Η υπόθεση της «μίζας» των 250.000 ευρώ με κεντρικά πρόσωπα τον Στέργιο Νέζη και τον επιχειρηματία Ευάγγελο Μυτιληναίο έρχεται και πάλι στο προσκήνιο στις 11 Νοεμβρίου 2021.
Ο Στέργιος Νέζης θα καθίσει στο εδώλιο του Εφετείου προκειμένου να δώσει εξηγήσεις για την πολύκροτη υπόθεση για την οποία σε πρώτο βαθμό έχει καταδικαστεί, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, σε κάθειρξη 5 ετών για ξέπλυμα μαύρου χρήματος το οποίο συνδέεται με το αδίκημα της δωροδοκίας. Ένα αδίκημα που το δικαστήριο έκρινε ότι είχε παραγραφεί με αποτέλεσμα να γλυτώσει την καταδίκη ο επιχειρηματίας Ευάγγελος Μυτιληναίος αν και οι δικαστές με την απόφασή τους δέχτηκαν πως διαπράχθηκε.
Ο κατηγορούμενος υποχρεώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο να καταβάλλει εγγύηση 100.000 ευρώ για να του χορηγηθεί αναστολή ενώ παράλληλα αποφασίστηκε η κατάσχεση και δήμευση του ποσού των 250.000 ευρώ που, κατά την κατηγορία, ήταν η «μίζα» που δόθηκε. Η υπόθεση αφορά στην «μίζα» που φέρεται να έλαβε ο άλλοτε ισχυρός άνδρας της ΔΕΗ από τον επιχειρηματία Ευάγγελο Μυτιληναίο, το 2003, μέσω εξωχώριας εταιρίας, προκειμένου να ανατεθεί στη ΜΕΤΚΑ έργο στο εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Λαύριο.
Οι δυο κατηγορούμενοι αν και στο πρωτόδικο δικαστήριο παραδέχτηκαν τη διαδρομή των 250.000 ευρώ μέσω εξωχώριας εταιρίας ισχυρίστηκαν πως δεν κρυβόταν τίποτα ύποπτο πίσω από αυτή χωρίς, ωστόσο, να καταφέρουν να πείσουν. Η διαδρομή του «μαύρου χρήματος» ξεκίνησε από λογαριασμό του Ευάγγελου Μυτιληναίου και σύμφωνα με την κατηγορία, «ξεπλύθηκε» για να φτάσει «καθαρό» στον τελικό αποδέκτη Στέργιο Νέζη.
Ο Στέργιος Νέζης ισχυρίστηκε πως έλαβε τα χρήματα με αυτό τον τρόπο για λόγους φοροαποφυγής ενώ ο επιχειρηματίας Ευάγγελος Μυτιληναίος έριξε την ευθύνη για την συμφωνία κάτω από το τραπέζι στον πατέρα του, ο οποίος έχει φύγει από τη ζωή. Και οι δυο υποστήριξαν πως τα χρήματα αφορούσαν μελέτη για τη ΛΑΡΚΟ, η οποία συμφωνήθηκε το 1999 και παραδόθηκε το 2003 χωρίς, ωστόσο, να δώσουν πειστική εξήγηση πώς τα χρήματα κατατέθηκαν άπαξ παρά τον ισχυρισμό πως η μελέτη γινόταν σταδιακά.
Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2020 λίγες μόλις ημέρες αφότου τέθηκε σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας ο οποίος είχε υιοθετήσει αλλαγές στο νόμο περί καταχραστών του δημοσίου που χαρακτηρίστηκαν από νομικούς «διατάξεις πλυντήριο» και οδήγησαν σε ξαφνικό θάνατο υποθέσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος και διαφθοράς και άφησαν στο απυρόβλητο τους πρωταγωνιστές τους. Οι επίμαχες διατάξεις προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις εντός αλλά και εκτός Ελλάδος με αποτέλεσμα η κυβέρνηση της Ν.Δ. να προχωρήσει σε τροποποιήσεις.