Στην είσοδο του ήσυχου και σχεδόν πεδινού χωριού του δυτικού Πηλίου, Άνω Λεχώνια, σε απόσταση 11 χλμ. νοτιοανατολικά του Βόλου, υπάρχει ένα επιβλητικό αλλά ερημωμένο κτίριο, η ιστορία του οποίου προκαλεί ρίγη σε όποιον την ακούσει.
Ο αστικός μύθος που το ακολουθεί, μάλιστα, το θέλει στοιχειωμένο μετά τον θάνατο των παιδιών της οικογένειας Κοντού, τα οποία, όπως ο θρύλος αναφέρει, δηλητηριάστηκαν από ένα νεκρό σαμιαμίδι που έπεσε στην κανάτα με το γάλα τους.
Για την ιστορία το εντυπωσιακό νεοκλασικό αρχοντικό χτίστηκε το 1900 για τον Ρώσο πρέσβη Νικόλα Κοντό, ο οποίος έζησε σε αυτό με την σύζυγό του και τα τέσσερα παιδιά τους.
Πρόκειται για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα του νεοκλασισμού, το οποίο αποτελείται από ημιυπόγειο και υπόγειο, πρώτο όροφο και σοφίτα. Στο ισόγειο ανατολικά και δυτικά της εισόδου υπάρχει σάλα, κουζίνα και τουαλέτα, ενώ έξω από τις σάλες μεγάλα στέγαστρα για τους καλοκαιρινούς μήνες.
Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το αρχοντικό, όπως και πολλές άλλες ελίτ βίλες και αρχοντικά της Ελλάδας, καταλήφθηκε από τους Ναζί, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν ως αρχηγείο τους, όπου ανέκριναν και βασάνιζαν Έλληνες πολεμιστές. Δεν ήταν λίγοι, μάλιστα, οι Έλληνες που στο υπόγειο του αρχοντικού βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν.
Η οικογένεια Κοντού είχε μεγάλη περιουσία στη Ρώμη, τη Λωζάνη και την Ελλάδα, ενώ ο Νικόλαος Κοντός υπήρξε ένα από τους ισχυρότερους άντρες της Κεντρικής Ελλάδας και ήταν ευρέως γνωστός στην περιοχή των Φαρσάλων, καθώς του ανήκε το τσιφλίκι της Βρυσιάς και διέθετε σπίτι τόσο στο Βόλο, το νεοκλασικό κτίριο Γαμβέτα, όσο και την Αθήνα.
Το δράμα της οικογένειας, ωστόσο, δεν συνάδει ακριβώς με τον αστικό θρύλο που συνοδεύει το αρχοντικό της στο χωριό. Τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της, λοιπόν, η Ελένη, ο Κώστας και η Κατίνα πέθαναν από φυματίωση, και όχι όπως λέει ο μύθος από δηλητηρίαση. Πιο συγκεκριμένα η Κατίνα πέθανε στις 9 Απριλίου του 1896 στο Βόλο σε ηλικία 16 ετών και η αδερφή της την ίδια χρονιά στη Γενεύη της Ελβετίας, στο σανατόριο των φυματικών σε ηλικία 15 χρόνων.
Η οικογένεια, λόγω του κοινωνικού αποκλεισμού που προκαλούσε το άκουσμα και μόνο της φυματίωσης εκείνη την εποχή, άφησε να διαρρεύσει προς τα έξω η ιστορία με τη δηλητηρίαση από το σαμιαμίδι, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που κάνουν λόγο και για την δηλητηρίαση των παιδιών από την υπηρέτρια της οικογένειας, ώστε να κληρονομήσουν το αρχοντικό άλλοι συγγενείς.
Σε κάθε περίπτωση, ο αστικός θρύλος ενισχύεται και από το ταφικό μνημείο στο νεκροταφείο του Βόλου, στο οποίο παρουσιάζεται ένα τραπέζι με μία καράφα και τρεις καρέκλες γύρω από αυτό, σε καθεμιά από τις οποίες αναγράφεται και ένα από τα ονόματα των παιδιών της οικογένειας που χάθηκαν τόσο άδοξα σε μικρή ηλικία.
Οι φήμες, ωστόσο, για το κακότυχο αρχοντικό φαίνεται ότι συνεχίστηκαν καθώς αρκετές κακοδαιμονίες συνέβησαν και στις υπόλοιπες οικογένειες που κατοίκησαν στο αρχοντικό.
Από το 1985, μετά από απόφαση της Μελίνας Μερκούρη, η κατοικία χαρακτηρίζεται ως διατηρητέα.