Ήταν από τις ελάχιστες φορές που μπορούσε να δει κανείς τα δικαστήρια άδεια. Την περασμένη Παρασκευή οι εκλογές επέβαλαν τη λειτουργία της Ευελπίδων μόνο για την αυτόφωρη διαδικασία. Και η σιγή έκανε τις ιστορίες των οροθετικών γυναικών που απολογούνταν στην 20ή τακτική ανακρίτρια να ηχούν ακόμη πιο τραγικές.
Δεμένες ανά δύο με χειροπέδες, όπως δημοσιεύει το «Βήμα», φορούν στοματορινικές μάσκες και περιμένουν τη σειρά τους στη διαδικασία που έχει ξεκινήσει από το πρωί.
Η Ιλίεβα Σνεζάνα από τη Βουλγαρία «σπάει» κάθε τόσο. Φωνάζει ότι είναι κουρασμένη, δεν αντέχει, προτιμά τη φυλακή.
Φοράει ακόμη τα ψηλοτάκουνα μπρονζέ πέδιλα του πεζοδρομίου. Δεν επικοινωνεί πλήρως με το περιβάλλον, ούτε μιλάει καλά τα ελληνικά, ξεστομίζει ακατάληπτες λέξεις. Είναι η δεύτερη μαζί με την Ουρανία Παπαδοπούλου (που δεν έχει κανέναν στον κόσμο), η οποία υποψιάζει τους ειδικούς των μη κυβερνητικών οργανώσεων που συμπαρίστανται για ψυχιατρικά προβλήματα.
Στις «ουσίες» από τα 14
Η Χριστίνα Νικολοπούλου, όπως δημοσιεύει η εφημερίδα, αναφέρεται στο παιδί της, ενός έτους, που έχει αφήσει στο Νταού Πεντέλης και έχει να το δει τέσσερις μήνες. Δεν είναι η μοναδική. Μάνα είναι και η Ουρανία Γρυμανέλη. Έχει τη μητέρα της διαρκώς στο πλευρό της, που διαμαρτύρεται δυνατά για τον «διασυρμό».
«Παιδιά έχουν οι τρεις από τις έντεκα», τονίζουν στην εφημερίδα. «Υπάρχει και μία που είναι έγκυος (σ.σ.: η Σωτηρία Παλιγγίνη). Κάποιες έχουν γεννήσει στο παρελθόν μέσα στη φυλακή. Βασικό πρόβλημα σε πολλές περιπτώσεις είναι ότι δεν υπάρχει οικογενειακό περιβάλλον ή, ακόμη και όταν υπάρχει, δεν είναι υποστηρικτικό. Ορισμένες από αυτές είναι στη χρήση ουσιών από τα 13 – 14 χρόνια τους. Πολλές έχουν εργαστεί στο παρελθόν ως πωλήτριες, άλλες δήλωσαν οικιακά όταν ρωτήθηκαν με τι ασχολούνται. Δεν είναι εύκολη η επικοινωνία μαζί τους για την καταγραφή ιστορικών. Στην αρχή ήταν το στερητικό σύνδρομο, ενώ τώρα βρίσκονται υπό την επήρεια φαρμάκων».
«Να μην πατήσεις σπίτι μας»
Στον πρώτο όροφο του κτιρίου 9 δεν υπάρχει πολύς κόσμος – περισσότερα τα μέλη των ΜΚΟ παρά οι συγγενείς. Η κυρία Γιαννούλα Ματθαίου, μάνα της Νίκης, δεν μπορεί να σταθεί σε μια γωνιά. Οργώνει τον χώρο, ρίχνει κλεφτές ματιές στο παιδί της που κοιμάται σε μια καρέκλα, τσακώνεται με τους αστυνομικούς που δεν την αφήνουν να το πλησιάσει. Ανάμεικτος ο πόνος της με την τυραννία του κοινωνικού στίγματος. Ο αδελφός της τής μήνυσε να μην πατήσει στο σπίτι τους, στη Σκόπελο. Φοβάται μην κολλήσει την «αρρώστια».
«Θα πάρω τη νύφη μου και θα την πάω στον γιατρό, τον Τριανταφύλλου, στο νησί. Να τους πει, να τους εξηγήσει. Δεν μπορούν να μου το κάνουν αυτό».
Η ίδια επιμένει ότι η Νίκη της «έμαθε τα ναρκωτικά από τον αρραβωνιαστικό της και πήρε οριστικά την κάτω βόλτα μετά τον θάνατο του πατέρα της, πριν από έναν χρόνο».
«Θα αποκαταστήσω το παιδί μου»
Η Βίκυ Κανατά κάθεται αμίλητη, παρακαλεί τη μητέρα της να μη στενοχωριέται. Ανήκει στις λίγες που δεν φέρουν στοιχεία λούμπεν στην εμφάνισή τους. Είναι μοναχοπαίδι, γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά, υπήρξε σπουδάστρια στο ΤΕΙ Ιχθυοκομίας στην Ηγουμενίτσα.
«Η κόρη μου είναι άρρωστη, αλλά δεν είναι ιερόδουλη», λέει η κυρία Παγώνα Κανατά, επί σειρά ετών διευθύντρια σε μεταφορική εταιρεία. «Βρέθηκε στην περιοχή, σε αναζήτηση του φαρμάκου της. Δε μπορώ και να πω τη λέξη δόση. Μια ερωτική απογοήτευση ήταν η αφορμή για να μπλέξει με τον κόσμο των ναρκωτικών. Εμείς της δίναμε χρήματα για να τα προμηθεύεται. Την είχα πάρει μαζί μου για ένα διάστημα στη δουλειά. Θα κάνω τα πάντα όχι μόνο για να θεραπευθεί αλλά και για να αποκατασταθεί το όνομά της. Ακόμη κι αν πρέπει να πουλήσω το σπίτι μου. Θα φθάσω στα διεθνή δικαστήρια γι’ αυτή τη διαπόμπευση στον βωμό του προεκλογικού αγώνα».
Η δικηγόρος, Τασία Χριστοδουλοπούλου, η οποία έχει αναλάβει τη ρωσίδα Τατιάνα Μπουχτογιάροβα που συνελήφθη σε οίκο ανοχής της Αχαρνών, σηκώνεται κάθε τόσο και μιλά μαζί τους, τη διαβεβαιώνει ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι εκείνη για να τις βοηθήσουν.
Μέλη της Praksis, με πρόεδρο τον κ. Αντύπα Τζανέτο, η δικηγόρος, Ιωάννα Κούρτοβικ και ο Βασίλης Παπαδόπουλος, μέλος της ομάδας δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών (παρέχει νομική υποστήριξη σε πολλές από τις κατηγορούμενες), μοιράζονται στις έντεκα και στις πέντε τελευταίες συλληφθείσες που βρίσκονται στην άλλη πλευρά του ορόφου.
Τους προσφέρουν ρούχα και παπούτσια, χυμούς, γίνεται μάχη με τους αστυνομικούς για να τους δώσουν και λίγα φαγώσιμα. Βοηθούν όταν μία από τις γυναίκες αρχίζει να χτυπιέται σαν το ψάρι στα χέρια των φρουρών της – στερητικό σύνδρομο γαρ. Έχει πια μεσημεριάσει και τα συνθήματα των γυναικείων οργανώσεων στην είσοδο του κτιρίου έχουν κοπάσει. Οι κραυγές της λιπόσαρκης γυναίκας λυγίζουν και τα σίδερα, γίνονται επίλογος σε ιστορία δύσκολη που καμία κοινωνία δεν θα θέλει να θυμάται.