Το υψηλότερο μονότοξο γεφύρι στα Βαλκάνια βρίσκεται στην Κόνιτσα και αποτελεί μια συμφωνία της φύσης με την ανθρώπινη αριστοτεχνία. Εικόνες που πραγματικά συγκλονίζουν τον επισκέπτη, αντικρίζουν όσοι επιλέξουν την Κόνιτσα για μια ορεινή εξόρμηση που στην κυριολεξία τα έχει όλα.
Στο νοτιοδυτικό άκρο της Κόνιτσας, λοιπόν, στην είσοδο της χαράδρας του Αωού, στέκει αγέρωχο και επιβλητικό το περίφημο γεφύρι της Κόνιτσας, μια πινελιά ιστορίας στο εντυπωσιακό, φυσικό τοπίο της περιοχής.
Η κατασκευή του τοποθετείται στα 1870 και αποδίδεται σε συνεργείο με πενήντα Ηπειρώτες μάστορες, με επικεφαλής των πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζο, έναν αγράμματο λαϊκό τεχνίτη, από την Πυρσόγιαννη, ένα από τα ξακουστά Μαστοροχώρια της Ηπείρου.
Η τοποθεσία είναι εκπληκτικής ομορφιάς, με τον ποταμό Αωό να ρέει κάτω από την καμάρα του γεφυριού κι αυτό να λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ανθρώπινη παρουσία και την εκθαμβωτική φύση.
Το δεύτερο μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι στην Ήπειρο
Το δεύτερο μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι στην Ήπειρο μοιάζει σαν να έχει ξεπηδήσει από κάποιο παραμύθι. Μόλις φτάσεις σε αυτό, θαρρείς πως η μία άκρη με την άλλη ενώνουν την πραγματικότητα με τον κόσμο των ονείρων και των παραμυθιών. Άλλωστε, στην αίσθηση ετούτη σε οδηγεί το εκπληκτικής ομορφιάς τοπίο που το περιβάλλει, οποιαδήποτε εποχή του χρόνου.
Στην ουσία πρόκειται για ένα μονότοξο λιθόκτιστο γεφύρι που διακρίνεται για το τεράστιο τόξο του, ενώ θεωρείται το υψηλότερο μονότοξο των Βαλκανίων. Συγκεκριμένα, το άνοιγμα του τόξου υπολογίζεται στα 35,60 μ. ενώ το ύψος του φτάνει τα 19,25 μ.
Η κατασκευή του πραγματοποιήθηκε με δωρεές των κατοίκων της πόλης και κυρίως του Γιαννιώτη, Ιωάννη Λούλη, ο οποίος διέθεσε περίπου τα μισά από τα 120.000 γρόσια που κόστισε ολοκληρωτικά. Ένα ποσό τεράστιο για τα οικονομικά δεδομένα της περιοχής.
Το σημερινό πέτρινο γεφύρι, κατασκευάστηκε στη θέση που υπήρχε από το 1823 ξύλινο γεφύρι, που όμως δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ορμή του ποταμού. Κάτω από την καμάρα του γεφυριού υπάρχει ακόμα ένα μικρό καμπανάκι, το οποίο προειδοποιούσε τους διαβάτες για τους ισχυρούς ανέμους, στο εσωτερικό της χαράδρας, και τον κίνδυνο που παραμόνευε.