Με ένα έγγραφο 100 σελίδων, το οποίο στηρίζεται σε 115 καταθέσεις μαρτύρων στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής, όλο το κατασχεθέν υλικό αλλά και τις απολογίες των κατηγορουμένων, οι ειδικές ανακρίτριες που χειρίζονται τις έρευνες ζητούν την άρση της ασυλίας του συνόλου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος που μέχρι σήμερα δεν είναι υπόδικοι.
Πρόκειται για τους:
Ελένη Ζαρούλια, Νίκο Κουζηλο, Μιχάλη Αρβανίτη-Αβράμη, Αντώνη Γρέγο, Πολύβιος Ζησιμόπουλο, Αρτέμη Ματθαιόπουλο, Κωνσταντίνο Μπαρμπαρούση, Δημήτρη Κουκούτση και Χρυσοβαλάντη Αλεξόπουλο.
Οι ανακρίτριες Ιωάννα Κλάπα και Μαρία Δημητροπούλου ζητούν να αρθεί η ασυλία των 9 βουλευτών προκειμένου να διωχθούν για το αδίκημα της «ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης» καθώς όπως αναφέρουν στο έγγραφο τους θεωρούν ότι εμπλέκονται στην παράνομη δράση της Οργάνωσης.
Στο πολυσέλιδο έγγραφο που εστάλη στη Βουλή καταγράφονται τα όπλα που βρέθηκαν στα σπίτια των βουλευτών οι οποίοι εμφανίζονται ως επίσημοι εκφραστές της οργάνωσης αλλά και υποστηρικτές των ιδεών των μελών της. Επίσης φέρονται να είναι ενταγμένοι και να διευθύνουν την οργάνωση ασκώντας έλεγχο και εποπτεία, δίνοντας εντολές ή ακόμα και εκ των υστέρων να εγκρίνουν βίαιες ενέργειες των μελών της. «Οι ενέργειες αυτές στοχεύουν στη δια της βίας επικράτηση των αρχών και των θέσεων της οργάνωσης», όπως εκτιμούν οι ανακρίτριες.
Οι ειδικές ανακρίτριες κάνουν αναφορά στην ίδρυση της Οργάνωσης την οποία προσδιορίζουν: « στις αρχές της δεκαετίας του 80 από τον μέχρι σήμερα αρχηγό της Νίκο Μιχαλολιάκο με μικρό αριθμό ομοϊδεατών. Η οργάνωση αυτή είχε χαρακτήρα ιδεολογικής καθοδήγησης προς τον εθνικοσοσιαλισμό με σαφείς αναφορές στο τρίτο Ράιχ, τον Χιλτλερ και τα SS».
Επικαλούμενες τα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει από την πολύμηνη έρευνα τους εκτιμούν πως η Χρυσή Αυγή φέρεται να «διαθέτει κάθετη ιεραρχική δομή με βάση την οποία λειτουργεί όλα αυτά τα χρόνια με κατανομή καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που αφορούν στη διάδοση των θέσεων και των ιδεών της και στην εκπαίδευση των μελών της».
Μάλιστα, οι ανακρίτριες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως «Τα μέλη κάθε τοπικής οργάνωσης φέρονται να καλούνται σε κάθε δράση η εκδήλωση της οργάνωσης με SMS που έχουν εμπιστευτική διαβάθμιση όπως προκύπτει από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των ήδη κατηγορουμένων».
Μάλιστα, στο επίμαχο έγγραφο τους επικαλούνται τα βίντεο, τα ηλεκτρονικά πειστήρια και τις φωτογραφίες από τα οποία εκτιμούν ότι προκύπτει πως ο αρχηγός και οι βουλευτές χαιρετούν ναζιστικά. Όσο για τη στρατιωτική δομή της οργάνωσης κάνουν αναφορά σε στοιχεία που δείχνουν ότι ομάδες μελών της ΧΑ μετέχουν σε παρελάσεις με στρατιωτικό βηματισμό, προχωρούν συντεταγμένα και φορούν ίδια ρούχα που έχουν ως σήμα το μαίανδρο ή άλλα σύμβολα. Ακόμη παραθέτουν και
ομιλίες βουλευτών με περιεχόμενο που όπως εκτιμούν ενδεχομένως μπορεί να αξιοποιηθεί ποινικά
Οι ανακρίτριες απαριθμούν μια προς μια όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων από τις οποίες καταγράφεται ο τρόπος δράσης της οργάνωσης και γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες ενέργειες:
-Τη δολοφονία Π. Φύσσα,
-Την απόπειρα ανθρωποκτονίας στο Πέραμα (ΠΑΜΕ),
-Την επίθεση σε βάρος Αιγυπτίων ψαράδων στην ιχθυόσκαλα Περάματος,
-Την επίθεση στον κοινωνικού χώρο Συνεργείο στην Ηλιούπολη,
-Στην επίθεση στο στέκι Αντιπνοια στα Πετράλωνα,
-Στη δολοφονία Λουκμαν,
-Στην επίθεση κατά τη διάρκεια συναυλίας ΑΝΤΙΦΑ στην Καλλιθέα
-Επίθεση σε βάρος αλλοδαπών στην Ιεράπετρα και
-Στην επίθεση σε βάρος Αφγανών.
Με το ίδιο έγγραφο οι δικαστικές λειτουργοί ζητούν από τη Βουλή άδεια προκειμένου να απαγγελθούν συμπληρωματικές κατηγορίες σε βάρος των Νίκου Μιχαλολιάκου, Ηλία Κασιδιάρη, Ιωάννη Λαγό, Γεώργιο Γερμανή και Νίκο Μίχο για το κακούργημα της οπλοκατοχής και κατοχής εκρηκτικών με σκοπό τον εφοδιασμό της εγκληματικής οργάνωσης.
Για τον Νίκο Μίχο ζητείται, επίσης, η άρση ασυλίας του και για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών ενώ για το Χρήστο Παπά για την κατηγορία της σύστασης παράνομου αρχείου που αφορά δυο εκκλησιαστικά βιβλία βυζαντινών αρχαιοτήτων που χρονολογούνται από το 1830 και εμπίπτουν στο νόμο περί προστασίας αρχαιοτήτων και πολιτιστικής κληρονομιάς.