Το ημερολόγιο έγραφε 19 Ιουνίου 1892 όταν ένα αιματοβαμμένο αργεντίνικο δακτυλικό αποτύπωμα είχε μια μοχθηρή ιστορία να διηγηθεί. Τα δύο μικρά παιδιά της Φραντσέσκα Ρόχας ήταν νεκρά στο σπίτι τους σε μια μικρή κωμόπολη έξω από το Μπουένος Άιρες. Η μητέρα, που έφερε ίχνη επίθεσης με μαχαίρι στον λαιμό της, είπε πως ήταν ένας γείτονας, ονόματι Βελάσκες, που την είχε απειλήσει ξανά εκείνη τη μέρα, όταν εκείνη αρνήθηκε για άλλη μια φορά να ενδώσει στο επίμονο φλερτ του. Επιστρέφοντας η Ρόχας στο σπίτι, είδε τον Βελάσκες να βγαίνει από την εξώπορτα. Μέσα στο σαλόνι κείτονταν μαχαιρωμένα τα δυο της παιδιά, το εξάχρονο αγόρι και το τετράχρονο κορίτσι της. Η αστυνομία συνέλαβε και ανέκρινε τον άντρα, ο οποίος αρνιόταν ωστόσο κάθε εμπλοκή στην υπόθεση. Συνέχισε μάλιστα να μην αποδέχεται τις κατηγορίες παρά τις ιδιαιτέρως επώδυνες τεχνικές των ανακριτών. Κάποια στιγμή οι αστυνομικοί τον έδεσαν πάνω στα πτώματα των δυο παιδιών μπας και «σπάσει», αλλά και πάλι τίποτα. Ο Βελάσκεθ ούρλιαζε πως ήταν αθώος παρά το γεγονός ότι πέρασε όλη την επόμενη βδομάδα μέσα σε καθημερινή βία, ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια. Η υπόθεση είχε φτάσει σε αδιέξοδο, κι έτσι κλήθηκε κάποιος Χουάν Βούσετιτς, ένας 34χρονος κροάτης μετανάστης στην Αργεντινή που ήταν πια επικεφαλής της Εγκληματολογικής Διεύθυνσης της Αστυνομίας, να συμβάλει στο έργο της εξιχνίασης. Ο αξιωματικός είχε μαγευτεί από τις ανθρωπομετρικές έρευνες του Γάλλου Αλφόνς Μπερτιγιόν εδώ και μια δεκαετία και είχε πλέον τις δικές του θεωρίες πάνω στη βιομετρία. Έστειλε λοιπόν τον βοηθό του στον τόπο του εγκλήματος για να δει αν το σύστημα ταυτοποίησης υπόπτων που είχε εν σπέρματι δημιουργήσει μπορούσε να λύσει το μυστήριο…
Ο φόνος που τα άλλαξε όλα
Η μάχη του Βούσετιτς με το κατεστημένο