Την ενοχή του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου για την δολοφονία της συζύγου του Καρολάιν ζήτησε η εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.
Η εισαγγελική λειτουργός, η οποία εξακολουθεί να αγορεύει, δεν πείστηκε από τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου ότι δεν είχε προμελετήσει το έγκλημα και εισηγήθηκε στους δικαστές να τον κρίνουν ένοχο για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
«Είχε επίγνωση της αδιανόητης σκληρότητας του» ανέφερε η εισαγγελέας Ευγενία Σταθουλοπούλου σημειώνοντας πως «όταν ξεκίνησε να φράζει τις αεροπόρους οδούς της Κάρολαιν είναι βέβαιο ότι ένιωθε τους κραδασμούς από την ασφυξία».
«Είναι συγκλονιστικό ότι ο χρόνος που ενήργησε ήταν πολύς και μπροστά στα μάτια του εξελίχθηκαν όλα τα ασφυκτικά συμπτώματα» τόνισε η εισαγγελέας και συνέχισε: «Κατά την κρίση μου είχε χρόνο να κάνει πίσω βλέποντας τα συμπτώματα της γυναίκας του. Τα 60 δευτερόλεπτα είναι μεγάλος χρόνος για να κάνει πίσω. Δεν λειτούργησε καμία αναστολή. Αρχικά ανέφερε ότι προέβη σε εναγκαλισμό, όχι εύστοχος όρος, μόνο αν δεχτούμε ότι ήταν εναγκαλισμός θανάτου».
Η εισαγγελική λειτουργός στην έναρξη της αγόρευση της ανέφερε πως η συγκεκριμένη υπόθεση δεν επεξεργάζεται πολύπλοκα νομικά ζητήματα καθώς «όσα έγιναν είναι αυταπόδεικτα» και συμπλήρωσε ότι οφείλει να αναλύσει το ζήτημα του εάν το έγκλημα τελέστηκε σε βρασμώ ψυχικής ορμής όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Η εισαγγελέα,ς αφού εξέφρασε τον σκεπτικισμό της για τον όρο της γυναικοκτονίας, περιέγραψε τη στιγμή που ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος το μοιραίο βράδυ «πλάκωσε την Καρολάιν με όλο του το σώμα για να μην αντιδράσει».
«Κοίμισε το παιδί στον καναπέ και ανέβηκε να σκοτώσει»
Η εισαγγελέας στην αγόρευση της απάντησε και στους ισχυρισμούς του 33χρονου πιλότου ότι δεν είχε προσχεδιάσει το έγκλημά του και έδρασε σε βρασμό ψυχικής ορμής.
«Ο ίδιος ο κατηγορούμενος δυναμίτισε την υπεραστική γραμμή. Δυσκολεύτηκε να αποδείξει την κορύφωση του συναισθήματος και κάθε φορά απαντούσε πως δε θέλει να πει κακή κουβέντα για το θύμα» τόνισε η εισαγγελέας η οποία σημείωσε ότι ο κατηγορούμενος «δεν περιέγραψε κάτι τόσο βίαιο». «Ο μηχανισμός του θανάτου τέθηκε ενώ το θύμα κοιμόταν. Οι κρίσιμες στιγμές περιγράφονται με τέτοιο τρόπο που αν δε γνωρίζαμε το πλαίσιο θα νομίζαμε ότι το επεισόδιο εξελίσσεται σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν κατά την απολογία καταλάβαινε για τι πράγμα μιλούσε και αν έχει επαφή με την πραγματικότητα. Επιμήκυνε την απολογία του για ώρες για να πείσει πως κάτι φοβερό είχε συμβεί. Κατέληξε μέσα από παιδαριώδη επιχειρήματα σε αυτό που συνέβη. Περίγραψε ένα ανεβοκατέβασμα από τη σκάλα. Ήταν ένα ζήτημα απολύτως διαχωρίσιμο» περιέγραψε η εισαγγελική λειτουργός η οποία αναρωτήθηκε «πως πυροδοτήθηκε ο θυμός του κατηγορούμενου» καθώς, όπως υπογράμμισε δεν κατάφερε να πείσει πως η νεαρή μητέρα ήταν επικίνδυνη για το παιδί τους.
«Ο φόνος έγινε για ασήμαντη αφορμή και ο κατηγορούμενος ούτε βρισιές δεν μπορεί να επικαλεστεί. Κοίμισε το παιδί στον καναπέ και ανέβηκε να σκοτώσει. Αυτό καταρρίπτει τον ισχυρισμό και δείχνει την προμελέτη. Δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο που να δείχνει απώλεια συνείδησης» ανέφερε και συνέχισε λέγοντας: «Ακόμα και το επιχείρημα ότι σκότωσε θολωμένος καταρρίφθηκε όταν εναπόθεσε το παιδί στο σώμα της νεκρής μάνας. Είχε επίγνωση της αδιανόητης σκληρότητας του. Ήξερε ότι η προσοχή θα στεφόταν στο παιδί και σε εκείνον που βγήκε αλώβητος από μια αιματηρή ληστεία. Με πλήρη βεβαιότητα ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί».
«Καταδείχθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι το smartwatch και τα 17 βήματα που κατέγραψε ήταν οι κινήσεις των χεριών της. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι μπορεί να ακούσουν οι γείτονες. Ούτε κατά διάνοια δεν είναι πιστευτό ότι την άφησε όταν νόμιζε ότι έχει λιποθυμήσει. Την άφησε όταν βεβαιώθηκε ότι ήρθε το τέλος» ανέφερε χαρακτηριστικά η εισαγγελέας η οποία έκανε λόγο για «Θεία δίκη…» όταν μίλησε για την παράληψη του κατηγορούμενου να αφαιρέσει το ρολόι της Καρολάιν από το χέρι της καθώς αυτό έδωσε στοιχεία που βοήθησαν να «ξεκλειδώσει» η υπόθεση.