Με καθυστέρηση ξεκίνησε η αγόρευση του Αλέξη Κούγια στη δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου για τη δολοφονία της πρωτότοκης κόρης της, Τζωρτζίνας, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.
Ένα … μπέρδεμα από το τμήμα μεταγωγών που καθυστέρησε την άφιξη της Ρούλας Πισπιρίγκου «πάγωσε» για μια ώρα την αγόρευση του συνηγόρου της που ζήτησε να είναι παρούσα.
«Γι’ αυτή αγορεύω, δεν αγορεύω για τον εαυτό μου» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Αλέξης Κούγιας ο οποίος λίγο μετά τις 11 ξεκίνησε να επιχειρηματολογεί υπέρ της αθωότητας της κατηγορούμενης αντικρούοντας την εισαγγελική πρόταση για καταδίκη.
Λίγο πριν ξεκινήσει την αγόρευση του, που αριθμεί 226 σελίδες και εκτιμάται ότι θα διαρκέσει τουλάχιστον 4 ημέρες, ο Αλέξης Κούγιας με δήλωση του προς το δικαστήριο χαρακτήρισε πρωτοφανές το γεγονός ότι η εισαγγελέας δεν κατέθεσε στα πρακτικά γραπτώς την αγόρευση της φέρνοντας, μάλιστα, ως παράδειγμα την υπόθεση για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι που ο εισαγγελικός λειτουργός το έπραξε.
Ο συνήγορος ανέφερε πως στην περίπτωση που η γραμματέας παραλάβει οποιοδήποτε έγγραφο θα ζητήσει να κατηγορηθεί για πλαστογραφία πρακτικών και για ηθική αυτουργία όποιον της το ζητήσει.
«Στην ιστορική δίκη το μόνο που θα αναφέρεται είναι ότι η εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή της κατηγορούμενης» ανέφερε χαρακτηριστικά ενώ οι τόνοι ανέβηκαν όταν διαμαρτυρήθηκε ότι μέλη της έδρας έστελναν μηνύματα με τα κινητά τους.
«Είναι η ώρα της κ. κατηγορούμενης και πρέπει όλοι να τη σεβαστείτε …» είπε με έντονο ύφος ο συνήγορος με την εισαγγελέα να αντιδρά και την πρόεδρο να σχολιάζει «δεν θέλω να ξεκινάμε με ένταση. Δεν αντιλαμβάνομαι αυτή την ταραχή».
«Καταλαβαίνω εγώ, μαζεύω την οργή μου 13 μήνες σε μια προκατειλημμένη διαδικασία …» ήταν η απάντηση του Αλέξη Κούγια ο οποίος στη συνέχεια ανέφερε πως η συγκεκριμένη υπόθεση είναι «όνειδος για τη δικαιοσύνη».
«Δεν τηρήθηκε ούτε μια λέξη από αυτά που προβλέπονται σε προανάκριση και ανάκριση…» τόνισε ο Αλέξης Κούγιας. Ο συνήγορος επικαλέστηκε την υπόθεση Λιγνάδη ως παράδειγμα που ακολουθήθηκε ανάλογη τακτική. Ο συνήγορος έστρεψε τα «βέλη» του στον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα και όσους χειρίστηκαν την υπόθεση κάνοντας λόγο για μια διαδικασία «άρπα κόλα» και «ανεκδιήγητους γιατρούς».
«Δεν είμαστε Ουγκάντα»
«Η υπόθεση αυτή είναι όνειδος για την ελληνική δικαιοσύνη. Η κατηγορούμενη βρίσκεται εδώ εξαιτίας του κ. Τσιάρα, ενός γιατρού, ενός ανεκδιήγητου που άκουγε τις εκπομπές κι ενός ασυνείδητου εισαγγελέα» τόνισε και συμπλήρωσε «Δεν είμαστε Ουγκάντα». Ο Αλέξης Κούγιας στη συνέχεια μίλησε για «όργιο παρανομίας» σημειώνοντας πως «η κατηγορούμενη αδικήθηκε καθώς καταργήθηκε το κράτος δικαίου» και έγινε αποδέκτης «ακραίας προκατάληψης».
Η Ρούλα Πισπιρίγκου, έχοντας και σήμερα στο πλευρό της την οικογένεια της, άκουσε τον Αλέξη Κούγια να μιλά για «ιστορική δίκη με παγκόσμιο ενδιαφέρον» και να καλεί τους ενόρκους να γράψουν «ένα ιστορικό «όχι» σε αυτή την υπόθεση».
«Τι τιμητικό είναι να είσαι ένορκος να αποφασίζεις για την ελευθερία του άλλου…» είπε ο συνήγορος υπεράσπισης της Ρούλας Πισπιρίγκου και συνέχισε απευθυνόμενος στους ενόρκους λέγοντας: «Η κατηγορούμενη ζητά από εσάς όταν αποφασίσετε να κοιμάστε ήσυχοι, να έχετε συνείδηση και συναίσθηση ότι την κρίνατε δίκαια και όχι με όσα λέγονται στις εκπομπές που προκαταδίκασαν την δυστυχισμένη γυναίκα».
«Έστω και την ύστατη στιγμή σας κοιτάω στα μάτια…» ανέφερε ο συνήγορος και υπογράμμισε πως το ζητούμενο «δεν είναι να καταδικαστεί αλλά να δικαστεί η κατηγορούμενη».
«Είναι μοναδική στα παγκόσμια χρονικά η υπόθεση που κατηγορείται μια γυναίκα ότι σκότωσε τα παιδιά της με τέτοιο τρόπο…
Δεν είμαι βέβαιος , έχω αγωνία αν έχετε συνειδητοποιήσει την κατηγορία. Πρέπει να είστε βέβαιοι ότι το έχει κάνει αυτό που κατηγορείται και έχει αποδειχθεί…» είπε απευθυνόμενος και πάλι στους ενόρκους κάνοντας, παράλληλα, επίκληση στο Θεό και τις εικόνες «που ακόμη βρίσκονται στο δικαστήριο».
Ο Αλέξης Κούγιας μίλησε για «ανεκδιήγητες εκπομπές» και σε μια αποστροφή του λόγου του αναφέρθηκε στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο λέγοντας: «Με το νομοσχέδιο Φλωρίδη Πρόεδρος εφετών αναλαμβάνει ο Ευαγγελάτος, πρόεδρος Πρωτοδικών η Στεφανίδου και η κ. Κουτσελίνη, ειδικός σύμβουλος του υπουργού».
«Θα είναι στο πάνθεον αυτή υπόθεση, πιθανό να προλάβετε να δείτε ταινίες, θα γραφτούν σίγουρα και βιβλία» είπε ο Αλέξης Κούγιας στους δικαστές και στη συνέχεια άρχισε να ξετυλίγει τους υπερασπιστικός του ισχυρισμούς αναφερόμενος στα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης μέχρι η Ρούλα Πισπιρίγκου να βρεθεί στο εδώλιο θέτοντας σε πολλές περιπτώσεις ζητήματα αξιοπιστίας.
«Το ερώτημα δεν είναι από τι πέθανε η Τζωρτζίνα αλλά αν τη σκότωσε η κατηγορούμενη… υπάρχουν τόσες προσεγγίσεις…» είπε αναφερόμενος στην πολύμηνη ακροαματική διαδικασία.
Μάλιστα, ο συνηγόρους υπεράσπισης έδωσε την πολυσέλιδη αγόρευση του στο δικαστήριο με την παράκληση να διαβαστεί πριν τη διάσκεψη κατά τη διάρκεια της οποίας θα αποφανθούν για την ενοχή ή όχι της κατηγορούμενης.
«Αν κάτι δολοφονήθηκε σ’ αυτή τη διαδικασία, αυτό ήταν η επιστημονική αλήθεια και ο ορθός λόγος»
Ο Αλέξης Κούγιας στην αγόρευση του εστίασε στην εισαγγελική πρόταση την οποία επιχείρησε να υποδομήσει λέγοντας:
«Η κυρία εισαγγελέας, αντί να αντιμετωπίσει το κατηγορητήριο σαν ένα μεγάλο ερώτημα, το αποδέχτηκε εκ των προτέρων σαν την απάντηση και έτσι ακολούθησε αντίστροφη πορεία σκέψης από την ορθόδοξη. Αντί αφετηρία της να είναι η αντικειμενική διερεύνηση της κατηγορίας και των αποδεικτικών στοιχείων, αφετηρία της έγινε η προκατάληψη, η εκ προοιμίου παραδοχή της ενοχής και η «ιερή αγανάκτηση» που μετέτρεψε την πρόταση της σε κουραστική επίκληση του συναισθήματος των μελών του δικαστηρίου και της ιδιότητα σας ως γονέων, για να θολώσει την αντικειμενική σας κρίση και την διαύγεια την σκέψη σας». Μάλιστα, εξέφρασε τη θέση ότι η κρίση της εισαγγελικής λειτουργού επηρεάστηκε από τις τηλεοπτικές εκπομπές. «Αν κάτι δολοφονήθηκε σ’ αυτή τη διαδικασία, αυτό ήταν η επιστημονική αλήθεια και ορθός λόγος. Ήταν τόση προκατάληψη της κυρίας εισαγγελέα, ώστε όχι μόνο αποδέχτηκε την έκθεση του Ράϊκου σαν ιερό και απαραβίαστο κείμενο, αλλά και «θεοποίησαν» τον ίδιο τον Ράϊκο σαν έναν παντογνώστη επιστήμονα που μαζί με τον Πάπα, κατέχει κι αυτός το αλάθητο. Η άποψη της κυρίας εισαγγελέα περί δήθεν ενοχής είχε προφανώς διαμορφωθεί ήδη από τα τέλη Μαρτίου 2022, όταν παρακολουθούσε ως πολίτης από τις τηλεοράσεις την υπόθεση…» ανέφερε.
Ο συνήγορος υπεράσπισης επέμεινε ότι υπήρξε προκατάληψη σε βάρος της κατηγορούμενης.
«Για κάποιο ανεξήγητο λόγο όλα όσα έκανε η κατηγορούμενη θεωρήθηκαν «τυπικά, ψύχρα, αδιάφορα και διεκπεραιωτικά», ενώ το γεγονός ότι μια φορά ο Μάνος Δασκαλάκης ήρθε και έβαλε λίγο λαδάκι στο μέτωπο της Τζωρτζίνα στο νοσοκομείο του Ρίου, θεωρήθηκε… υπέρτατη και ασυναγώνιστη απόδειξη γονεϊκής αγάπης. Όσα κι αν έκανε η κατηγορούμενη για τη Τζωρτζίνα, δεν θα μπορούσαν ποτέ να ξεπεράσουν το «λαδάκι» του Μανού. Αυτό δείχνει πόσο βαθιά έχει αλλοιωθεί η κριτική σκέψη και ο ορθός λόγος από την προκατάληψη σε βάρος της κατηγορουμένης».
Ο Αλέξης Κούγιας ζήτησε από τους δικαστές να πετάξουν στο καλάθι των αχρήστων την έκθεση Ράϊκου που έβαλε στο «κάδρο» την κεταμίνη. «Τότε δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο που να υποδεικνύει εγκληματική ενέργεια και αυτό δεν μπορεί να υποκατασταθεί ούτε να αντικατασταθεί με κουτσομπολιά και μηνύματα στο Viber, με τα σχόλια των τηλεδικαστών στις πρωινές, μεσημεριανές και απογευματινές τηλεοπτικές εκπομπές και τις αυθαίρετες και ανεύθυνες τοποθετήσεις των αυτόκλητων τηλε -ιατροδικαστών, των ανθρώπων δηλαδή που πάνω σε ένα ανθρώπινο δράμα εδώ και δύο χρόνια χτίζουν καριέρες και φτιάχνουν περιουσίες».
«Δεν υπάρχει σ’ αυτή την υπόθεση ιχνηλάτηση της κεταμίνης από την πηγή μέχρι την κατάληξη της»
Ο συνήγορος υπεράσπισης σημείωσε πως η αναφορές στην προσωπική ζωή του ζεύγους Δασκαλάκη αποπροσανατόλισε. «Μολονότι ο κατηγορούμενος, άρα και η προσωπικότητα του, είναι κεντρικό θέμα για κάθε δίκη, στη συγκεκριμένη περίπτωση η υπέρμετρη ενασχόληση με το χαρακτήρα της κατηγορουμένης και την σχέση της με τον σύζυγό της απλώς ικανοποιεί την ανθρωποφάγο περιέργεια του κοινού και δεν εισφέρει απολύτως τίποτα στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας, αλλά αντιθέτως αποπροσανατολίζει, καθώς αντί το δικαστηρίου να ερευνά τις πράξεις και παραλείψεις του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού που συνδέονται με την εξέλιξη της υγείας της Τζωρτζίνας, έρευνά την προσωπική ζωή της κατηγορουμένης που δε συνδέεται αιτιωδώς με το θάνατο της Τζωρτζίνας» ανέφερε ο Αλέξης Κούγιας και συμπλήρωσε
«Δεν έχετε κανέναν αυτόπτη μάρτυρα που να βεβαιώνει ότι η κατηγορούμενη προμηθεύτηκε, κατείχε και χορήγησε κεταμίνη και μιδαζολάμη στην Τζωρτζίνα γενικώς, αλλά δεν έχετε και κανένα μάρτυρα ιατρό ή νοσηλευτή που να καταθέτει ότι οι ουσίες αυτές χορηγήθηκαν κατά την διασωλήνωση της ασθενούς. Δεν υπάρχει σ’ αυτή την υπόθεση ιχνηλάτηση της κεταμίνης από την πηγή μέχρι την κατάληξη της. Έχετε όμως ένα συγκεκριμένο αντικειμενικό και αδιάψευστο στοιχείο: Ότι το βαλιτσάκι της ανάνηψης (ή σάκος ανάνηψης) που έφερε η ομάδα Τζουβάρα στο θάλαμο της ασθενούς, περιείχε κεταμίνη και μιδαζολάμη…. Επίσης, έχετε και το δεδομένο ότι η κεταμίνη και η μιδαζολάμη είναι ουσίες που αλληλοσυμπληρώνονται στο πλαίσιο πρωτοκόλλου για την εφαρμογή της διασωλήνωσης. Ουδέποτε στα χρονικά έχει χρησιμοποιηθεί αυτό το σχήμα για την τέλεση δολοφονίας… Σε οποιαδήποτε άλλη υπόθεση, αν αντικαθιστούσαμε την κεταμίνη και την μιδαζολάμη με ένα πιστόλι ή ένα μαχαίρι και είχαμε θάνατο από πυροβολισμό ή μαχαίρωμα, η απόφαση του δικαστηρίου θα ήταν εύκολα υπέρ της καταδίκης αυτών που έφεραν το όπλο του εγκλήματος στο δωμάτιο του θύματος. Κανένα δικαστήριο δεν θα δεχόταν ότι αυτός που έφερε το όπλο του εγκλήματος στον τόπο του εγκλήματος δεν το χρησιμοποίησε, διότι κάποιος άλλος κατά σύμπτωση έφερε ένα ίδιο όπλο στον ίδιο τόπο και χρόνο και το χρησιμοποίησε λίγο πριν, αλλά δεν βρέθηκε. Γιατί λοιπόν στην συγκεκριμένη υπόθεση να δεχτούμε ότι κατά διαβολική σύμπτωση την ίδια μέρα και στον ίδιο τόπο έφεραν στο δωμάτιο της Τζωρτζίνας κεταμίνη – μιδαζολάμη τόσο η κατηγορούμενη όσο και η ομάδα ανάνηψης, αλλά η κεταμίνη – μιδαζολάμη χορηγήθηκε από την κατηγορούμενη και όχι από την ομάδα ανάνηψης;»
Ο Αλέξης Κούγιας έκανε λόγο για χειραγώγηση των αρμόδιων αρχών. «Ήταν τέτοια η χειραγώγηση των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών από τον λαϊκό, ώστε να πιστέψουν όχι μόνο ότι δήθεν βρέθηκε ο δολοφόνος, χωρίς να υπάρχει καν δολοφονία, αλλά και ότι η κατηγορούμενη ήταν δήθεν επικίνδυνη φυγής, ενώ στην πραγματικότητα είχε γνωστή διαμονή στην Πάτρα, ή ότι είχε σχεδιάσει την τέλεση νέων αδικημάτων, μολονότι δεν συναναστρεφόταν μικρά παιδιά, αφού δεν ασκούσε κάποιο συναφές επάγγελμα, ούτε υπήρχαν παιδιά στο σπίτι της. Η όλη ποινική διαδικασία κινήθηκε θεωρώντας εξαρχής την έκθεση του Ράικου ως «θέσφατο», σαν ένα κομμάτι της δίκης που δήθεν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ούτε να ανατραπεί, ούτε να ερευνηθεί, ωσάν να επρόκειτο για κάποιο απαραβίαστο ιερό κείμενο».
Σύμφωνα με τον Αλέξη Κούγια «σκοπός του Ράικου ήταν να αναδειχθεί επιστημονικά μέσα από αυτή την υπόθεση, να γίνει ο «βασιλιάς των τοξικολόγων» με το να καταχωρηθεί στα παγκόσμια τοξικολογικά χρονικά ως ο τοξικολόγος που κατόρθωσε να εντοπίσει τον πρώτο στην ιστορία θάνατο παιδιού από κεταμίνη μέσα σε νοσοκομείο από πράξη γονέα και όχι από ιατρικό σφάλμα».