Από το Γενικό Χημείο του Κράτους άρχισε να βγαίνει πυκνός καπνός και η πυροσβεστική δεν άργησε να φτάσει στο κτίριο της οδού Ακαδημίας. Οι πυροσβέστες κατάφεραν να σβήσουν τη φωτιά η οποία άφησε πίσω της αρκετές ζημιές. Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου Όμως, οι πυροσβέστες, κατά τη διάρκεια των ερευνών τους, ήρθαν αντιμέτωποι με ένα μακάβριο εύρημα. Βρήκαν νεκρό τον ανάπηρο φύλακα του Χημείου, Γιώργο Ρούφο. Ο ηλικιωμένος άνδρας εντοπίστηκε να κάθεται στις σκάλες με την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο και έφερε τραύματα στο κεφάλι. Οι πυροσβέστες απέδωσαν το θάνατο του άτυχου άνδρα σε ατύχημα. Ο Γιώργος Ρούφος φορούσε ξύλινο πόδι το οποίο και είχε καεί. Το σενάριο που επικράτησε ήταν πως ο άνδρας επιχείρησε να βγει από το κτίριο, αλλά λόγω της αναπηρίας του γλίστρησε στις σκάλες με αποτέλεσμα να τον προλάβει η φωτιά και να βρει τραγικό θάνατο. Η αστυνομία συμφώνησε με τις εκτιμήσεις της πυροσβεστικής. Έτσι, οι εφημερίδες της 3ης Αυγούστου του 1954 φιλοξενούν την είδηση της πυρκαγιάς στο Χημείο ως μονόστηλο στο οποίο αναφέρεται ο θάνατος του φύλακα του ιδρύματος με την εκτίμηση πως δεν κατάφερε να βγει από το κτίριο.
Η μαρτυρία που πέρασε «στα ψιλά»
Οι αρμόδιες αρχές δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στην κατάθεση της γυναίκας που έμενε δίπλα στο Χημείο και ειδοποίησε την πυροσβεστική όταν ξέσπασε η πυρκαγιά. Η Ελευθερία Καμπάνη είχε πει πως εκείνο το βράδυ είδε στο κτίριο ένα νεαρό άνδρα, αλλά η κατάθεση της δεν θεωρήθηκε αρκετή για να ερευνηθεί και το σενάριο της εγκληματικής ενέργειας. Άλλωστε, και ο ιατροδικαστής, που εξέτασε το πτώμα του Γιώργου Ρούφου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος του προκλήθηκε από ατύχημα. Η Καμπάνη, ωστόσο, υποψιαζόταν πως ο άτυχος άνδρας δολοφονήθηκε. Η ίδια έγινε, άθελα της, αυτόπτης μάρτυρας μιας σειράς γεγονότων που ενίσχυαν αυτές τις υποψίες…
«Βοήθεια, με σκοτώνει»
Ήταν λίγο πριν τις 10 το βράδυ όταν, ενώ έτρωγε με το σύζυγο της, άκουσε κάποιον να φωνάζει για βοήθεια. Δεν έδωσε σημασία καθώς γνώριζε πολύ καλά πως από το διπλανό θέατρο «Ακροπόλ» ακουγόταν κάθε βράδυ ένας ηθοποιός να καλεί σε βοήθεια, στο πλαίσιο της παράστασης που παιζόταν. Μάζεψε το τραπέζι και άκουσε και πάλι τη φωνή ενός άνδρα να φωνάζει: «Βοήθεια, με σκοτώνει». Η κραυγή ήταν διαφορετική, γεμάτη απόγνωση και δεν προερχόταν από το θέατρο, αλλά από το Χημείο.
Η ερασιτέχνισσα ερευνήτρια άρχισε να ξετυλίγει το νήμα της υπόθεσης
Η Καμπάνη όμως, δεν μπορούσε να ησυχάσει και αποφάσισε να ερευνήσει μόνη της την υπόθεση. Έτσι, επισκέφθηκε τη χήρα του Ρούφου και από τη συζήτηση που είχε μαζί της, διαπίστωσε πως ο νεαρός που είδε το μοιραίο βράδυ γυμνό στην ταράτσα ήταν ο ανιψιός της, ο 21χρονος Δημήτρης Δράκος. Η Ελευθερία Καμπάνη, μάλιστα, για να βεβαιωθεί, λίγες ημέρες αργότερα, συνάντησε το νεαρό και παρατήρησε πως ήταν τραυματισμένος στον αγκώνα. «Από την πτώση του στην ταράτσα του Χημείου», σκέφτηκε. Όταν δε άρχισε να του κάνει ερωτήσεις για το βράδυ της 2ας Αυγούστου της φάνηκε πως ο 21χρονος αναστατώθηκε και η ίδια βεβαιώθηκε πως ο ρόλος του εκείνο το βράδυ ήταν ύποπτος. Η Μαλάμω Ρούφου δεν άργησε να πειστεί πως ο νεαρός ήταν ο δολοφόνος του συζύγου της, καθώς θυμήθηκε, με τρόμο, την επιμονή του να μάθει πού έκρυβαν τις οικονομίες τους. Άλλωστε, ήταν κοινό μυστικό στην οικογένεια πως ο 21χρονος ήταν σπάταλος και είχε μεγάλη αδυναμία στις γυναίκες για τις οποίες μπορούσε να κάνει τη μεγαλύτερη τρέλα. Η χήρα έκανε μήνυση σε βάρος του ανιψιού της και εκείνος, με τη σειρά του, ισχυρίστηκε ότι προσπαθούσε να τον εκδικηθεί, επειδή είχε ερωτική σχέση μαζί της την οποία σταμάτησε χωρίς η ίδια να το επιθυμεί. Τους μήνες που ακολούθησαν στη μαρτυρία της Καμπάνη, ήρθαν να προστεθούν και άλλες που μιλούσαν για τα … παραστρατήματα του Δημήτρη Δράκου.
Διατηρούσε σχέσεις με 15 γυναίκες, όντας αρραβωνιασμένος
Όπως διαπιστώθηκε, ο νεαρός είχε μια ατζέντα με τηλέφωνα 15 γυναικών, με τις οποίες διατηρούσε ερωτικές σχέσεις, ενώ την ίδια ώρα ήταν αρραβωνιασμένος με μία κοπέλα που γνώρισε δια αλληλογραφίας. Κάποια στιγμή μάλιστα εξομολογήθηκε, με περηφάνια, πως είχε δολοφονήσει έναν άντρα. Αρχικά, ο νεαρός ισχυρίστηκε πως το απόγευμα της 2ας Αυγούστου συνάντησε το θείο του σε ένα καφενείο και στις 9 το βράδυ, έφυγε για τον Ναύσταθμο, όπου εργαζόταν. Στη συνέχεια άλλαξε την κατάθεσή του, λέγοντας πως εκείνο το βράδυ συνάντησε μια φίλη του κι ότι ενημερώθηκε για το θάνατό του θείου του την επόμενη μέρα, αλλά δεν κατάφερε να πάει στην κηδεία γιατί απουσίαζε. Στο μέλλοντα πεθερό του, ωστόσο, είχε πει πως έδωσε 10 λίρες για την κηδεία του θείου του και όταν, αργότερα, ρωτήθηκε γι’ αυτό του το ψέμα, δικαιολογήθηκε λέγοντας: «Ήθελα να δείξω στη φίλη μου ότι αγαπούσα τους συγγενείς μου. Ζήτημα τακτικής ήταν. Για να συγκινήσει κανείς μια καρδιά χρησιμοποιεί όλα τα μέσα».
Η σύλληψη και η καταδίκη