Την επανεμφάνισή του, με νέα του επιστολή που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, κάνει από τις φυλακές Διαβατών το μέλος του «Επαναστατικού Αγώνα», Νίκος Μαζιώτης. Στο κείμενό του, που απευθύνεται στον αναρχικό χώρο, προτείνει τη συγκρότηση συνέλευσης αλληλεγγύης ενάντια στις ειδικές συνθήκες κράτησης, ενώ επιτίθεται σφοδρά και στα μέλη της «17Ν», Αλέξανδρο Γιωτόπουλο και Βασίλη Τζωρτζάτο, τους οποίους χαρακτηρίζει καταδότες και αποκηρύσσαντες.
«Αυτοί για τους οποίους δεν ισχύει αυτό το κριτήριο είναι οι καταδότες και οι αποκηρύσσαντες, όπως ο Τζωρτζάτος που κατέδωσε συντρόφους του στην υπόθεση της 17Ν, χωρίς πίεση, βία και βασανιστήρια και ο Γιωτόπουλος που καταδίκασε την δράση της 17Ν στο δικαστήριο», σημειώνει, χαρακτηριστικά σε σημείο του κειμένου.
Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή, όπως δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο:
«Το παρακάτω κείμενο είναι του Νίκου Μαζιώτη, μέλους του Επαναστατικού Αγώνα, προς την ανοιχτή συνέλευση Αναρχικών /Αντιεξουσιαστών ενάντια στις ειδικές συνθήκες κράτησης, με το οποίο προτείνει το μετασχηματισμό της σε μια συνέλευση αλληλεγγύης για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και φυλακισμένους αγωνιστές. Και παράλληλα αποτελεί ανοιχτό κάλεσμα προς όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του Αναρχικού/ Αντιεξουσιαστικού χώρου να συμμετέχουν και να στηρίξουν το εγχείρημα αυτό.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα θα ανακοινωθεί η ημερομηνία και ο τόπος που θα πραγματοποιηθεί η πρώτη συνάντηση για την διερεύνηση των δυνατοτήτων συγκρότησης Συνέλευσης Αλληλεγγύης.
Το κείμενο έχει σταλεί στο σύνολο των πολιτικών κρατουμένων και φυλακισμένων αγωνιστών.
Συντρόφισσες – σύντροφοι, το παρόν κείμενο με το οποίο απευθύνομαι σε εσάς αφορά τις φυλακές τύπου Γ, αλλά και μια πρόταση για την μετεξέλιξη της συνέλευσης αυτής όσο αφορά το ζήτημα της αλληλεγγύης.
Συντρόφισσες – σύντροφοι, η νομοθέτηση των φυλακών τύπου Γ είναι μια αναμενόμενη εξέλιξη στην κατασταλτική επίθεση του κράτους εναντίον των ενόπλων Επαναστατικών Οργανώσεων, εναντίον της ένοπλης δράσης. Είναι συνέχεια των νομοθετικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που έχουν ξεκινήσει εδώ και 14 περίπου χρόνια κα είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες , που ισχύουν εδώ και χρόνια διεθνώς, και δεν είναι άλλες από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που σκοπό έχουν την επιβολή της δικτατορίας των αγορών, τη διδακτορία του υπερεθνικού κεφαλαίου.
Ως Επαναστατικός Αγώνας, από την αρχή της δράσης μας το 2003, πιστεύω ότι έχουμε αναλύσει σωστά τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας όταν είχαμε ξεκινήσει τη δράση μας, συνθήκες που αφορούσαν την παγκοσμιοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος. Τόσο ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» που ξεκίνησε το 2001 μετά τις επιθέσεις που δέχτηκαν οι ΗΠΑ , όσο και οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που συντελούνταν και που σκοπό είχαν τη δικτατορία του υπερεθνικού κεφαλαίου δεν είναι παρά ο πολιτικοστρατιωτικός και οικονομικός αντίστοιχα χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης. Το σύστημα, λοιπόν, για να επιβάλλει τη δικτατορία των αγορών προχωρά σε ολοένα και σκληρότερα κατασταλτικά μέτρα, τείνει ολοένα και περισσότερο στον ολοκληρωτισμό.
Στην Ελλάδα την ίδια περίοδο έχουμε το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας στο υπερεθνικό κεφάλαιο μετά το επονομαζόμενο σκάνδαλο του χρηματιστηρίου το 1999. Την ενσωμάτωση της χώρας στην ΟΝΕ, στη ζώνη του Ευρώ το 2002. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που την ίδια περίοδο, έστω και με καθυστέρηση σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, το ελληνικό κράτος προχωρά στη νομοθέτηση του πρώτου αντιτρομοκρατικού νόμου το 2001, του νόμου Σταθόπουλου. Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε μετά από τις πιέσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας και στόχευε τα μέλη των ενόπλων Επαναστατικών Οργανώσεων και πιο συγκεκριμένα της 17Ν, η οποία ήταν η μόνη ενεργή οργάνωση αντάρτικου εκείνη την περίοδο. Ο νόμος αυτός ονομάστηκε «νόμος κατά του οργανωμένου εγκλήματος» και αυτό έγινε με προφανή σκοπό να εξυπηρετήσει την τακτική του κράτους , να προσπαθήσει να αποδομήσει τα πολιτικά χαρακτηριστικά των ένοπλων Επαναστατικών Οργανώσεων , να αποπολιτικοποιήσει και να αποϊδεολογικοποιήσει τη δράση τους και να τους παρουσιάσει ως κοινούς ποινικούς εγκληματίες. Με βάση αυτό τον νόμο δικάστηκαν οι κατηγορούμενοι για την 17Νοέμβρη και τον ΕΛΑ το 2003 και το 2004 αντίστοιχα.
Παρά το γεγονός, όμως, ότι αυτός ο νόμος στόχευε τα μέλη των ενόπλων Επαναστατικών Οργανώσεων, το κράτος τον χρησιμοποιεί για την γενικότερη σκλήρυνση της ποινικής καταστολής όσο αφορά τους παράνομους ποινικούς , οι οποίοι καταδικάζονται με την επιβαρυντική διάταξη περί «εγκληματικής οργάνωσης» θέτοντας σχεδόν σε αχρηστία την πλημμεληματική διάταξη της «σύσταση και συμμορία». Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των ποινών συνολικά . Μην μπερδεύουμε όμως το αίτιο με το αποτέλεσμα . Ο νόμος Σταθόπουλου, ο πρώτος αντιτρομοκρατικός, φτιάχτηκε πρωτίστως για τα μέλη των ενόπλων Επαναστατικών Οργανώσεων, όμως το αποτέλεσμα ήταν να γενικευτεί η εφαρμογή του σε υποθέσεις οργανωμένης παραβατικότητας.
Τρία χρόνια μετά, το 2004, ο νόμος Παπαληγούρα, επί κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας και Καραμανλή, ο δεύτερος αντιτρομοκρατικός, έρχεται να αποσαφηνίσει τα πράγματα αφού μιλά για «συγκρότηση τρομοκρατικής οργάνωσης» και για «τρομοκρατικές πράξεις», οι οποίες «με τρόπο σε έκταση και υπό συνθήκες, είναι δυνατόν να βλάψουν τη χώρα και να καταστρέψουν τις θεμελιώδεις συνταγματικές πολιτικές και οικονομικές δομές της χώρας». Παρά το γεγονός ότι το καθεστώς δεν αναγνωρίζει πολιτικούς εχθρούς, ο νόμος Παπαληγούρα αναγνωρίζει την ύπαρξη και δράση ενόπλων οργανώσεων που απειλούν τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές δομές της χώρας προσδίδοντας έτσι στην πραγματικότητα πολιτικά χαρακτηριστικά στη δράση τους. Στον ίδιο νόμο υπάρχει επίσης και η επιβαρυντική διάταξη της «διεύθυνσης τρομοκρατικής οργάνωσης» με σκοπό αφενός να αυξηθεί η ποινή για όσους κατηγορηθούν και καταδικαστούν ως διευθυντές ή αρχηγοί «τρομοκρατικής οργάνωσης» και αφετέρου να επιβεβαιωθεί από το καθεστώς ότι δεν υπάρχει άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης πέρα από την υφιστάμενη ιεραρχική οργάνωση της σημερινής κοινωνίας, όπου κυριαρχεί το κεφάλαιο και το κράτος. Με βάση τον νόμο Παπαληγούρα , ο οποίος και αυτός ψηφίστηκε μετά από την πίεση των ΗΠΑ παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, γίνονται όλες οι δίκες των ένοπλων Επαναστατικών Οργανώσεων, τόσο του Επαναστατικού Αγώνα όσο και της Συνομωσίας Πυρήνων της Φωτιάς.
Η νομοθέτηση, λοιπόν, για τις φυλακές τύπου Γ αποτελεί τη λογική συνέχεια και συνέπεια των δύο αντιτρομοκρατικών διατάξεων του 2001 και του 2004, καθώς και του νόμου του 2003 που θεμελιώνει τη διεθνή συνεργασία σε αστυνομικό και δικαστικό επίπεδο στον τομέα της αντιμετώπισης της ένοπλης επαναστατικής δράσης μεταξύ Ελλάδας, Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ. Ο νόμος αυτός έρχεται να καλύψει ένα κενό που υπάρχει στην ελληνική κατασταλτική πολιτική και να την ευθυγραμμίσει με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ, αφού στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ εκτός από τους αντιτρομοκρατικούς νόμους που υπάρχουν από τις δεκαετίες του ’70 και ’80 όπου πολλές χώρες αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα λόγω της δράσης ενόπλων Επαναστατικών Οργανώσεων, υπάρχουν και οι φυλακές με ειδικό καθεστώς κράτησης για τα μέλη αυτών των οργανώσεων.
Το ίδιο συνέβη και στην Τουρκία στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας του 2000 όπου φτιάχτηκαν οι φυλακές τύπου F, πρωτίστως για τα μέλη των αριστερών Επαναστατικών Οργανώσεων που διεξάγουν ένοπλο αγώνα, και όλοι θυμούνται τον αγώνα των κρατουμένων μελών αυτών των οργανώσεων, οι οποίοι έκαναν απεργία πείνας μέχρι θανάτου ή αυτοπυρπολούνταν για να εμποδίσουν τη μεταφορά τους στις φυλακές F.
Θα πρέπει ο Α/Α χώρος να κάνει το αυτονόητο και να δει τα πράγματα αντικειμενικά. Οι φυλακές τύπου Γ αφορούν πρωτίστως όσους κατηγορούνται για ένοπλο αγώνα, ασχέτως αν αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στις οργανώσεις που ανήκουν ή αρνούνται τις κατηγορίες. Και αυτό δεν αναιρείτε και από το γεγονός ότι σε αυτές τις φυλακές θα κρατηθούν και άλλοι βαρυποινίτες ποινικοί, οι οποίοι έχουν καταδικαστεί με τον νόμο περί «εγκληματικής οργάνωσης». Είναι εντελώς άστοχο αυτό που γράφτηκε σε ένα κείμενο της Συνέλευσης για τις φυλακές τύπου Γ «περί κατασκευής ενόχων». Ας μην ψάχνουν κάποιοι ιδιώνυμα εκεί που δεν υπάρχουν . Οι δίκες που γίνονται εναντίον συντρόφων και συντροφισσών για συμμετοχή σε «τρομοκρατική οργάνωση» για «τρομοκρατικές πράξεις», που μπορούν να βλάψουν θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές δομές της χώρας, είναι δίκες που στοχεύουν στην καταδίκη συγκεκριμένων ενόπλων Επαναστατικών Οργανώσεων κάθε φορά, και αυτό άσχετα αν σε αυτές τις δίκες υπάρχουν σύντροφοι και συντρόφισσες, οι οποίοι αρνούνται τις κατηγορίες. Το να είναι αναρχικός κάποιος δεν είναι ιδιώνυμο τουλάχιστον προς το παρόν.
Τόσο όμως η αντιτρομοκρατική νομοθεσία όσο και οι φυλακές στις οποίες σκοπεύουν να μας απομονώσουν δίνουν ένα σαφές μήνυμα στον Α/Α χώρο και στην κοινωνία από τη μεριά του κράτους. Ότι όποιος επιλέξει τον ένοπλο αγώνα ως μορφή δράσης θα έχει μια εξοντωτική ποινική μεταχείριση, στην περίπτωση που συλληφθεί, και θα κρατηθεί σε ειδικό καθεστώς όπως είναι οι φυλακές τύπου Γ, και αυτό γιατί το κράτος γνωρίζει την επικινδυνότητα του ένοπλου αγώνα, ιδιαίτερα μέσα στις συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που έχει ξεσπάσει από το 2008 όπου το καθεστώς , το οικονομικό και πολιτικό σύστημα είναι απονομιμοποιημένο , όπου έχει απολέσει την κοινωνική συναίνεση που απολάμβανε προ κρίσης, και γιατί σε αυτές τις συνθήκες ο ένοπλος αγώνας είναι αποσταθεροποιητικός και υπονομευτικός παράγοντας για το σύστημα. Και αυτό το έχουν ομολογήσει καθεστωτικοί παράγοντες αναφερόμενοι στον Επαναστατικό Αγώνα και το 2010 όταν συλληφθήκαμε για πρώτη φορά και με την πρόσφατη σύλληψη του Αναρχικού Αντώνη Σταμπούλου που κατηγορείται για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα όπου ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Βασίλης Κικίλιας σύνδεσε άμεσα τη δράση ή την απειλή χτυπημάτων της οργάνωσης με την αποσταθεροποίηση του συστήματος μέσα σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη χρονική περίοδο για αυτό.
Η νομοθέτηση των φυλακών τύπου Γ ως συνέπεια και συνέχεια της κατασταλτικής επίθεσης του κράτους ενάντια στους αγωνιστές που έχουν επιλέξει τον ένοπλο αγώνα, σκοπό έχουν να σπάσουν μέσω της απομόνωσης τα μέλη των ενόπλων Επαναστατικών Οργανώσεων και όσους κατηγορούνται για συμμετοχή σε αυτές τις οργανώσεις, σκοπό έχουν να τους αποδομήσουν ως πολιτικά πρόσωπα και να εκμαιεύσουν μέχρι και δηλώσεις αποκήρυξης του ένοπλου αγώνα.
Αν και στην Ελλάδα μέσα από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις για τις φυλακές τύπου Γ, τις αλλαγές στον ποινικό κώδικα, και στην ποινική δικονομία που αφορούν τον ένοπλο αγώνα, δεν υπάρχουν διατάξεις όπως στην Ιταλία που προβλέπεται η αποκήρυξη παράλληλα με την παροχή πληροφοριών με σκοπό την ελάφρυνση της θέσης του κρατούμενου αυτό θα επιδιωχθεί εδώ με πιο έμμεσο τρόπο. Η παραμονή στην φυλακές τύπου Γ, πέραν του ελάχιστου των 4 χρόνων που προβλέπει ο νόμος θα αφορά τους αμετανόητους, αφού ο αρμόδιος εισαγγελέας που θα κρίνει την συνέχιση ή όχι της παραμονής κάποιου μετά τα 4 χρόνια, θα κρίνει με βάση όχι μόνο την βαρύτητα των πράξεων αλλά και του χαρακτήρα και την προσωπικότητα του κρατούμενου. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι όποιος είναι αμετανόητος και αμετακίνητος στις επιλογές αγώνα για τις οποίες βρέθηκε στην φυλακή θα θεωρείτε επικίνδυνος για την δημόσια τάξη και ασφάλεια και θα παρατείνεται εσαεί η κράτηση του στις φυλακές τύπου Γ μέχρι το τέλος της ποινής του.
Η δράση ενάντια στις φυλακές τύπου Γ δεν μπορεί παρά να είναι μέρος της αλληλεγγύης προς όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και φυλακισμένους αγωνιστές που βρίσκονται στις ελληνικές φυλακές και προορίζονται για τις φυλακές τύπου Γ. Και αυτό ανεξάρτητα από την διαφορετικότητα των υποθέσεων, είτε οι κρατούμενοι έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στις οργανώσεις που ανήκουν ή ανήκαν,είτε κατηγορούνται για συμμετοχή σε οργανώσεις αντάρτικου και αρνούνται τις κατηγορίες, είτε είναι αναρχικοί που κατηγορούνται για απαλλοτριώσεις τραπεζών.
Συντρόφισσες, σύντροφοι ακριβώς γιατί η δράση ενάντια στις φυλακές τύπου Γ δεν μπορεί παρά να είναι μέρος της αλληλεγγύης προς όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και φυλακισμένους αγωνιστές προτείνω τον μετασχηματισμό της συνέλευσης για τις φυλακές τύπου Γ σε μια συνέλευση αλληλεγγύης για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και φυλακισμένους αγωνιστές, κι όχι μόνο σε όσους είναι καταδικασμένοι ή κατηγορούνται για συμμετοχή σε ένοπλες Επαναστατικές Οργανώσεις αλλά και για συντρόφισσες και συντρόφους που αντιμετωπίζουν την κρατική καταστολή για άλλες μορφές αγώνα, διαδηλώσεις, καταλήψεις, συγκρούσεις στον δρόμο με την αστυνομία.
Είναι αντιφατικό και παράδοξο να κινητοποιείται κάποιος ενάντια στις φυλακές τύπου Γ και να μην είναι αλληλέγγυος με τους συντρόφους κρατούμενους που προορίζονται για τις φυλακές τύπου Γ. Είναι σοβαρό πολιτικό έλλειμμα να υπάρχουν δεκάδες πολιτικοί κρατούμενοι και φυλακισμένοι αγωνιστές και να μην υπάρχει συνέλευση αλληλεγγύης για αυτούς. Η αλληλεγγύη είναι πολιτική θέση και στάση. Είναι βασικό στοιχείο ενός κινήματος ή ενός πολιτικού χώρου που θέλει να έχει κινηματικά χαρακτηριστικά. Αλληλεγγύη σημαίνει ότι οι κρατούμενοι αγωνιστές και οι μορφές αγώνα που επέλεξαν και που για αυτό έχουν βρεθεί στη φυλακή είναι μέρος του κοινού αγώνα, του αγώνα για την Επανάσταση για την Αναρχία και τον Κομμουνισμό. Αλληλεγγύη σημαίνει ότι θεωρούμε ότι ο ένοπλος αγώνας και το αντάρτικο είναι μέρος του αγώνα και του κινήματος για την Κοινωνική Επανάσταση. Όποιος διαφωνεί με αυτή την βασική αρχή, δεν μπορεί να είναι αλληλέγγυος ή να το παίζει αλληλέγγυος με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που βρίσκονται φυλακή και υπερασπίζονται την ένοπλη δράση ως επιλογή αγώνα.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι αλληλέγγυοι, ο χώρος ή το κίνημα δεν μπορούν να κάνουν κριτική για τις θέσεις τον λόγο ή για ενέργειες των ένοπλων Επαναστατικών Οργανώσεων, αρκεί αυτή η κριτική να γίνεται καλόπιστα με αμιγώς πολιτικά επιχειρήματα κι όχι με λάσπη, ύβρις και αφορισμούς. Για να αποδειχθεί τελικά ότι το «η αλληλεγγύη δεν είναι ταύτιση» είναι ειλικρινές κι όχι το άλλοθι αυτών που διαφωνούν και καταδικάζουν τον ένοπλο αγώνα και το αντάρτικο, χωρίς όμως να έχουν το πολιτικό θάρρος να το πουν ανοικτά και δημόσια και είναι επιλεκτικά «αλληλέγγυοι» σε αυτούς που δηλώνουν αθώοι και αρνούνται τις κατηγορίες, ενώ γυρίζουν την πλάτη τους σε όσους υπερασπίζονται τον ένοπλο αγώνα και αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στις οργανώσεις που ανήκουν.
Η αλληλεγγύη δεν είναι επιλεκτική γιατί αλλιώς δεν είναι αλληλεγγύη. Η αλληλεγγύη δεν έχει κριτήρια προσωπικά, φιλικά, συγγενικά ή οικογενειακά. Αλληλεγγύη δεν είναι ο διαχωρισμός μεταξύ αθώων και ενόχων, δεν είναι ο διαχωρισμός μεταξύ υποθέσεων οργανώσεων ή ατόμων. Η αλληλεγγύη δεν κάνει διαχωρισμούς μεταξύ Αναρχικών και Κομμουνιστών κρατουμένων, ούτε έχει εθνικά χαρακτηριστικά. Αλληλεγγύη δεν είναι ο διαχωρισμός των μορφών αγώνα, η προώθηση του δίπολου: «μαζικός ή ένοπλος αγώνας», «νομιμότητα ή παρανομία», ο διαχωρισμός του ένοπλου αγώνα και του κινήματος, ή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ «συγκρουσιακού αλλά μη ένοπλου κομματιού της αναρχίας» και «ένοπλου αναρχικού τμήματος». Επαναλαμβάνω ότι η αλληλεγγύη έχει ένα μόνο πολιτικό κριτήριο, ότι οι κρατούμενοι κι οι μορφές δράσης που επέλεξαν όπως ο ένοπλος αγώνας, το αντάρτικο κι οποιαδήποτε άλλη μορφή δράσης για τα οποία βρέθηκαν στην φυλακή είναι μέρος του κοινού αγώνα και του κινήματος για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, για την Κοινωνική Επανάσταση. Αυτοί για τους οποίους δεν ισχύει αυτό το κριτήριο είναι οι καταδότες και οι αποκηρύσσαντες, όπως ο Τζωρτζάτος που κατέδωσε συντρόφους του στην υπόθεση της 17Ν, χωρίς πίεση, βία και βασανιστήρια και ο Γιωτόπουλος που καταδίκασε την δράση της 17Ν στο δικαστήριο.
Προτείνω λοιπόν τον μετασχηματισμό της συνέλευσης για τις φυλακές τύπου Γ σε συνέλευση αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους και φυλακισμένους αγωνιστές. Όχι μόνο όσων φυλακίζονται για ένοπλη δράση αλλά και για κάθε μορφή αγώνα. Οι δράσεις αλληλεγγύης αυτής της συνέλευσης είναι λογικό ότι θα συμπεριλαμβάνουν και τις δράσεις σε σχέση με τις φυλακές τύπου Γ.
Είναι καιρός να τεθεί ο κάθε σύντροφος και η κάθε συντρόφισσα ενώπιον των ευθυνών τους και να πάρουν σαφή και ξεκάθαρη θέση για το ζήτημα της αλληλεγγύης. Οποιαδήποτε υπεκφυγή για αυτό αποδεικνύει ότι η αλληλεγγύη όχι μόνο δεν είναι το όπλο μας, αλλά ότι είναι μια λέξη κενού περιεχομένου. Είναι ένα πτώμα στο στόμα αρκετών. Προσκαλώ λοιπόν όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες εντός και εκτός φυλακών να πάρουν θέση και να τοποθετηθούν πολιτικά για να ανοίξει ένας διάλογος πάνω στην πρόταση για την δημιουργία συνέλευσης αλληλεγγύης.
Αν ο Αναρχικός – Αντιεξουσιαστικός χώρος θέλει να ξεχάσει τους αιχμαλώτους του κράτους και να τους αφήσει απλώς να σαπίσουν στη φυλακή τότε ξεχνάει και τον ίδιο τον αγώνα».