Κάποτε σημειώθηκε ένα απίστευτο περιστατικό στην αρχαία Ελλάδα, γιατί σύμφωνα με τον μύθο το άγαλμα ενός σπουδαίου Ολυμπιονίκη πέρασε από δίκη μετά από κατηγορία για φόνο και μάλιστα κρίθηκε ένοχο.
Η υπόθεση αφορά τον Θεαγένη από τη Θάσο, που απέκτησε σχέση μίσους-αγάπης με την πόλη του, τόσο όσο βρισκόταν στη ζωή, αλλά και εφόσον πέθανε. Η περίπλοκη ιστορία του ξεκίνησε από την παιδική του ηλικία, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τη θανατική ποινή.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα Perseus Digital Library, όταν ο αθλητής ήταν αγόρι γυρνούσε σπίτι με τα πόδια μια μέρα και αντίκρισε το χάλκινο άγαλμα ενός Θεού στην αγορά της Θάσου. Θαυμάζοντας την «απίστευτη ομορφιά του» το ξήλωσε επί τόπου και το πήρε μαζί του. Αυτή η κίνηση αναστάτωσε τους πολίτες της πόλης και πρότειναν να τον τιμωρήσουν με θάνατο, γιατί προσέβαλε τους Θεούς. Ωστόσο, ένας γέροντας πρότεινε να χαριστεί η ζωή στο αγόρι, αν κατάφερνε να επιστρέψει το άγαλμα στη θέση του και να το στήσει μόνο του, χωρίς τη βοήθεια κάπου ενήλικα.
Πράγματι, ο Θεαγένης ανταποκρίθηκε με επιτυχία στην πρόκληση και έκτοτε έγινε διάσημος σε όλη την αρχαία Ελλάδα, ενώ ξεκίνησε να ασχολείται με τον αθλητισμό, λόγω της δύναμής του.
Το 480 π.Χ. έλαβε για πρώτη φορά μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, δηλώνοντας συμμετοχή στην πυγμαχία και το παγκράτιο. Ο αθλητής αγωνίστηκε μόνο στο πρώτο αγώνισμα και στέφθηκε Ολυμπιονίκης, ενώ δήλωσε κουρασμένος για να πάρει μέρος στο δεύτερο άθλημα. Οι δικαστές τον τιμώρησαν τότε, θεωρώντας ότι συμμετείχε στη διοργάνωση, μόνο και μόνο για να τη «σπάσει» στον πυγμάχο Ευθύμιο που κέρδισε.
Τελικά, επέστρεψε στους επόμενους Αγώνες που έγιναν τέσσερα χρόνια μετά το 476 π.Χ. και διακρίθηκε στο παγκράτιο, με τον Παυσανία να αναφέρει ότι μεταξύ άλλων πέτυχε τρεις νίκες στα Πύθια, εννέα στους αγώνες της Νεμέας και δέκα νίκες στα Ίσθμια.
Μπλεξίματα μετά θάνατον
Οι κάτοικοι της Θάσου ξέχασαν γρήγορα το επεισόδιο που είχαν με τον νεαρό Θεαγένη και τον τίμησαν όσο ήταν εν ζωή, αφού αναδείχθηκε δύο φορές Ολυμπιονίκης, δοξάζοντας την πόλη καταγωγής του.
Τα πράγματα άλλαξαν όμως, όταν πέθανε. Τότε, ένας άνδρας πήγαινε κάθε μέρα και χτυπούσε το άγαλμα του Θεαγένη στη Θάσο, γιατί ζήλευε τη φήμη και τα κατορθώματα του. Μια μέρα το άγαλμα έφυγε από τη θέση του και καταπλάκωσε τον βάνδαλο, σκοτώνοντας τον αμέσως.
Εντούτοις, οι γιοι του νεκρού πήγαν σε δίκη το άγαλμα, με τη δικαιολογία ότι όλοι οι φόνοι πρέπει να τιμωρούνται, ανεξάρτητα από το αν ο δολοφόνος ήταν άνθρωπος, ζώο ή ακόμη και αντικείμενο.
Οι δικαστές έκριναν ένοχο για φόνο το άγαλμα του Θεαγένη και οι Θάσιοι το πέταξαν στη θάλασσα, ως τιμωρία για το έγκλημα που διέπραξε. Τα επόμενα χρόνια όμως, πείνα και λοιμός έπληξαν τη Θάσο, με τους κατοίκους να ζητούν βοήθεια από το μαντείο των Δελφών.
Τότε, η Πυθία απάντησε πως «ξέχασαν τον μεγάλο Θεαγένη, τον άνθρωπο που δόξασε όσο κανείς την πόλη τους». Έτσι, Θάσιοι ψαράδες έψαξαν στη θάλασσα και ανέσυραν το άγαλμα, που επανατοποθέτησαν στη θέση τους και έκτοτε θεωρείται πως επανήλθε η κανονικότητα στη Θάσο.