Για να διασφαλιστεί η λαμπρότητα των Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαία Ελλάδα οι διαιτητές έπαιρναν τον νόμο στα χέρια τους και τον επέβαλαν δια της βίας, ακόμη και μαστιγώνοντας δημόσια τους παραβάτες αθλητές.

Περίπου ένα χρόνο πριν την έναρξη της διοργάνωσης θρησκευτικοί αξιωματούχοι από την Ηλεία επέλεγαν πολίτες της περιοχής και τους όριζαν Ελλανοδίκες, δηλαδή ανώτερους αθλητικούς δικαστές. Εκπαιδεύονταν για δέκα μήνες και αναλάμβαναν τη διασφάλιση της Ολυμπιακής Εκεχειρίας, την ταξινόμηση των διαγωνιζομένων σε ηλικιακές κατηγορίες και την επίβλεψη της προπόνησης των αθλητών πριν από τους Αγώνες.

Επίσης, ήταν υπεύθυνοι για την επιβολή του κώδικα συμπεριφοράς θεατών και αθλητών, ενώ λάμβαναν βοήθεια από τους μαστιγοφόρους, τους ραβδούχους και τους αλυτάρχες που έλεγχαν το πλήθος.

Έρευνα του μουσείου «Michael C. Carlos» της Ατλάντα και δημοσίευμα της ιστοσελίδας The Collector σημείωσαν ότι ο νόμος επιβάλλονταν βίαια κατά τη διάρκεια των αγώνων, ακόμη και για το παραμικρό παράπτωμα, εσκεμμένο ή όχι, ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρξουν μιμητές παραβατικών ή λανθασμένων συμπεριφορών.

Παραδείγματος χάριν, αν κάποιος αθλητής του στίβου διέπραττε αδίκημα κατά την εκκίνηση, αμέσως τον απομάκρυναν από την αρένα και τον μαστίγωναν δημόσια. Η ίδια τιμωρία εφαρμοζόταν και σε κάποιον αθλητή πάλης που μπορεί να έσπαγε κόκκαλο του αντιπάλου του.

Από την άλλη, οι ραβδούχοι κρατούσαν ρόπαλα που έμοιαζαν με γκλοπ και χτυπούσαν θεατές που διατάρασσαν τους αγώνες, αδιαφορώντας αν ήταν δούλοι, πολίτες ή πλούσιοι. Μάλιστα, τη συγκεκριμένη θέση φέρεται να στελέχωναν «βάρβαροι», δηλαδή ξένοι για να μην έχουν ενδοιασμούς στην εφαρμογή του νόμου.

Ορισμένοι ιστορικοί υποστήριξαν ότι οι ραβδούχοι είτε ήταν Σκύθες, είτε εμπνευσμένοι από αυτούς, καθώς τα νομαδικά φύλα του Καυκάσου είχαν έρθει σε επαφή με τις ελληνικές πόλεις-κράτη από το 1.200 π.Χ., ενώ τους ένωσε στη συνέχεια το συμφέρον κατά της περσικής αυτοκρατορίας.

Εξευτελισμός «εις τους αιώνας των αιώνων»

Τη σύγχρονη εποχή οι υπεύθυνοι των Ολυμπιακών Αγώνων προσπαθούν να αποσιωπήσουν τα ονόματα των αθλητών που παραβατούν ή τουλάχιστον να περιορίσουν την έκταση που μπορεί να λάβει το θέμα. Στην αρχαία Ελλάδα όμως, ίσχυε το αντίθετο και φρόντιζαν η παράβαση τους να μαθευτεί εκείνη την εποχή και να παραμένει ζωντανή στο πέρασμα των αιώνων.

Συγκεκριμένα, το μονοπάτι προς το στάδιο της αρχαίας Ολυμπίας πλαισίωναν αγάλματα του Δία που ονομάζονταν Ζάνες και πληρώνονταν από τα πρόστιμα που επιβάλλονταν στους αθλητές που παραβίαζαν τους κανόνες. Πάνω τους είχαν χαραγμένα τα ονόματα των παραβατών και λεπτομερώς καταγεγραμμένο το αδίκημα για το οποίο τιμωρήθηκαν.

Ενδεικτικά, ο Παυσανίας είχε σχολιάσει έξι Ζάνες που ανεγέρθηκαν το 388 π.Χ. και πληρώθηκαν από τον Εύπολο της Θεσσαλίας ως τιμωρία για τη δωροδοκία όλων των ανταγωνιστών στην πυγμαχία.

Η πρώτη έγραφε ότι οι νίκες στους Ολυμπιακούς Αγώνες επιτυγχάνονταν μέσω του αθλητισμού και της επιδεξιότητας και όχι μέσω των χρημάτων.Η δεύτερη ανέφερε ότι τα αγάλματα είχαν στηθεί για να τιμήσουν τον Δία και να χρησιμεύσουν ως προειδοποίηση για όσους σκέφτονταν να παραβιάσουν οι ίδιοι τους κανόνες. Η πέμπτη επαινούσε τους Ελλανοδίκες, ιδίως επειδή επέβαλαν πρόστιμο στους πυγμάχους, και η έκτη ξεκαθάριζε ότι κανείς δεν θα έπρεπε να προσπαθήσει να εξαγοράσει μια νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Με αυτό τον τρόπο ο αθλητής που διέπραττε παρανομία, ακόμη και να συμμετείχε με επιτυχία στους επόμενους Αγώνες, δύσκολα θα ξέπλενε την ντροπή του, αφού θα παρέμενε ζωντανή για αιώνες, ειδικά σε μια εποχή που η υστεροφημία κατείχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο στη ζωή του ανθρώπου.