Μαιευτήρας – γυναικολόγος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 17 μηνών, με τριετή αναστολή, καθώς κρίθηκε ένοχος από αμέλεια, για το θάνατο 45χρονης κατά τη διάρκεια τοκετού και την πρόκληση σωματικών βλαβών στο νεογνό. Ο ίδιος γιατρός φέρεται επιπλέον να νόθευσε ιατρικό έγγραφο για να αποσιωπήσει τυχόν ευθύνες εις βάρος του.
Το περιστατικό που εξετάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης συνέβη στα τέλη Μαρτίου του 2013, όταν η 45χρονη, η οποία βρισκόταν στην 39η εβδομάδα της κύησης, μετέβη σε ιδιωτική κλινική της Θεσσαλονίκης, σε συνεννόηση με τον κατηγορούμενο γιατρό που την παρακολουθούσε για να γεννήσει το τρίτο της παιδί (η κύηση είχε προκύψει με εξωσωματική γονιμοποίηση από δότρια ωαρίου).
Όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο, ο γυναικολόγος επέλεξε τη διαδικασία πρόκλησης τοκετού και αφού η γυναίκα άρχισε να πονάει της χορήγησε επισκληρίδιο αναισθησία και αμέσως μετά ενδοφλεβίως ωκυτοκίνη για την επιτάχυνση του τοκετού, «παρότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις χορήγησης της ωκυτοκίνης». Επιμένοντας στη διαδικασία πρόκλησης τοκετού, ο γιατρός, πάντα κατά το κατηγορητήριο, παρέλειψε να υποβάλλει την επίτοκο σε καισαρική επέμβαση, προκαλώντας τελικά τη γέννηση του παιδιού με τη χρήση βεντούζας, παρά το γεγονός ότι «ο τράχηλος ήταν ακόμη σκληρός».
Συνέπεια των παραπάνω ήταν μετά τον τοκετό η γυναίκα να παρουσιάσει αιμορραγία που δεν αντιμετωπίστηκε εγκαίρως και χειρουργήθηκε καθυστερημένα, ενώ η ίδια κατέληξε λίγες ώρες αργότερα λόγω αιμορραγίας. Προβλήματα όμως παρουσίασε και το νεογέννητο κοριτσάκι που διακομίστηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Νεογνών του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκη όπου νοσηλεύτηκε διασωληνωμένο για 25 μέρες σε θερμοκοιτίδα, ενώ εμφάνισε και μεταγενέστερα σωματικές βλάβες λόγω της διαδικασίας που επιλέχθηκε κατά τον τοκετό.
Από την έρευνα της υπόθεσης αποκαλύφτηκε ότι είχε αλλοιωθεί το ιατρικό δελτίο της άτυχης γυναίκας, αναφορικά με τη χορήγηση της ωκυτοκίνης, καθώς, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, προστέθηκαν 50 λεπτά στην ώρα που δόθηκε η ουσία στην άτυχη 45χρονη.
Στην απολογία του ο γιατρός αρνήθηκε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι ακολούθησε τους κοινώς αποδεκτούς και αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ενώ ζήτησε από τον ιατρικό σύλλογο να εξετάσει την υπόθεση.