ θέτει τα πράγματα σε μία πιο ρεαλιστική και πραγματική βάση: «Το φλερτ γίνεται σεξουαλική παρενόχληση όταν δεν είναι επιθυμητό και είναι επίμονο. Το “όχι” σημαίνει “όχι”. To “ίσως” δεν σημαίνει “ναι”. Δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα περισσότερο από αυτό που λέει, “ίσως”».
Ο Χάρβεϊ Γουάινστιν είχε προχωρήσει σε τουλάχιστον 8 εξωδικαστικούς συμβιβασμούς προκειμένου να καλύψει τις πολλαπλές σεξουαλικές επιθέσεις που είχε διαπράξει σε βάρος γυναικών της βιομηχανίας του θεάματος.
Δεκάδες γυναίκες, από πασίγνωστες ηθοποιούς όπως η Ατζελίνα Τζολί, μέχρι γυναίκες που δεν έμαθε κανείς τα ονόματά τους καθώς η θέση τους δεν είχε τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας παραδέχτηκαν δημόσια ότι είχαν πέσει θύματα σεξουαλικής επίθεσης από τον Γουάινστιν.
Τα απόνερα αυτής της ιστορίας δεν ακούμπησαν μόνο τις παθούσες αλλά και όλους όσοι γνώριζαν και δεν μιλούσαν. Για τον σεξιστή παραγωγό αλλά και άλλους από τον λαμπερό κόσμο που χρησιμοποιούσαν την θέση τους για να εκμεταλλευτούν σεξουαλικά κάποιον ή κάποια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του Κέβιν Σπέισι για τον οποίο τώρα ανοίγουν σιγά σιγά τα στόματα και μένει να δούμε σε πόσες υποθέσεις είναι αναμεμειγμένος.
Η παιδοψυχολόγος και ειδική σε θέματα σεξουαλικότητας, Σι Μινγκ Πακ, η οποία ενημερώνει μαθητές σε σχολεία της Βρετανίας για την συναίνεση και τη σεξουαλική παρενόχληση αναφέρει: «Σεξουαλική παρενόχληση θεωρείται το μη συναινετικό άγγιγμα. Το αίσθημα ότι ανήκεις σε κάποιον άλλο. Ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε. Το κυνήγι γυναικών στο δρόμο (σ.σ. το λεγόμενο cat walking) και τα σεξιστικά σχόλια και σφυρίγματα».
Η αξία του Βρετανικού παραδείγματος είναι μεγάλη καθώς στη νομολογία της χώρας υπάρχει ένα παράδοξο. Η σεξουαλική παρενόχληση από μόνη της δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα. Το σύνολο των πράξεων που συνιστούν ωστόσο την σεξουαλική παρενόχληση λογίζονται ως τέτοια. Και μέσα σε αυτά περιλαμβάνονται και οι νέες μορφές παρενόχλησης όπως τα μηνύματα, και οι φωτογραφίες από πλατφόρμες chatting.
Η πανευρωπαϊκή έρευνα του Fundamental Rights Agency της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μία στις 2 γυναίκες (55%) έχει δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση. Από αυτό το ποσοστό μία στις 3 (35%) αποσιώπησε εντελώς το περιστατικό. Το ανησυχητικό ποσοστό ωστόσο είναι εκείνο του 6% που προχώρησε σε κάποιου είδους καταγγελία.
Στην Ελλάδα, με βάση την ίδια έρευνα, σχεδόν μία στις δύο γυναίκες (43%) έχουν υποστεί κάποιου είδους σεξουαλική παρενόχληση από την ηλικία των 15 ετών. Το 11% των περιπτώσεων αυτών σχετίζονται με το εργασιακό τους περιβάλλον.
Από αυτά τα περιστατικά, συχνότερα είναι εκείνα που παρουσιάζονται στον εργασιακό χώρο.
Η έρευνα του FRA, μέσα από το δείγμα που εξετάστηκε στις χώρες μέλη της Ε.Ε. καταδεικνύει μεταξύ πολλών άλλων πως η κοινωνία μας σε μεγάλο βαθμό έχει σεξιστικές τάσεις καθώς η κουλτούρα της ενοχής είναι πανταχού παρούσα. Και οι προβολές κυρίως πάνω στα γυναικεία σώματα είναι καθαρά «ενοχικές». Στις γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση, κυριαρχούν τα συναισθήματα της προσβολής, του θυμού, της ντροπής και του φόβου.
Σε ό,τι αφορά στο εργασιακό περιβάλλον, ο φόβος παίρνει δύο μορφές: αφενός μήπως το θύμα έχει παρεξηγήσει ως παρενόχληση ένα «αθώο φλερτ» και η αντίδρασή του αυτή χαρακτηριστεί ως «υπερβολική». Από την άλλη υπάρχει ο φόβος των συνεπειών μία ενδεχόμενης καταγγελίας. Η δαμόκλειος σπάθη της απόλυσης και της ανεργίας, ο οποίος αποτελεί και την κύρια αιτία αποσιώπησης τέτοιων κρουσμάτων, ιδιαίτερα όταν προέρχονται από άτομα με υψηλότερη, ιεραρχικά, θέση.
Σε ένα χαοτικό κόσμο όπου τα πάντα διαμεσολαβούνται από διαστρεβλωμένα πρότυπα τα οποία θέλουν μία κοντή φούστα ή ένα κολλητό παντελόνι, ως μία εν δυνάμει δήλωση «διαθεσιμότητας», όπως αναφέρει η Σι Μινγκ Πακ, δεν είναι πολύ παράξενο να «παρατηρείται η κουλτούρα της ιδιοκτησίας και του κατηγορώ. Πάντα φταίει ο άλλος για τις δικές μου πράξεις». Για να καταλήξει πως «όταν μιλάμε για σχέσεις, ανεξάρτητα εάν καταλήξουν ή όχι στη σεξουαλική επαφή, πρέπει να υπάρχει η ελευθερία και το περιθώριο της επιλογής. Η οποία θα γίνει με τους δικούς μας όρους».