Στη δεκαετία του ’60, η Jessica Mitford έγραψε ένα μπεστ σέλερ για τις πρακτικές της βιομηχανίας της… κηδείας. Είκοσι χρόνια μετά το θάνατό της, η Αγγλίδα αριστοκράτισσα μπορεί ακόμα να μας διδάξει πώς να αντιμετωπίσουμε το θάνατο.
Τίποτε στη ζωή δεν είναι πιο σίγουρο από το θάνατο και τους φόρους, είχε πει κάποτε ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν. Σύμφωνα με κάποιους επιστήμονες βέβαια, η βεβαιότητα του θανάτου ίσως και να καταρρέει.
Για το ποσό των 200.000 δολαρίων μπορείτε να διατηρήσετε μετά θάνατον το σώμα σας στη… συντήρηση, με τη βοήθεια αντιψυκτικών υγρών και ύστερα να τοποθετηθείτε σε ένα τεράστιο ψυγείο στο Σκοτσντέιλ της Αριζόνα.
Αν τα χρήματα σας φαίνονται υπερβολικά, με 80.000 δολάρια μπορείτε πάντα να σώσετε μόνο τον εγκέφαλο σας. Μέχρι στιγμής, πάνω από χίλιοι άνθρωποι έχουν εγγραφεί για την συγκεκριμένη υπηρεσία, με την ελπίδα ότι μια ημέρα θα τους αποψύξουν, για να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
Και αν δεν είναι αυτό το ζητούμενο των περισσότερων ανθρώπων, αλλά να φύγουν από τη ζωή με όλες τις τιμές, το πάντα επίκαιρο βιβλίο της Τζέσικα Μίτφορντ για τη βιομηχανοποίηση του θανάτου ίσως σας αλλάξει γνώμη.
Η αδελφή της πεζογράφου Νάνσι Μίτφορντ, ήταν εκτός από δημοσιογράφος, ακτιβίστρια υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων, υπέρμαχος του κομμουνισμού και τραγουδίστρια της ποπ καθώς είχε «ανοίξει» μια συναυλία της Σίντι Λόπερ και είχε ερμηνεύσει ένα ντουέτο μαζί με την συγγραφέα Μάγια Αγγέλου.
Μάλιστα, η γνωστή συγγραφέας JK Rowling θαύμαζε τόσο πολύ την Μίτφορντ που έδωσε το όνομά της στην πρώτη της κόρη.
Το βιβλίο της με τίτλο «ο αμερικανικός τρόπος θανάτου», που εκδόθηκε το 1963 εξετάζει με ιδιαίτερα κυνικό τρόπο τον εξωφρενικό και περίεργο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο θάνατος.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννημένη το 1917 στην Αγγλία, η Ντέκα, όπως την αποκαλούσαν χαϊδευτικά, είχε γονείς τον Λόρδο και τη Λαίδη Ρέντεσντειλ. Το έκτο από τα επτά παιδιά της οικογένειας, έδειξε από πολύ νωρίς την δυσαρέσκεια της για την αριστοκρατική ζωή, σε ηλικία 12 χρόνων είχε ήδη σχεδιάσει την απόδραση της με λογαριασμό στην οικογενειακή τράπεζα.
Αυτά τα όνειρα διαφυγής έγιναν όλο και πιο έντονα όταν οι γονείς και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές της, άρχισε να βλέπουν με συμπάθεια τον φασισμό. Μάλιστα, η μια από τις δύο αδελφές της λέγεται ότι σύναψε και ερωτικό ειδύλλιο με τον Αδόλφο Χίτλερ, ενώ η άλλη αδελφή της παντρεύτηκε τον ηγέτη της βρετανικής ένωσης των φασιστών με τον Φύρερ παρόν στο γάμο.
Νιώθοντας έντονη απέχθεια για την ιδεολογία τους, η Ντέκα έγινε το «κόκκινο πρόβατο» της οικογένειας, χρησιμοποιώντας τα διαμαντένια δαχτυλίδια της για να χαράξει σφυριά και δρεπάνια στο παράθυρο του υπνοδωματίου της.
Η ιδεολογία της ισχυροποιήθηκε όταν σε ηλικία 19 χρόνων συνάντησε τον σοσιαλιστή ανιψιό του Ουίνστον Τσώρτσιλ, Έσμοντ Ρόμιλι, σε ένα πάρτι στο σπίτι της.
Χρησιμοποιώντας τα χρήματα από το λογαριασμό «διαφυγής» της έφυγε κρυφά μαζί του για να συμμετέχει μαζί με τους Ρεπουμπλικάνους στον Ισπανικό Εμφύλιο. Απογοητευμένη από τη νίκη του Φράνκο, επέστρεψε στην Αγγλία, πριν τελικά μεταναστεύσει στις ΗΠΑ.
Η ζωή της σημαδεύτηκε νωρίς από μια οικογενειακή τραγωδία, καθώς έχασε από ιλαρά την κόρη της και στη συνέχεια τον ίδιο τον Έσμοντ, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο παντρεύτηκε ξανά και ξεκίνησε από την αρχή τη ζωή της, αγωνιζόμενη για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων Αμερικανών, συμμετέχοντας στο κομμουνιστικό κόμμα του Σαν Φρανσίσκο.
Η έμπνευσή της
Όταν ήταν μεσήλικη, στράφηκε στην ερευνητική δημοσιογραφία και κυρίως στην αποκάλυψη της κοινωνικής αδικίας, με ιδιαίτερα προκλητικά άρθρα για τις εξωφρενικές υπηρεσίες των γραφείων κηδειών, που τα έξοδά τους ήταν συχνά δυσβάστακτα για τις μέσες οικογένειες.
Αυτή ήταν και η αρχή για την ενασχόληση της με τη βιομηχανία του θανάτου. Συνδυάζοντας την κοινωνική συνείδηση της με μαύρο χιούμορ, τα άρθρα της έγιναν ανάρπαστα και σύντομα τα συμπεριέλαβε σε βιβλίο.
Το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία, καθώς οι περιγραφές της ήταν τόσο γλαφυρές και συχνά φρικιαστικές για το τι συμβαίνει στα νεκροτομεία και τα γραφεία κηδειών, που ο πρώτος της εκδότης αποφάσισε να καταγγείλει τη σύμβαση.
Ανέλυε τη διαδικασία της ταρίχευσης – με εξαιρετικές λεπτομέρειες για το πώς κάθε σώμα «ψεκάζεται, κόβεται σε φέτες, τρυπάται, συναρμολογείται, στολίζεται, κερώνεται, ζωγραφίζεται και ντύνεται- ώστε να μεταμορφωθεί από πτώμα σε ένα όμορφη εικόνα, που θα μείνει για πάντα στη μνήμη των συγγενών.
Αυτό το φαινομενικά υγειονομικό μέτρο, για να αποτραπεί η περαιτέρω φθορά του σώματος και να παρουσιαστεί στους πενθούντες, ήταν στην πραγματικότητα μια εκτεταμένη μεταθανάτια αισθητική χειρουργική.
Ο υπεύθυνος για τη ταρίχευση του σώματος στράγγιζε το αίμα από τις φλέβες για να αποφευχθεί κυτταρική βλάβη, πριν γεμίσει ξανά τις αρτηρίες με ειδικό υγρό. Στη συνέχεια, ο «σκηνοθέτης» της κηδείας χρωμάτιζε το πτώμα, ώστε να αποκτήσει μια ρόδινη λάμψη.
Μετά από αυτό, ο νεκροθάφτης θα γέμιζε τους ιστούς σε όλο το σώμα με εμφυτεύματα για να καλύψει τυχόν ατέλειες και οιδήματα πριν ράψει το πτώμα, για να αποκτήσει όσο το δυνατόν πιο ελκυστική και νεανική εμφάνιση. Τέλος, τα δόντια ασπρίζονταν, τοποθετούνταν μεικ απ, και ρούχα.
Η Μιτφορντ ξαφνιάστηκε όταν ανακάλυψε την τεράστια γκάμα από ρούχα που διατίθενται στην αγορά ειδικά για τους νεκρούς. Το αγαπημένο της ήταν μια ειδικής σειρά σουτιέν σχεδιασμένη για τη «μετά θάνατον αποκατάσταση».
Υποστήριξε ότι οι πενθούντες συγγενείς συχνά ενθαρρύνονταν να πληρώνουν υπερβολικά ποσά για τα πιο ακριβά φέρετρα, τα πιο επιδεικτικά λουλούδια και τα πιο συναισθηματικά αναμνηστικά, όπως σταχτοδοχεία σε σχήμα καρδιάς, με την αιτιολογία ότι θα ήταν ασέβεια προς το νεκρό να μην αγοράσουν τα καλύτερα και πιο ακριβά προϊόντα.
Η συγγραφέας αμφισβήτησε την αξιοπρέπεια και τη χρησιμότητα αυτών των επεμβατικών διαδικασιών. Πολλές φορές οι εργολάβοι κηδειών αποθάρρυναν τη νεκροψία, καθώς ισχυρίζονταν ότι θα ήταν δυσκολότερο στη συνέχεια να σουλουπώσουν τον νεκρό. Παράλληλα, υποστήριζαν ότι μια πλουσιοπάροχη κηδεία με ένα άψογα συντηρημένο νεκρό, ήταν απαραίτητα για την σωστή διαδικασία πένθους.
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αντέδρασε στο γεγονός ότι ο θάνατος είχε ωραιοποιηθεί, συγκαλύπτοντας την βάναυση πραγματικότητα. Αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να κοιτάξει το θάνατο στο πρόσωπο και η Αμερική συμφώνησε. Η πρώτη της έκδοση ξεπούλησε με 20.000 αντίτυπα να γίνονται ανάρπαστα από την πρώτη ημέρα.
Το βιβλίο της έφτασε στην κορυφή της λίστας των best-seller της εφημερίδας New York Times και παρέμεινε εκεί σχεδόν για ένα χρόνο.
Το 1965 ο σκηνοθέτης Τόνι Ρίτσαρντσον το χρησιμοποίησε ως έμπνευση για την ταινία «The Loved One» ενώ το 2013, ο Ντέιβιντ Μπόουι θα αναφέρονταν σε αυτό ως ένα από τα αγαπημένα βιβλία του. Το βιβλίο αποτέλεσε ορόσημο για τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τον θάνατο, επιλέγοντας συχνά ως εναλλακτική την αποτέφρωση του νεκρού.
Η ίδια ένιωθε ευτυχής όταν ένα φτηνό φέρετρο έπαιρνε το όνομα της. Μάλιστα, στις επιστολές της, σημείωσε ότι ο Ρόμπερτ Κένεντι συμβουλεύτηκε το βιβλίο της για την κηδεία του αδελφού του, πρόεδρου των ΗΠΑ Τζον Κένεντι.
Σήμερα, που η επιστήμη προσφέρει περισσότερους τρόπους από ποτέ για να σηματοδοτήσει το πέρασμα στον άλλο κόσμο, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα είχαν την έγκριση της Μίτφορντ, όπως το πρόγραμμα «Αστικός Θάνατος» στο Σιάτλ, για παράδειγμα, που μετατρέπει τα πτώματα σε λίπασμα.
Παράλληλα, οι «καφετέριες θανάτου» ενθαρρύνουν τις ειλικρινείς συζητήσεις επί του θέματος. Καθιερώθηκε για πρώτη φορά από έναν Ελβετό κοινωνιολόγο το 2004 και προσφέρει ένα χώρο για συζητήσεις για τη θνησιμότητα, πάνω από τσάι και κέικ.
Η ίδια η Μίτφορντ αντιμετώπισε το θάνατό της με το ίδιο χιούμορ που είχε στη ζωή της. Πέθανε στις 22 Ιουλίου σε ηλικία των 78 χρόνων.
Έχοντας αφιερώσει τόσα πολλά χρόνια της ζωής της στη βιομηχανία της κηδείας, το μόνο που τη στενοχωρούσε ήταν το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να παρακολουθήσει τη δική της.