Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -και ιδιαίτερα το Facebook και το Twitter- φαίνεται ότι χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, είναι το πόρισμα μιας σειράς ερευνών που διεξήγαγε το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Οι μελέτες, που αποτελούν μέρος του Προγράμματος Computational Propaganda Research Project του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, διενεργήθηκαν σε 9 διαφορετικές χώρες, τις Βραζιλία, Καναδά, Κίνα, Γερμανία, Πολωνία, Ουκρανία, Ρωσία, Ταϊβάν και ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Φίλιπ Χάουαρντ, «τα ψέματα, τα σκουπίδια και η παραπληροφόρηση» της παραδοσιακής προπαγάνδας είναι ευρέως διαδεδομένα στο διαδίκτυο, ιδιαίτερα στο Facebook και το Twitter.
Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η βρετανική εφημερίδα The Guardian, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν πεδίο πολιτικών μαχών, ενώ οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων περιλαμβάνουν τη δημιουργία ψεύτικων λογαριασμών και τη χρήση αυτοματοποιημένων προγραμμάτων (bots). Σκοπός είναι η προώθηση και η αναπαραγωγή δημοσιεύσεων υπέρ κάποιου δημόσιου προσώπου ή η εικονική αύξηση της δημοτικότητας κάποιου πολιτικού.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στις ΗΠΑ το φαινόμενο αυτό δημιούργησε την ψευδαίσθηση της δημοτικότητας, ούτως ώστε ένας υποψήφιος να φαίνεται πιο δημοφιλής από πριν, κάτι που ο Σάμιουελ Γούλι, επικεφαλής των ερευνών ονομάζει ως «κατασκευαστική συναίνεση». Στην μελέτη που αφορά στις ΗΠΑ αναφέρεται ότι: «η ψευδαίσθηση της διαδικτυακής υποστήριξης για έναν υποψήφιο μπορεί να ενισχύσει την πραγματική μέσω της “μόδας”. Ο Τραμπ χρησιμοποίησε το Twitter ως κεντρικό μέσο επικοινωνίας σε αυτές τις εκλογές και οι ψηφοφόροι έδωσαν προσοχή».
Ο Σ. Γούλι επισημαίνει επίσης τη χρήση των bots σε αυτού του είδους τα φαινόμενα. «Τα bots πολλαπλασιάζουν μαζικά την ικανότητα ενός ατόμου να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη. Φανταστείτε τον ενοχλητικό φίλο σας στο Facebook, ο οποίος μπλέκεται πάντα σε πολιτικές διαμάχες. Φανταστείτε τώρα να υπήρχε ένας “στρατός” 5.000 bots που θα έκαναν ακριβώς το ίδιο. Δεν θα ήταν αυτό πολύ χειρότερο;».
Στην έρευνα γίνεται μεγάλος λόγος επίσης για τη Ρωσία και πώς η χώρα αυτή χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με σκοπό να διατηρεί τη σταθερότητα του κυβερνητικού καθεστώτος και να το «προφυλάσσει» τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς κινδύνους.
«Στην περίπτωση της Ρωσίας δεν χρειάζεται παρά μόνο να δούμε πώς ένα ιδιαίτερα ισχυρό απολυταρχικό καθεστώς χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ελέγχει τους ανθρώπους», επισημαίνει ο Σ. Γούλι.
Στο σύνολό τους τα πορίσματα των μελετών υποδηλώνουν ότι παρατηρείται μια προφανής αδιαφορία από την πλευρά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με τον τρόπο που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες τους. Δίνοντας ένα παράδειγμα, η Guardian αναφέρει στο δημοσίευμά της ότι το Facebook αφήνει το μεγαλύτερο μέρος για τον περιορισμό της προπαγάνδας σε εξωτερικούς οργανισμούς, όπως το Snopes ή το Associated Press, οι οποίοι λειτουργούν ως ημιαυτόνομες ομάδες ελέγχου των γεγονότων με στόχο να χαρακτηρίσουν αληθείς ή αναληθείς ειδήσεις που αναρτώνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Από την πλευρά του, το Twitter χρησιμοποιεί συστήματα για την αντιμετώπιση των bots, ωστόσο φαίνεται λιγότερο ικανό ή πρόθυμο να καταργήσει τους αυτοματοποιημένους λογαριασμούς που έχουν πολιτική δραστηριότητα.
«Ως επί το πλείστον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αφήνουν την ευθύνη στους χρήστες να αστυνομεύουν ή να αναφέρουν τα περιστατικά», δήλωσε ο Φ. Χάουαρντ, επισημαίνοντας ότι τα social media τείνουν να συμμορφώνονται μόνο με τις ελάχιστες νομικές απαιτήσεις.
Κατά τη διάρκεια των ερευνών τους οι μελετητές βρήκαν μία χώρα η οποία διαφοροποιείται σημαντικά από τις άλλες. Ο λόγος για τη Γερμανία, όπου ο φόβος της διαδικτυακής αποσταθεροποίησης ξεπέρασε την άφιξη των αυτοματοποιημένων «πολιτικών επιθέσεων» και οδήγησε στην εφαρμογή νόμων που απαιτούν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να αναλαμβάνουν την ευθύνη για το περιεχόμενο που αναρτάται στις πλατφόρμες τους.
«Η Γερμανία πρωτοστατεί ως προειδοποιητική αρχή αναφορικά με την διαδικτυακή προπαγάνδα, επιδιώκοντας να αποτρέψει τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης μέσω του ίντερνετ, παρά να ασχοληθεί με τα ήδη υπάρχοντα ζητήματα», αναφέρεται στην έκθεση. «Ωστόσο, πολλά από αυτά τα μέτρα στερούνται νομιμότητας και της κατάλληλης επιβολής τους», προστίθεται στην έκθεση. «Ορισμένα από αυτά τα μέτρα λαμβάνουν δυσανάλογες κριτικές, δεδομένων των επιπτώσεων που μπορεί να έχουν στην ελευθερία της έκφρασης».